Ανήμερα των Θεοφανείων, ο Μητσοτάκης βρέθηκε στη Γαύδο για να δείξει πόσο νοιάζεται τάχα τους ακριτικούς τόπους και τους κατοίκους τους. Τους οποίους, βεβαίως, όλον τον άλλο καιρό τους έχει γραμμένους εκεί που δεν πιάνει μελάνι, αλλά βλέπετε τώρα είναι προεκλογική χρονιά, έχει και τους μπελάδες με τον μπάρμπα Ταγίπ και οφείλει να τονώσει τα αισθήματα της εθνικοφροσύνης για να μαντρώσει τα ακροδεξιά ψηφαλάκια.
Εκεί, λοιπόν, στην ακριτική Γαύδο, μαζί με όλο το άλλο σόου που έστησε, έδειξε πως έτεινε τάχα ευήκοον ους στα αιτήματα της μητέρας των δυο μαθητών, που φέτος έπρεπε να φοιτήσουν στην Α΄ Γυμνασίου, αλλά έμειναν εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας επειδή στο νησί δεν υπάρχει Γυμνάσιο. Ετσι πορεύονται με ιδιωτικά μαθήματα από εθελοντές εκπαιδευτικούς, πλην, όμως, επειδή τυπικά δεν πάνε στο σχολείο (και εδώ μιλάμε για υποχρεωτική εκπαίδευση) έχουν μείνει από απουσίες.
Θυμίζουμε ότι η απουσία Γυμνασίου στη Γαύδο ή έστω γυμνασιακών τάξεων υποχρέωνε την οικογένεια να χωριστεί και η μητέρα με τα δυο από τα τρία παιδιά να πάρει το δρόμο για την ενδοχώρα της Κρήτης, κάτι που ή ίδια αρνιόταν και αρνείται σθεναρά.
Το υπουργείο Παιδείας, όμως, και η κυβέρνηση των α(χ)ρίστων κώφευε συστηματικά στις εκκλήσεις της οικογένειας, αλλά και των τοπικών παραγόντων να λειτουργήσει Γυμνάσιο στη Γαύδο ή έστω και Γυμνασιακή τάξη γιατί, λέει, απαιτούνται 8-9 εκπαιδευτικοί για να λειτουργήσει έστω και μία τάξη, καθώς υπάρχουν και μαθήματα ειδικότητας.
Κοντολογίς, η μορφωτική ανάγκη, το μορφωτικό δικαίωμα των μικρών μαθητών πετάχτηκε στα σκουπίδια, αφού κυριαρχεί η λογική κόστους-οφέλους και στο μορφωτικό αγαθό της Παιδείας, ενώ η ζυγαριά γέρνει πάντα προς τη μεριά του οφέλους, όταν πρόκειται για την «τσέπη» του κεφαλαίου, που το αστικό κράτος ενισχύει πλουσιοπάροχα και συνεχώς.
Μετά την επίσκεψη του Μητσοτάκη, δημοσιεύματα κάνουν λόγο ότι ο Κούλης δεσμεύτηκε να δώσει λύση στο πρόβλημα με κατ’ εξαίρεση ρύθμιση, προκειμένου οι δυο μαθητές να μπορούν να κάνουν τις σχολικές εργασίες στο σπίτι τους μέσω τηλεκπαίδευσης και να μεταβαίνουν στην έδρα του σχολείου στην Κρήτη για τις γραπτές εξετάσεις, «λύση» που είχε προταθεί εξαρχής και από τη Χαρά Κεφαλίδου του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, που τώρα βγήκε για να υπενθυμίσει ότι αυτή υπήρξε πρωτοπόρα στην υπόδειξή της.
Τι έχουμε εδώ δηλαδή; Εχουμε μια «λύση» -της τηλεκπαίδευσης- που μπορεί να αποτελέσει οδηγό για τη γενίκευσή της σε όλες τις δυσπρόσιτες και ακριτικές περιοχές με λίγους μαθητές.
Να τα «γκαβώσουν» ντιπ κατά ντιπ τα παιδιά δηλαδή, θέλουν η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, αντί το κράτος να μπει σε «περιττά» έξοδα, ώστε να ικανοποιηθεί το αναφαίρετο δικαίωμα των μαθητών στη μόρφωση σε όποιο μέρος της Ελλάδας και αν κατοικούν.
Γιατί, ως γνωστόν, η τηλεκπαίδευση, που αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα τον καιρό του λοκντάουν, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υποκαταστήσει τη ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ όξυνε παραπέρα τις μορφωτικές ανισότητες και υπέσκαψε τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Από την εφαρμογή της επλήγησαν με ιδιαίτερη ένταση τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, των ακριτικών περιοχών και των περιθωριοποιημένων κοινωνικά ομάδων.
Τα εγγενή ποιοτικά χαρακτηριστικά της συνδέονται με τα σοβαρά ελλείμματα κάλυψης και αφομοίωσης της ύλης, ενώ υπάρχουν ειδικές κατηγορίες διδακτικών αντικειμένων, των οποίων η διδασκαλία μέσω τηλεκπαίδευσης είναι εξαιρετικά δυσχερής και αναποτελεσματική. Το παιδαγωγικό κλίμα, η ψυχοκοινωνική διάσταση της μαθησιακής διαδικασίας ως βασική παράμετρός της, πλήττεται σοβαρά από την τηλεκπαίδευση. Δημιουργούνται προβλήματα στην αλληλεπίδραση μαθητών και εκπαιδευτικών, προβλήματα συγκέντρωσης και οργάνωσης, κόπωση, περιορισμένη ανταπόκριση των μαθητών στα μαθήματα και στις εργασίες που τους ανατίθενται.
Βεβαίως σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την παράμετρο της εξοικονόμησης δαπανών από το αστικό κράτος. Αντί για σχολεία και διορισμούς εκπαιδευτικών, έχουμε τάμπλετ, κινητά τηλέφωνα και δίκτυα της κακιάς ώρας, από τα οποία όφελος έχουν μόνο οι εταιρίες και οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Γιούλα Γκεσούλη