Στο υπουργικό συμβούλιο της περασμένης Παρασκευής (31/1/2025), Πιερρακάκης και Λυτρίβη παρουσίασαν τους άξονες του νέου νομοσχέδιου που ετοιμάζουν για τις λεγόμενες «Ακαδημίες Επαγγελματικής Κατάρτισης», με το οποίο η τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση παραδίδεται απευθείας στους καπιταλιστές και το κράτος αναλαμβάνει από πάνω να τους κάνει και πρόσθετα δώρα, όπως είναι οι εγκαταστάσεις και η μισθοδοσία του εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού!
Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που «μπορεί να είναι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, κοινοπραξίες ή ενώσεις αυτών, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί, αναπτυξιακές εταιρείες ΟΤΑ, ινστιτούτα των κοινωνικών εταίρων», θα βάλουν, λέει, τον υλικοτεχνικό και μηχανολογικό εξοπλισμό και θα «εξασφαλίσουν» την πρακτική άσκηση ή μαθητεία των καταρτιζόμενων. Η «εξασφάλιση», βεβαίως, είναι προνόμιο πρωτίστως των καπιταλιστών και όχι των σπουδαστών, καθώς οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν στην ουσία εξαθλιωδώς αμειβόμενη εργασία, μέσω της «πρακτικής άσκησης» ή της «μαθητείας».
Οι καπιταλιστές θα καταρτίζουν επιπλέον και τα προγράμματα σπουδών (οδηγούς κατάρτισης) για να δημιουργούν εργάτες με την προσωπικότητα και τις δεξιότητες που έχει ανάγκη η αγορά, κοντολογίς εργαζόμενους πειθαρχημένους, υποταγμένους στα αφεντικά, με γνώσεις τόσες όσες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Για τα μάτια προβλέπεται ότι τα προγράμματα σπουδών θα …εγκρίνονται από το υπουργείο Παιδείας.
Το νέο νομοσχέδιο Πιερρακάκη-Λυτρίβη είναι το τρίτο κατά σειρά «λίφτινγκ» της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης (ΤΕΕ), με το οποίο επιχειρείται να αντιστραφεί το ενδιαφέρον της νεολαίας της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από την προσπάθεια για εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, (όπου και εκεί καραδοκούν κι άλλοι σκληροί ταξικοί φραγμοί, όπως η Τράπεζα θεμάτων, η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, ο κλειστός αριθμός εισακτέων και πάνω απ’ όλα οι πανελλαδικές εξετάσεις) στην ΤΕΕ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ανοιχτός και αναφανδόν υποστηρικτής των συμφερόντων του κεφαλαίου, έκρινε ότι δεν αρκεί αυτό που επιτυγχάνονταν ως τώρα με τους δύο προηγούμενους νόμους (ν. 4763/2020 της Κεραμέως και ν. 5082/2024 του Πιερρρακάκη), με τους οποίους οι καπιταλιστές έχουν λόγο στη διαμόρφωση των προγραμμάτων κατάρτισης, συνεργάζονται με το ΥΠΑΙΘΑ, υποδέχονται και παρακολουθούν την πρακτική άσκηση των σπουδαστών, την μαθητεία κ.λπ.
Τώρα επιδιώκει η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση να παραδοθεί εξ ολοκλήρου στα νύχια των καπιταλιστών («συμπράξεις» ονομάζεται αυτή η μορφή), μέσω της ίδρυσης των λεγόμενων «Ακαδημιών».
Ο Πιερρακάκης, ο ίδιος, δήλωσε ότι «Όλα αυτά είναι σημαντικά βήματα. Τώρα αισθανόμαστε ότι ήρθε η ώρα να κάνουμε το επόμενο. Ποιο είναι αυτό; Θέλουμε να φέρουμε ουσιαστικά στο προσκήνιο τη δημιουργία νέων δομών που θα δίνουν και αυτές σπουδές επιπέδου 5 αλλά θα προκύπτουν τα προγράμματα, οι οδηγοί κατάρτισης αυτοί και η διακυβέρνηση των σχολών αυτών, σε μια σύμπραξη του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, στοχευμένη σε συγκεκριμένες ειδικότητες και διαρθρωμένη σε όλη την Ελλάδα… Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν εφόσον αναζητούμε στελέχη, να μπορέσουμε εμείς σε σύμπραξη μαζί τους να δημιουργήσουμε τις νέες αυτές σχολές οι οποίες θα παράξουν τα εκπαιδευμένα στελέχη τα οποία μετά θα εργαστούν στις επιχειρήσεις αυτές. Και αυτό έχει κι ένα χωρικό χαρακτήρα πολύ έντονο. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι υπάρχουν περιοχές στη χώρα μας όπου η φαρμακοβιομηχανία τα πηγαίνει πάρα πολύ καλά αντιστοίχως. Υπάρχουν άλλες περιοχές οι οποίες εστιάζουν σε πολύ συγκεκριμένα προϊόντα του αγροτικού τομέα. Εμείς λοιπόν έχουμε κάνει αυτήν την αποτύπωση και θα έρθει μια νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία θα επιτρέπει αυτού του τύπου τις συμπράξεις να τις πραγματοποιούμε πλέον οργανικά με τον ιδιωτικό τομέα. Να είναι δηλαδή κομμάτι του governance, κομμάτι του συστήματος διακυβέρνησης».
Η παράδοση της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης στα νύχια των καπιταλιστών θα διασφαλίζεται με τον ορισμό Διοικούσας Επιτροπής (κατά το παράδειγμα των Ωνάσειων Σχολείων). Η ΔΕ θα είναι πενταμελής, τα δύο μέλη της οποίας θα υποδεικνύονται από τον καπιταλιστή (τον «συνεργαζόμενο οικονομικό φορέα») και τα τρία μέλη από το Δημόσιο.
Η φοίτηση στις «Ακαδημίες» θα είναι δωρεάν και οι καπιταλιστές θα προσφέρουν ως «αντίδωρο», ως «καθρεφτάκι» στους σπουδαστές την ελπίδα, την πιθανότητα ότι μπορεί να επιλέξουν κάποιους από αυτούς για να εργαστούν στη συνέχεια στα εργοδοτικά τους κάτεργα. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις η ιδιωτική επιχείρηση θα δεσμεύεται ότι ένα συγκεκριμένο ποσοστό αποφοίτων της Ακαδημίας που θα το ορίζει ο νόμος, θα απορροφάται από την ίδια.
Αυτή είναι η ουσία, γιατί το βαρύγδουπο όνομα (Ακαδημίες) δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, αφού αυτές θα ανήκουν στο επίπεδο 5, όπως ακριβώς και τα ΙΕΚ και επιλέχθηκε μόνο και μόνο για να υπηρετηθεί το αφήγημα της δήθεν «αναβαθμισμένης» τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης, που τάχα εξασφαλίζει θέσεις στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα επίσης με τις ανακοινώσεις θα απονέμεται και τίτλος σπουδών επιπέδου 3 του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων. Τούτο σημαίνει ότι οι «συμπράξεις» θα αφορούν και την ίδρυση και λειτουργία Επαγγελματικών Σχολών Κατάρτισης (Ε.Σ.Κ.) του νόμου Κεραμέως.
Πρόκειται για διετείς δομές που απευθύνονται σε απόφοιτους Γυμνασίων και νομιμοποιούν και διευρύνουν την παιδική εργασία, καθώς δεκατετράχρονα παιδιά καλούνται να γίνουν εργατάκια (αντικαθιστώντας τους καλφάδες του μεσαίωνα και της οθωμανικής κυριαρχίας).
Οι άξονες του νέου νομοσχέδιου
Στο υπουργικό συμβούλιο, Πιερρακάκης και Λυτρίβη ισχυρίστηκαν ότι προχωρούν στις «συμπράξεις» με τους καπιταλιστές «εξαιτίας της δυσκολίας των καταρτιζομένων των δημοσίων Σ.Α.Ε.Κ. (Σχολές Ανώτερης Επαγγελματικής Κατάρτισης. σ.σ. πρόκειται για τα «αναβαθμισμένα» ΙΕΚ) να πραγματοποιήσουν την πρακτική άσκηση και μαθητεία σε φυσικά πρόσωπα, ΝΠΙΔ, ΝΠΔΔ, δημόσιες υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και επιχειρήσεις, της περιορισμένης διασύνδεσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με την αγορά εργασίας, της αδυναμίας υποστήριξης των αναπτυξιακών επενδύσεων της Χώρας με εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό».
Είναι για να γελά και να οργίζεται κανείς. Ισχυρίζονται, δηλαδή, -και αυτό η εργαζόμενη κοινωνία πρέπει να το καταπιεί αμάσητο- ότι έπρεπε το Δημόσιο, το υπουργείο Παιδείας, να δώσει τον έλεγχο απευθείας στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και να τους κάνει δώρο και από πάνω τις εγκαταστάσεις και το προσωπικό για να δεήσουν τάχα αυτές να αποδεχτούν σπουδαστές να πραγματοποιήσουν πρακτική άσκηση στα κάτεργά τους!
Οι άξονες σύμφωνα με την ιστοσελίδα esos.gr :
- Το Δημόσιο αναλαμβάνει εκτός από την ίδρυση και τη λειτουργία της Ακαδημίας, την ανεύρεση κτιριακών υποδομών και την κάλυψη των αποδοχών των εκπαιδευτών και του διοικητικού προσωπικού.
- Ο συνεργαζόμενος οικονομικός φορέας θα συμβάλλει με την παροχή του υλικοτεχνικού και μηχανολογικού εξοπλισμού, την εξασφάλιση της πρακτικής άσκησης ή μαθητείας των καταρτιζόμενων και με οδηγούς κατάρτισης (προγράμματα σπουδών), τα οποία θα εγκρίνονται από το υπουργείο Παιδείας.
- Οι συνεργαζόμενοι φορείς μπορεί να είναι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, κοινοπραξίες ή ενώσεις αυτών, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί, αναπτυξιακές εταιρείες ΟΤΑ, ινστιτούτα των κοινωνικών εταίρων.
- Η ιδιωτική επιχείρηση θα δεσμεύεται ότι ένα συγκεκριμένο ποσοστό αποφοίτων της Ακαδημίας (σ.σ. θα το ορίζει ο νόμος) θα απορροφάται από την ίδια.
- Η φοίτηση θα είναι εντελώς δωρεάν, η πρακτική άσκηση ή μαθητεία θα αμείβεται με βάση τα όσα προβλέπονται στις ισχύουσες διατάξεις, οι εκπαιδευτές θα προέρχονται από το ίδιο μητρώο με τα ΣΑΕΚ ενώ ο τίτλος σπουδών που θα αποκτούν οι απόφοιτοι θα είναι κατηγορίας 3 και 5 του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων.
- Ως προς τη διαδικασία που θα ακολουθείται, οι ενδιαφερόμενοι φορείς ή επιχειρήσεις θα υποβάλλουν αίτηση στο υπουργείο Παιδείας και αυτή θα αξιολογείται.
- Η άδεια θα χορηγείται εφόσον πληρούν όλες τις προδιαγραφές και η σύμβαση που θα υπογράφεται θα είναι εξαετούς διάρκειας, με δυνατότητα ανανέωσης ή παράτασης.
- Οι Ακαδημίες Επαγγελματικής Κατάρτισης θα λειτουργούν υπό μία Διοικούσα Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του αρμόδιου υπουργού και έχει τριετή θητεία.
- Η Διοικούσα Επιτροπή είναι πενταμελής, με τρία μέλη από το Δημόσιο και δύο μέλη, τα οποία υποδεικνύονται από τον συνεργαζόμενο οικονομικό φορέα.