Στα τέλη του Δεκέμβρη του 2014 εκπνέει η προθεσμία που έδωσε το υπουργείο Παιδείας για την εφαρμογή του πρώτου μέρους της αξιολόγησης, που αφορά στην αξιολόγηση των διευθυντών των σχολικών μονάδων και των προϊστάμενων των ολιγοθέσιων σχολείων και νηπιαγωγείων.
Ηταν τόση η πρεμούρα του υπουργείου Παιδείας να αποδείξει ότι όλα βαίνουν καλώς στους σχετικούς σχεδιασμούς, να λειτουργήσει η αξιολόγηση στην εκπαίδευση ως δούρειος ίππος για τη γενικότερη αξιολόγηση των δημόσιων υπάλληλων, που έχει τελματώσει λόγω της ανυπακοής των εργαζόμενων, αλλά και να απορροφήσει χρήματα του ΕΣΠΑ που αναλογούν σε αντίστοιχες δεσμεύσεις έναντι των αφεντικών της ΕΕ, που ο Λοβέρδος έδωσε εντολή να εφαρμοστεί η αξιολόγηση των διευθυντών «σε πρώτη φάση», με βάση τρεις μόνο κατηγορίες από τις πέντε που προβλέπει για την περίπτωσή τους το κακόφημο ΠΔ 152/2013:
– Την Κατηγορία Ι – Ασκηση διοικητικού και οργανωτικού έργου (συντελεστής βαρύτητας 1,5).
– Την κατηγορία ΙΙ – Ασκηση του έργου της εποπτείας και της αξιολόγησης (συντελεστής βαρύτητας 1), από την οποία εξαιρέθηκε σ’ αυτή τη φάση το κριτήριο της «διοικητικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών», επειδή τα σεμινάρια «επιμόρφωσης» των διευθυντών στο πώς θα αξιολογούν τους υφισταμένους τους απέτυχαν παταγωδώς λόγω της κινητοποίησης των εκπαιδευτικών, ενώ και τα σεμινάρια «εξ αποστάσεως», που επινόησε κατόπιν το υπουργείο Παιδείας, συνάντησαν αντιστάσεις.
– Την Κατηγορία V – Επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη (συντελεστής βαρύτητας 1).
Σημειώνουμε εδώ, ότι η φάση αυτή της αξιολόγησης συνάντησε σφοδρές αντιστάσεις, που απέκτησαν γενικά χαρακτηριστικά σε κάποιες περιοχές, ενώ το χορό των αντιστάσεων έσυραν κυρίως οι προϊστάμενοι/ες των νηπιαγωγείων, επειδή δεν διαθέτουν, κυρίως λόγω του τρόπου επιλογής και τοποθέτησής τους, «κουλτούρα» στελέχους, σε αντίθεση με τους διευθυντές των σχολείων.
Ετσι, λοιπόν, αναμένεται με την έλευση του νέου χρόνου (και σε περίπτωση που δεν υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις), το υπουργείο Παιδείας να προχωρήσει «σε πρώτη φάση» πάλι στην «εθελοντική» αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ας δούμε, λοιπόν, με βάση τη σχετική νομοθεσία και ειδικότερα το ΠΔ 152/2013, που εξειδικεύει τον τρόπο αξιολόγησης, τα περιθώρια που έχει ο εκπαιδευτικός να κινηθεί «αυτόνομα», στην κατεύθυνση πάντα της υπεράσπισης του δωρεάν και δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών με αναφορά στην ολόπλευρη μόρφωση και ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά και της προάσπισης και διαφύλαξης του εργασιακού του μέλλοντος, σε σχέση με τους στόχους που προσδιορίζει κάθε φορά η εκπαιδευτική πολιτική στο πλαίσιο του αστικού σχολείου.
Κατ’ αρχάς, σημειώνουμε ότι όλο το νομοθετικό πλαίσιο, αρχής γενομένης από το νόμο – πλαίσιο 1566/1985, θέτει αυστηρά το περιεχόμενο, τους στρατηγικούς στόχους που υπηρετεί το σχολείο και όλο το πλαίσιο ελέγχου και λειτουργίας του υπό την αποκλειστική αρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας, άρα και των κυβερνήσεων και κατ’ επέκταση του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού συστήματος, που αυτές υπηρετούν. Σε όλο το νομοθετικό πλαίσιο διάχυτη είναι η φιλοσοφία της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, ως βασικής παραμέτρου «αποτίμησης» και «αποτελεσματικότητας» στην υλοποίηση των κυρίαρχων επιλογών για την εκπαίδευση και στην κατεύθυνση αυτή θεσπίζονται συγκεκριμένα μέτρα.
Αποτυπώνουμε με χρονολογική σειρά τα βασικά σημεία των νόμων, που αναφέρονται στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών:
– Ν. 1566/1985: Ο διευθυντής του σχολείου μετέχει στην αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών του σχολείου του. Προακτέοι είναι οι εκπαιδευτικοί που χαρακτηρίζονται σε όλα τα στοιχεία της έκθεσης υπηρεσιακής ευδοκιμότητας τουλάχιστον «επαρκείς» για την προαγωγή στο βαθμό Β και τουλάχιστον «καλοί» για την προαγωγή στον βαθμό Α. Εκπαιδευτικοί που κρίνονται μη προακτέοι δυο φορές συνέχεια ή τρεις φορές σε διάφορα χρονικά διαστήματα, παραπέμπονται με το ερώτημα της απόλυσης (άρθρο 16, παράγ. 5).
-Ν. 2525/1997 (νόμος Αρσένη): Ως αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου ορίζεται η διαδικασία αποτίμησης της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του βαθμού υλοποίησης των σκοπών και στόχων της, όπως καθορίζεται από τη νομοθεσία. Εκτιμάται η επάρκεια των εκπαιδευτικών, η απόδοση των σχολικών μονάδων, η αποτελεσματικότητα του συστήματος. Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου ασκείται από τους διευθυντές των σχολικών μονάδων. Ο σχολικός σύμβουλος αξιολογεί την επιστημονική και διδακτική επάρκεια του εκπαιδευτικού. Δημιουργείται Σώμα Μονίμων Αξιολογητών (οι ράμπο της αξιολόγησης).
– Ν. 3848/2010: Ο νεοδιοριζόμενος εκπαιδευτικός υπηρετεί επί δύο έτη ως δόκιμος. Για την παρακολούθησή του και τη στήριξή του ορίζεται «μέντορας» από εκπαιδευτικό του σχολείου, όπου υπηρετεί ο νεοδιοριζόμενος. Στο τέλος του δευτέρου έτους, ο νεοδιοριζόμενος αξιολογείται, ώστε να κριθεί αν είναι κατάλληλος να νομιμοποιηθεί ως εκπαιδευτικός. Τα όργανα, η διαδικασία και τα ειδικότερα κριτήρια μονιμοποίησης καθορίζονται με ΠΔ. Αν ο νεοδιοριζόμενος δεν κριθεί κατάλληλος να μονιμοποιηθεί εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του κεφαλαίου Α΄ του άρθρου 16 του Ν. 1566/85. Στο νόμο περιλαμβάνεται κεφάλαιο (άρθρο 32) για τον προγραμματισμό και την αξιολόγηση της δράσης των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών, ενώ υπάρχει πρόβλεψη με απόφαση του υπουργού Παιδείας να εξειδικεύονται τα στοιχεία της αξιολόγησης.
– Ν. 4024/2011: Είναι ο νόμος του νέου μισθολόγιου-φτωχολόγιου, που αλλάζει τον τρόπο κατάταξης και των ήδη υπηρετούντων εκπαιδευτικών σε βαθμούς και μισθολογικά κλιμάκια. Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση στο πλαίσιο του συστήματος αξιολόγησης και συγκεκριμένα: η απόδοση με βάση το βαθμό επιτυχούς ή μη υλοποίησης της στοχοθεσίας, οι διοικητικές ικανότητες και η συμπεριφορά στην υπηρεσία, το ανώτατο ποσοστό επί τοις εκατό προαγωγής στον επόμενο βαθμό, ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στο βαθμό. Ορίζονται υποχρεωτικές ποσοστώσεις για τον αριθμό των υπάλληλων που προάγονται από βαθμό σε βαθμό. Συγκεκριμένα: για την προαγωγή από τον ΣΤ (κατώτατος βαθμός) στον Ε βαθμό μέχρι και 100%, από τον Ε στον Δ βαθμό μέχρι και 90%, από τον Δ στον Γ μέχρι και 80%, από τον Γ στον Β μέχρι και 70%, από τον Β στον Α μέχρι και 30%. Κοντολογίς, η συντριπτική πλειοψηφία των δημόσιων υπάλληλων καθηλώνεται στους κατώτατους βαθμούς με αντίστοιχους μισθούς πείνας. Σε περίπτωση που από τις εκθέσεις αξιολόγησης προκύπτει ότι ο υπάλληλος δεν πέτυχε την προβλεπόμενη στοχοθεσία σε ποσοστό τουλάχιστον 50% για δύο συνεχή χρόνια δεν εξελίσσεται μισθολογικά μέχρι να πετύχει το ποσοστό. Με τον ίδιο νόμο καθιερώνεται η «εργασιακή εφεδρεία» (κινητικότητα, διαθεσιμότητα) και ανοίγει ο δρόμος για μαζικές απολύσεις στο δημόσιο.
– Ν. 4142/2013: Ιδρύεται η Αρχή της Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), ως εξωτερική ομπρέλα του συστήματος αξιολόγησης. Η Αρχή παρακολουθεί, μελετά και αξιολογεί την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής, όπως σχεδιάζεται με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ). Αξιολογεί την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων, εποπτεύει τις διαδικασίες αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, μεταξιολογεί τα συστήματα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών.
– ΠΔ 152/2013: Καθορίζει αναλυτικά και με λεπτομέρειες την αξιολογική πυραμίδα, τις κατηγορίες και τα υποκριτήριά τους, βάσει των οποίων αξιολογείται κάθε παράγοντας της αξιολογικής πυραμίδας. Τελικός αποδέκτης της αξιολόγησης, στον οποίο αφιερώνεται και το μεγαλύτερο μέρος του νόμου, είναι ο εκπαιδευτικός, ο και αίρων τις αμαρτίες όλου του εκπαιδευτικού συστήματος και κατά το νόμο είναι αυτός που «αυτενεργώντας» και προτείνοντας «καινοτόμες» λύσεις μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα, και αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού έργου, στο πλαίσιο πάντα της στοχοθεσίας που θέτει το υπουργείο Παιδείας. Η αξιολόγησή του είναι διοικητική και διενεργείται από τον διευθυντή της σχολικής μονάδας και εκπαιδευτική και διενεργείται από το σχολικό σύμβουλο. Ως διοικητική ορίζεται η αξιολόγηση των ενεργειών και αποτελεσμάτων που συνθέτουν το υπηρεσιακό έργο διοίκησης, οργάνωσης και αξιολόγησης προσωπικού και δομών και ως εκπαιδευτική ορίζεται η αξιολόγηση των ενεργειών και αποτελεσμάτων που σχετίζονται με την άσκηση του παιδαγωγικού, διδακτικού, επιμορφωτικού έργου και την επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη.
Ο εκπαιδευτικός αξιολογείται σε πέντε Κατηγορίες, κάθε μια εκ των οποίων περιέχει υποκριτήρια (15 συνολικά), οι οποίες αποτιμώνται με συντελεστές βαρύτητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι με ιδιαίτερα υψηλούς συντελεστές (1,25 – 1,50 – 1) αποτιμώνται αντίστοιχα: η Κατηγορία ΙΙΙ-Διεξαγωγή διδασκαλίας και αξιολόγηση μαθητών, η Κατηγορία ΙV-Υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια και η Κατηγορία V-Επιστημονική και Επαγγελματική ανάπτυξη. Αντίθετα, αποτιμώνται με μικρούς συντελεστές (0,75 – 0,50 αντίστοιχα) η Κατηγορία Ι-Εκπαιδευτικό περιβάλλον και η Κατηγορία ΙΙ-Σχεδιασμός, προγραμματισμός και προετοιμασία της διδασκαλίας.
Η αναφορά στους συντελεστές ανά Κατηγορία γίνεται γιατί θέλουμε να δείξουμε ότι ακόμη και στο πλαίσιο της αξιολόγησης, που σχεδιάζει το υπουργείο Παιδείας, μικρή σημασία έχουν οι διαπροσωπικές σχέσεις που πετυχαίνει ο εκπαιδευτικός μέσα στην τάξη με τους μαθητές του και το παιδαγωγικό κλίμα που με πολύ κόπο διαμορφώνει, στο πλαίσιο της ταξικής διαφοροποίησης των μαθητών και των αντιδραστικών αντιλήψεων που διαμορφώνονται και επικρατούν στην κοινωνία, άρα και στην τάξη, της απόρριψης, περιθωριοποίησης κοινωνικών ομάδων και ατόμων, με βάση κάποια «ιδιαιτερότητά» τους, αλλά και στο πλαίσιο μιας σκληρής ανταγωνιστικής λογικής και νοοτροπίας που καλλιεργείται με τη βαθμολογία και τις αξιολογικές κρίσεις που υποχρεώνεται αυτός να ακολουθήσει.
Η ίδια υποτίμηση γίνεται και όσον αφορά στο βαθμό αντίληψης από τον εκπαιδευτικό των δυνατοτήτων και αναγκών των μαθητών, στους στόχους και στο περιεχόμενο της διδασκαλίας και στα εκπαιδευτικά μέσα, ίσως γιατί όλα αυτά θεωρούνται δεδομένα. Δεδομένες είναι π.χ. για το σύστημα οι ανάγκες των μαθητών, που ταυτίζονται πάντα με τις ανάγκες της αγοράς, προσδιορίζοντας και το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων και την καλλιέργεια ανάλογων δεξιοτήτων. Δεδομένα είναι και τα εκπαιδευτικά μέσα, που είναι πάντα πενιχρά, αφού η κρατική χρηματοδότηση είναι ελάχιστη και οι δαπάνες για τη δημόσια Παιδεία βαίνουν συνεχώς μειούμενες.
Για να κριθεί, λοιπόν, ένας εκπαιδευτικός περισσότερο από «επαρκής» θα πρέπει να καταφύγει σε πηγές χρηματοδότησης εκτός της κρατικής (επιχειρήσεις, τοπικούς ιδιωτικούς φορείς, γονείς) για να ενισχύσει τα εποπτικά μέσα, την υλικοτεχνική υποδομή και να πραγματοποιήσει «καινοτόμα» εκπαιδευτικά προγράμματα, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται αυστηρά από τα πάνω, από το υπουργείο Παιδείας, σύμφωνα με κατευθύνσεις του ΕΣΠΑ, για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα, λογικές και κατευθύνσεις που υποδεικνύει κάθε στιγμή το ευρωπαϊκό και ντόπιο κεφάλαιο.
Αντίθετα μεγάλη σημασία έχει για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού ο βαθμός ανταπόκρισής του στη διεξαγωγή της διδασκαλίας, τα «ποιοτικά» χαρακτηριστικά της οποίας εξαρτώνται από αυτά που περιγράψαμε παραπάνω (καταφυγή σε ιδιώτες, καινοτόμα προγράμματα, λογική και συμπεριφορά μάνατζερ από τον εκπαιδευτικό) και στην αξιολόγηση των μαθητών του. Κρίνεται, δηλαδή, με βάση τον αριθμό και την ποιότητα των αξιολογικών κρίσεων που επιβάλλει στα παιδιά στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, επιτείνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, καλλιεργώντας τον ατομισμό και τον καριερισμό, χτυπώντας αδυσώπητα το πνεύμα της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης και της φιλίας. Κρίνεται με βάση την «απόδοση» των μαθητών του, για την οποία θεωρείται αυτός αποκλειστικά υπεύθυνος, ενώ το σύστημα παραγνωρίζει το ταξικό φορτίο που κουβαλά κάθε παιδί λόγω της κοινωνικής θέσης της οικογένειάς του, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πορεία του στο πλαίσιο της μαθησιακής διαδικασίας.
Σημαντικότατα θεωρούνται για την αξιολόγηση τα κριτήρια της ανταπόκρισης του εκπαιδευτικού στις υπαλληλικές του υποχρεώσεις, στις διαδικασίες αυτο-αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και στην συνεργασία με γονείς και φορείς. Το μήνυμα είναι ότι όσο πιο πειθήνιος είσαι στις εντολές της διοίκησης, όσο πιο πολύ πλάτη βάζεις για την κατηγοριοποίηση των σχολείων, άρα και των μαθητών και των εκπαιδευτικών, όσο πιο πολύ χρησιμοποιείς για την προβολή του σχολείου σου και της τάξης σου τις «ευγενικές χορηγίες» των «φορέων» (γιατί διαφορετικά είσαι εξ ανάγκης βουτηγμένος στη μιζέρια των πενιχρότατων κρατικών οικονομικών μέσων), τόσο πιο πετυχημένος εκπαιδευτικός θεωρείσαι από το υπουργείο Παιδείας.
Οσο δε, για την επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη, πρέπει να πούμε ότι πρέπει ο εκπαιδευτικός να διαθέτει προσόντα τουλάχιστον λέκτορα για να θεωρείται «πολύ καλός» και «εξαιρετικός». Με τους ταξικούς φραγμούς που υψώνει το αστικό σύστημα και για την επιστημονική και επαγγελματική εξέλιξη και ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, μόνο ελάχιστοι κατορθώνουν να αποκτήσουν τέτοια προσόντα, δεδομένου και του γεγονότος ότι είναι ανύπαρκτη η ουσιαστική, πανεπιστημιακού τύπου επιμόρφωση (έχουν καταργηθεί ακόμη και τα Διδασκαλεία, η γνωστή σε όλους μετεκπαίδευση!) και οι επιστημονικές άδειες δίνονται με το σταγονόμετρο και μόνο σε λίγους και εκλεκτούς.
Απ’ όλα τα παραπάνω, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι ο εκπαιδευτικός είναι αλυσοδεμένος με την αξιολόγηση στο άρμα του αστικού σχολείου. Ιδιαίτερα βάλλεται ο ταξικός εκπαιδευτικός που πασχίζει με νύχια και δόντια να περισώσει ό,τι έχει απομείνει από το δημόσιο σχολείο, να φωτίσει με το φως της γνώσης του και τις ταξικές του αντιλήψεις και στάση ζωής, μέσα από τις ελάχιστες χαραμάδες που αφήνουν τα αναλυτικά προγράμματα και η μαθησιακή διαδικασία, τα παιδικά και εφηβικά μυαλά.