Από τη σημερινή στήλη του Γιώργου Παπαχρήστου στα «Νέα»:
«Πρεμιέρα για την αξιολόγηση
Ξεκίνησε από χθες η διαδικασία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, μια πονεμένη ιστορία, την οποία πολέμησσαν με λύσσα καθηγητές και δάσκαλοι, από τη Μεταπολίτευση και μετά, λες και έχουν να φοβηθούν κάτι. Γενιές ήρθαν και παρήλθαν από την εκπαίδευση, αφήνοντας πίσω τους ημιμαθείς (όπως έχω ξαναπεί εδώ, ΟΛΜΕ και ΔΟΕ δεν έχουν παρά να παρακολουθήσουν μια δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή στον Ant1 που ονομάζεται «Ρουκ Ζουκ» , προκειμένου να αντιληφθούν το «έργο» τους) ή και παντελώς αγγράμματους, οι οποίοι σήμερα καλούνται να βγουν στην αγορά εργασίας. Και αφού δεν μπορούν να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό, μεγαλώνουν απλώς τα ποσοστά της ανεργίας των νέων.
Η αξιολόγηση λοιπόν ξεκίνησε και πρέπει να το πιστωθεί η υπουργός Νίκη Κεραμέως που πάλεψε μέχρι τέλους, παρά τις αντιξοότητες, τις αντιδράσεις και τις πιέσεις από πολλές πλευρές, προκειμένου να μην προχωρήσει. Ξήλωσε δε ένα ένα τα επιχειρήματα των εργατοπατέρων της εκπαίδευσης, που πότε έβλεπαν πράξεις αντεκδίκησηςκαι πότε κινδύνους για το εργασιακό καθεστώς των αξιολογουμένων. Κανένας κίνδυνος-καθένας θα αξιολογείται από τρεις αξιολογητές και όσοι πέσουν κάτω από τη βάση θα στέλνονται απλώς για επιμόρφωση. Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα, πέρα από την πάγια τακτική των συνδικαλιστών να υπονομεύουν καθετί που συνιστά πρόοδο και μέτρο βελτίωσης της παρεχόμενης εκπαίδευσης των παιδιών;» (οι εμφάσεις δικές μας).
Ο δημοσιογράφος ειδικών αποστολών του συγκροτήματος Μαρινάκη ανέλαβε να στηρίξει τον Μητσοτάκη και προσωπικά την ορντινάντσα του Νίκη Κεραμέως σε ένα ακόμη φλέγον ζήτημα, αυτό της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
Ο επισπεύδων Παπαχρήστος ψυλλιάζεται μαζική μαχητική αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, γι’ αυτό -υπηρετώντας και την πολιτική και τα συμφέροντα του αφεντικού του- γράφει όσα γράφει.
Από πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς;
Πρώτα πρώτα, ο Παπαχρήστος έχει την ηλικία που ως μαθητής έζησε στο πετσί του τον τρομοκρατικό θεσμό του επιθεωρητή, του οποίου τώρα στηρίζει την επαναφορά. Γιατί αυτό ακριβώς σημαίνει η «πονεμένη ιστορία» που πολεμήθηκε «από τη Μεταπολίτευση και μετά». Εζησε τον φόβο των εκπαιδευτικών, την υποκρισία που βασίλευε στα σχολεία την ημέρα επίσκεψης του επιθεωρητή, όταν από εκπαιδευτικούς και μαθητές επιστρατεύονταν η παρουσίαση μια ψεύτικης λαμπρής εικόνας που δεν είχε σχέση με την καθημερινότητα της τάξης και του σχολείου. Εζησε τις διώξεις, τον υποβιβασμό, τη μισθολογική και επαγγελματική καθήλωση λαμπρών δασκάλων που τιμούσαν το επάγγελμά τους, μόνο και μόνο γιατί δεν ήταν αρεστοί στην εξουσία, γιατί πάσχιζαν να ξυπνήσουν νεανικά μυαλά. Εζησε την ανέλιξη ποταπών, ημιμαθών, ανεπαρκών ανθρωπάριων στη διοικητική ιεραρχία και στις θέσεις των επιθεωρητών εκπαίδευσης, παρότι ο βίος και η πολιτεία τους ήταν γνωστά τοις πάσι.
Δεύτερον, είναι ασύστολος ψεύτης όταν ισχυρίζεται ότι η ημιμάθεια, η αγραμματοσύνη των νέων γενιών Ελλήνων οφείλεται στο «έργο» των εκπαιδευτικών, ειδικά μάλιστα από την εποχή που δεν υπάρχει ο «έλεγχος» του επιθεωρητή.
Καταρχάς σημειώνουμε ότι και στις εποχές του επιθεωρητισμού η εκπαίδευση δεν διαμόρφωνε ολοκληρωμένες προσωπικότητες με γνώσεις στιβαρές και πλατιές, κριτική σκέψη και πολλαπλές δεξιότητες, μιας και ο ρόλος του αστικού σχολείου είναι διαχρονικός και αδιαπραγμάτευτος από το σύστημα.
Επειτα ο δάσκαλος δεν μπορεί να θεωρείται ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο αμνός ο αίρων τις αμαρτίες όλου του σάπιου εκπαιδευτικού συστήματος. Τα αναλυτικά προγράμματα, το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων, οι μέθοδοι διδασκαλίας, η επιλογή της ύλης, που έχει γίνει όλο και πιο δύσκολη και έχει κατεβεί επίπεδο τάξεων, αναντίστοιχο με το επίπεδο ανάπτυξης των μαθητών, η επιμονή «να βγει η ύλη», ανεξάρτητα από το αν έχει αφομοιωθεί, επειδή πρέπει να στηριχτεί με νύχια και με δόντια η Τράπεζα Θεμάτων, ο εξεταστικοκεντρικός τρόπος αξιολόγησης των μαθητών, οι άπειροι ταξικοί φραγμοί-επένθετο στοιχείο που βάζει εμπόδια στη μαθησιακή διαδικασία κ.λπ. είναι όλα στοιχεία που βρίσκονται στα χέρια του υπουργείου Παιδείας και των μηχανισμών του. Ο εκπαιδευτικός είναι ο τελευταίος τροχός σε μια άμαξα που οδηγεί τη νεολαία στο γκρεμό της αμάθειας και όχι της γνώσης.
Κατακρίνει ο «παντογνώστης», ο «όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω» Παπαχρήστος τους εκπαιδευτικούς ότι από φόβο δεν δέχονται την αξιολόγηση. Πρόκειται για το ψευδοεπιχείρημα του φόβου μπροστά σε κάθε τι καινούργιο που τσαμπουνάνε οι «μεταρρυθμιστές» της συμφοράς και της αντίδρασης. Ο φόβος των εκπαιδευτικών είναι φόβος μετά γνώσεως. Οι εκπαιδευτικοί έχουν βιώσει και βιώνουν στο πετσί τους όλες τις συνέπειες των επίδοξων «μεταρρυθμίσεων». Γνωρίζουν από πρώτο χέρι την «αξιοκρατία» (ή μήπως δεν ξέρει ο Παπαχρήστος με τι κριτήρια επιλέγονται τα «στελέχη» σε όλα τα επίπεδα των μηχανισμών του κράτους;) που βασιλεύει στην εκπαιδευτική ιεραρχία που θα κληθεί να τους αξιολογήσει, γνωρίζουν το μπάχαλο των εργασιακών σχέσεων και στην εκπαίδευση (45.000 αναπληρωτές στελέχωσαν το δημόσιο σχολείο μόνο την περσινή χρονιά, καθιερώθηκαν οι τριμηνίτες εκπαιδευτικοί, αυξήθηκε το διδακτικό ωράριο χωρίς αύξηση μισθών, εκατοντάδες κενά παραμένουν μέχρι το τέλος σχεδόν της σχολικής χρονιάς, οι νεοδιορισθέντες εκπαιδευτικοί κρατούνται σε καθεστώς ομηρίας, με τον κίνδυνο να πεταχθούν στα αζήτητα, παρά το γεγονός ότι επί 10 και πλέον χρόνια θεωρήθηκαν άξιοι να υπηρετήσουν ως αναπληρωτές, με προσωπική Οδύσσεια, το δημόσιο σχολείο).
Γνωρίζουν τα έργα και τις ημέρες του Μητσοτάκη, που ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης των Σαμαροβενιζέλων ηδονιζόταν να προαναγγέλλει απολύσεις, μέσω της περιβόητης «αξιολόγησης», έβαλε σε μια νύχτα λουκέτο σε δεκάδες τομείς-ειδικότητες των ΕΠΑΛ και έθεσε σε διαθεσιμότητα, με την προοπτική της απόλυσης, 2.500 εκπαιδευτικούς, ενώ επέβαλε και το «μαύρο» στην ΕΡΤ με χιλιάδες απολυμένους εργαζόμενους.
Βιώνουν και αυτοί μαζί με όλη την εργαζόμενη κοινωνία το άγχος της επιβίωσης, την ακρίβεια, την ανασφάλεια. 737 ευρώ είναι ο εξευτελιστικός μισθός του νεοδιόριστου στην εκπαίδευση χωρίς προϋπηρεσία (!), για να μη μιλήσουμε για την κατάργηση των δώρων και όλων των επιδομάτων, που συμπλήρωναν τους έτσι κι αλλιώς πενιχρούς μισθούς για μια τόσο σοβαρή και υπεύθυνη δουλειά, που έχει να κάνει με τη μόρφωση των παιδιών, στην οποία κατά τα άλλα ομνύει υποκριτικά όλος ο αστισμός.
Τι πιστώνεται λοιπόν η Κεραμέως, που γι’ αυτό της αξίζει ο έπαινος, κατά τον Παπαχρήστο;
Πιστώνεται την πολιτική του βούρδουλα, τις απειλές και τις απανωτές κατεπείγουσες αγωγές εναντίον των εκπαιδευτικών, ενώ παριστάνει -τρομάρα της- ότι προοΐσταται της Παιδείας, ενός χώρου όπου η δημοκρατία, ο διάλογος, είναι βασικά συστατικά στοιχεία.
Σκοπίμως ο δημοσιογράφος των «Νέων», που παριστάνει και τον αντιδεξιό, τσουβαλιάζει τους αστογραφειοκράτες των ΟΛΜΕ-ΔΟΕ με τον συνδικαλισμό γενικά (εννοεί προφανώς τον διεκδικητικό, ταξικό συνδικαλισμό). Τον πληροφορούμε ότι καμιά απόφαση κατά της αξιολόγησης δεν θα ήταν εφικτή από τους αστογραφειοκράτες των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών, αν αυτοί δεν ένιωθαν στο σβέρκο τους την καυτή ανάσα των δεκάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών που τάσσονται με φανατισμό και επιμονή εναντίον της.
ΥΓ. Ο Γιώργος Παπαχρήστος τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο το 1973 στο Μπραχάμι. Συνεπώς, έζησε τη μαύρη επταετία της χούντας και τις προηγούμενες κυβερνήσεις της Δεξιάς και γνωρίζει τί θα πει τρομοκρατία του επιθεωρητή. Συνεπώς, «δεν δικαιούται για να ομιλεί».
Γιούλα Γκεσούλη