Το κομφούζιο με τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των σχολών των πρώην ΤΕΙ είναι παλιά ιστορία. Ξεκίνησε το 2001 με την «ανωτατοποίηση» των πρώην ΤΕΙ σε μια νύκτα (Ν. 2916/2001) με fast track διαδικασίες της «πλάκας», γιατί έτσι απαιτούσε το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, υλοποιώντας την κακόφημη Συνθήκη της Μπολόνια.
Ολες οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις από τότε μέχρι σήμερα έκαναν διάφορες προσπάθειες λουστραρίσματος των πρώην ΤΕΙ, με βαφτίσια και ξανά βαφτίσια. Καταρχάς, με τις διαδικασίες που προαναφέραμε, τα ΤΕΙ έγιναν Α-ΤΕΙ (Ανώτατα Τεχνολογικά Ιδρύματα) και στη συνέχεια με το νόμο Γαβρόγλου περί «συγχωνεύσεων-συνεργειών-συνεργασιών» μεταξύ Πανεπιστημίων και ΤΕΙ (Ν. 4610/2019), είτε συγχωνεύτηκαν και βαφτίστηκαν Πανεπιστήμια (π.χ. Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής με συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά, ΕΛΜΕΠΑ τα πρώην ΤΕΙ Κρήτης) είτε Τμήματά τους απορροφήθηκαν από τα Πανεπιστήμια.
Ομως όλες οι κυβερνήσεις, μηδεμιάς εξαιρουμένης, έκρυψαν κάτω από το χαλί το πρόβλημα που γεννήθηκε, των «επαγγελματικών δικαιωμάτων» των φοιτητών και αποφοίτων των πρώην ΤΕΙ, με αποτέλεσμα σήμερα οι άνθρωποι αυτοί να αγωνιούν για το μέλλον και την επιβίωσή τους.
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Ξεκίνησε από την αντιδραστική επιλογή να διαχωριστούν οι ακαδημαϊκές σπουδές από τα επαγγελματικά προσόντα (καταργήθηκε το ΔΙΚΑΤΣΑ και δημιουργήθηκαν ο ΔΟΑΤΑΠ και το ΣΑΕΠ), ώστε να υποβιβαστούν οι πανεπιστημιακές σπουδές και να παρεισφρήσουν συστήματα «μη τυπικής εκπαίδευσης» και κολλέγια στην πορεία δημιουργίας του «Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης».
Η ανάγκη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για περισσότερα «χέρια», για εργαζόμενους δηλαδή με χαμηλή ειδίκευση και γνώσεις που γρήγορα αποχτιούνται και γρήγορα χάνονται, και για μικρότερο αριθμό στελεχών μεγαλύτερων απαιτήσεων σε γνώσεις, δεξιότητες και ειδίκευση, που θα επανδρώσουν τις υψηλές θέσεις της παραγωγής και του διοικητικού μηχανισμού, γεννήθηκε από την ενσωμάτωση μεγάλου μέρους της γνώσης στις μηχανές, λόγω της διαρκούς τελειοποίησης της τεχνικής, της ανάπτυξης της πληροφορικής και της χρήσης σύνθετων μηχανών.
Η ανάγκη αυτή ήταν η αιτία που κινητοποίησε τις αστικές κυβερνήσεις -και στην Ελλάδα- να πάρουν μέτρα υποβάθμισης ουσιαστικά των πανεπιστημιακών σπουδών, περιορισμού του αριθμού των εισακτέων και έντασης των ταξικών φραγμών, ώστε να ανασταλεί δραστικά η ροή προς την ανώτατη εκπαίδευση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η στρατηγική της συρρίκνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών και της πρόσβασης σε επιλεγμένες σχολές αριστείας ενός περιορισμένου αριθμού λίγων και εκλεκτών, εκφράστηκε με τη διακήρυξη της Μπολόνια, που καθιέρωνε τον τριετή προπτυχιακό κύκλο σπουδών και τα πτυχία πολλών ταχυτήτων και μέσα από δρόμους που δεν ανήκουν αποκλειστικά στα τυπικά συστήματα εκπαίδευσης.
Στην Ελλάδα, εκτός των ισχυρών ταξικών φραγμών που επιβλήθηκαν ειδικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και της επινόησης μεθοδεύσεων διαφόρων μορφών δραστικού περιορισμού της ιστορικά διαμορφωμένης τάσης της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακές σπουδές (βάση του 10, πανελλαδικές εξετάσεις, συντελεστές βαρύτητας, κόκκινες και πράσινες σχολές, τράπεζα θεμάτων, Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής κ.λπ.), η συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εκφράστηκε και με το γνωστό «σχέδιο Αθηνά» και με το σχέδιο των συριζαίων περί «συγχωνεύσεων-συνεργειών-συνεργασιών» μεταξύ Πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
Ειδικά για την ύπαρξη των ΤΕΙ, αξίζει να υπογραμμίσουμε τα εξής:
Τα ΤΕΙ ιδρύθηκαν όχι γιατί αυτό απαιτούσε το επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού (μέσο επίπεδο), όπως συνέβη με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, αλλά για να περιοριστεί η τάση της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση, που διαρκώς διογκωνόταν.
Στη μακρά ιστορία τους (από το 1970), τα ΤΕΙ βαφτίστηκαν πολλές φορές (αρχικό όνομα ΚΑΤΕΕ) και έγιναν προσπάθειες λουστραρίσματος του θεσμού, ώστε να στραφεί μεγάλο μέρος της νεολαίας της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προς αυτά, χωρίς όμως να επιτευχθεί το επιθυμητό για τον αστισμό αποτέλεσμα. Οι προσπάθιες αυτές ήταν άτσαλες, εξ ου και κατακρίθηκαν από πολλούς (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι «κρίσεις» των καθηγητών των ΤΕΙ, που έκτοτε ονομάστηκαν ΑΤΕΙ, με διαδικασίες «ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε» σε δωμάτια ξενοδοχείων, που ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών από την πανεπιστημιακή κοινότητα) και βεβαίως δεν πέτυχαν να φέρουν αποφασιστικά σε πέρας το σκοπό τους, να αποτρέψουν τη δημιουργία του «στρατού της ανατροπής» (Γεώργιος Παπανδρέου), που δυνητικά δημιουργείται μέσω της επαφής με τη γνώση.
Οι προσπάθειες να «αναβαθμιστούν» τα ΤΕΙ συνεχίστηκαν για μεγάλο διάστημα και παράλληλα, σε όλη την εκπαίδευση -και ειδικά στη δευτεροβάθμια- διαμορφώθηκε η τάση για στροφή στην ειδίκευση (νόμοι για την ΤΕΕ, «Πρότυπα ΕΠΑΛ», κ.λπ.).
Ολη αυτή η διαχείριση δημιούργησε, όπως, προαναφέραμε, το πρόβλημα των «επαγγελματικών δικαιωμάτων» των φοιτητών και αποφοίτων των σχολών των πρώην ΤΕΙ.
Δύο δεκαετίες από τότε που τα ΤΕΙ εντάχθηκαν στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΤΕΙ), ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ για τους ενδιαφερόμενους υποψήφιους Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης για τον εν δυνάμει μελλοντικό διορισμό τους σε φορείς του Δημόσιου Τομέα ξαναέφερε στην επιφάνεια τον τραγέλαφο της «πανεπιστημιοποίσης των ΤΕΙ, καθώς αποκάλυψε ότι τα πτυχία των «πανεπιστημιοποιημένων» ΤΕΙ δεν αναγνωρίζονται από το ελληνικό κράτος!
Την φαρσοκωμωδία συνέχισε και το άρθρο 126 στο πρόσφατο νομοσχέδιο-σκούπα του υπουργείου Ανάπτυξης (τίτλος: «Μέτρα στήριξης των συγγενών των θυμάτων και των πληγέντων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών της 28ης Φεβρουαρίου 2023, συνταξιοδοτική διάταξη, ρυθμίσεις για την ενίσχυση της ασφάλειας των συγκοινωνιών, διατάξεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης, παρεμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό της τουριστικής νομοθεσίας και άλλες επείγουσες διατάξεις»), για την «επίλυση», υποτίθεται, του προβλήματος των επαγγελματικών δικαιωμάτων των σχολών γεωπονίας, δασολογίας και ιχθυολογίας των πρώην ΤΕΙ, σε μια προσπάθεια εκδούλευσης προς φοιτητές και καθηγητές αυτών των σχολών από την κυβέρνηση Μητσοτάκη εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Tελικά, μετά τις διαμαρτυρίες και την ομόφωνη παραίτηση των καθηγητών της σχολής Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, έγινε κάποιo «μπάλωμα» στο σχετικό άρθρο. Ετσι αναφέρονται ονομαστικά Τμήματα αυτών των πανεπιστημιοποιημένων σχολών που μπαίνουν στη ρύθμιση, ενώ υπάρχει και η πρόβλεψη (για όσα δεν αναφέρονται), ότι με αίτηση της Συγκλήτου του εκάστοτε ΑΕΙ στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων θα μπορούν να υπάρχουν νέες εγκρίσεις για τα Τμήματα αυτά, χωρίς την ανάγκη νέας νομοθετικής παρέμβασης. Επίσης, ορίστηκε ανώτατο χρονικό όριο 60 ημερών, ώστε να διατυπώσει γνώμη το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΓΕΩΤ.Ε.Ε).
Το καυτό ερώτημα, όμως, που παραμένει είναι τι γίνεται με τους απόφοιτους των προηγούμενων ετών των πρώην ΤΕΙ, όπως και με τους φοιτητές που είναι εγγεγραμμένοι, αλλά έχουν ξεπεράσει το ανώτατο χρονικό όριο σπουδών (ν+2) που καθιέρωσε η Κεραμέως.
Γιούλα Γκεσούλη