Με τη δημοσίευση της προκήρυξης του γραπτού διαγωνισμού του ΑΣΕΠ για τους ενδιαφερόμενους υποψήφιους Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης για τον εν δυνάμει μελλοντικό διορισμό τους σε φορείς του Δημόσιου Τομέα [με τον γραπτό διαγωνισμό πραγματοποιείται η κατάταξη σε πίνακα βαθμολογίας ανά κατηγορία και κλάδο/ειδικότητα (πρώτο στάδιο), προκειμένου οι επιτυχόντες να συμμετάσχουν, σε δεύτερο στάδιο, σε μελλοντικές προκηρύξεις πλήρωσης θέσεων σε φορείς της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4765/2021], αποκαλύφθηκε όλος ο τραγέλαφος της «πανεπιστημιοποίησης» των ΤΕΙ εν μια νυκτί και των πτυχίων που χορηγούν πλέον «πανεπιστημιοποιημένα» Τμήματά τους, τα οποία, όμως, δεν αναγνωρίζονται από το ελληνικό κράτος!
Ετσι, π.χ. τα πτυχία των Τμημάτων Γεωπονίας και Δασολογίας, που ιδρύθηκαν με το νόμο Γαβρόγλου, δεν περιλαμβάνονται στον κλάδο των ΠΕ Γεωπόνων και Δασολόγων, καθώς ζητείται ως προαπαιτούμενο η εγγραφή στο Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, το οποίο, όμως, δεν δέχεται τους αποφοίτους των νέων Τμημάτων.
Οι δε φοιτητές των ΤΕΙ αυτών των Τμημάτων που είχαν το δικαίωμα με επιπλέον μαθήματα να πάρουν πτυχίο Γεωπόνου ή Δασολόγου, μετά την «πανεπιστημιοποίηση» δεν ανήκουν πουθενά, δεν θεωρούνται δηλαδή ούτε ΠΕ ούτε ΤΕ!
Αντίστοιχο αποκλεισμό έχουν και τα πτυχία π.χ. των Τμημάτων Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, Πολιτικών Μηχανικών, Τοπογράφων, κ.λπ. του Πανεπιστήμιου Δυτικής Αττικής (συγχώνευση ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά), του Διεθνούς Πανεπιστήμιου Ελλάδας, του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστήμιου (πρώην ΤΕΙ Κρήτης) και των Τμημάτων των Πανεπιστημίων που συγχωνεύτηκαν με ΤΕΙ που είχαν αντίστοιχα Τμήματα, επειδή προαπαιτούμενο είναι η άδεια άσκησης επαγγέλματος που χορηγείται από το ΤΕΕ.
Παρόλ’ αυτά γίνονται δεκτά τα «πτυχία» των κολλεγίων, που έχουν υπογράψει συμφωνίες δικαιόχρησης με πανεπιστήμια της αλλοδαπής, αφού τον τίτλο χορηγεί το πανεπιστήμιο του εξωτερικού και μοναδική αρμοδιότητα για να το επιβεβαιώσουν αυτό έχουν οι «αναγνωρισμένες αρχές πιστοποίησης προγραμμάτων ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα απονομής του τίτλου σπουδών».
Συγκεκριμένα η προκήρυξη του ΑΣΕΠ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι κάτοχοι αυτών των «πτυχίων» υποχρεούνται «εφόσον και όταν κληθούν από το Α.Σ.Ε.Π. στο Β’ στάδιο της διαδικασίας, να συνυποβάλουν με τα λοιπά δικαιολογητικά: α) τον προς αναγνώριση τίτλο σπουδών σε νομίμως επικυρωμένο φωτοαντίγραφο και επίσημη μετάφραση αυτού, β) φωτοαντίγραφο της πρωτοκολλημένης ή καταχωρημένης υποβληθείσας αντίστοιχης αίτησης αναγνώρισης προς τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) ή το Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (Α.Τ.Ε.Ε.Ν.) εντός της προθεσμίας υποβολής της αίτησης συμμετοχής του Α’ σταδίου και γ) το σχετικό πιστοποιητικό αναγνώρισης του αποκτηθέντος στην αλλοδαπή τίτλου, το οποίο πρέπει και να καταχωρίσουν στις αντίστοιχες καρτέλες του Μητρώου» (το Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας έχει ορισθεί «ως αρμόδια αρχή για τον εθνικό συντονισμό της εφαρμογής των διατάξεων» του ΠΔ 38/2010, που ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2005/36 της Ευρωπαϊκής Ενωσης).
Για να κατανοήσουμε τον τυχοδιωκτισμό διαχρονικά όλων των ελληνικών κυβερνήσεων κάθε «χρώματος» σχετικά με τις «μεταμορφώσεις» των ΤΕΙ, κερασάκι στην τούρτα των οποίων ήταν η «πανεπιστημιοποίησή» τους με το νόμο Γαβρόγλου (ν. 4610/2019), αναφέρουμε τα εξής:
Τα ΤΕΙ ιδρύθηκαν όχι γιατί αυτό απαιτούσε το επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού (μέσο επίπεδο), όπως συνέβη με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, αλλά για να περιοριστεί η ιστορικά διαμορφωμένη τάση της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση, που διαρκώς διογκωνόταν.
Στη μακρά ιστορία τους (από το 1970), τα ΤΕΙ βαφτίστηκαν πολλές φορές (αρχικό όνομα ΚΑΤΕ) και έγιναν προσπάθειες λουστραρίσματος του θεσμού, ώστε να στραφεί μεγάλο μέρος της νεολαίας της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προς αυτά, χωρίς όμως να επιτευχθεί το επιθυμητό, για τον αστισμό, αποτέλεσμα. Οι προσπάθιες αυτές ήταν άτσαλες, εξ ου και κατακρίθηκαν από πολλούς (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι «κρίσεις» των καθηγητών των ΤΕΙ, που έκτοτε ονομάστηκαν ΑΤΕΙ, με διαδικασίες «ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε» σε δωμάτια ξενοδοχείων, που ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών από την πανεπιστημιακή κοινότητα) και βεβαίως δεν πέτυχαν να φέρουν αποφασιστικά σε πέρας το σκοπό τους, να αποτρέψουν τη δημιουργία του «στρατού της αναπτροπής», που δυνητικά δημιουργείται μέσω της επαφής με τη γνώση (Γεώργιος Παπανδρέου).
Οι προσπάθειες να «αναβαθμιστούν» τα ΤΕΙ συνεχίστηκαν για μεγάλο διάστημα.
Παράλληλα, σε όλη την εκπαίδευση -και ειδικά στη δευτεροβάθμια- διαμορφώθηκε η τάση για στροφή στην ειδίκευση. Το πέρασμα μεγάλου μέρους της γνώσης στις μηχανές, λόγω της διαρκούς τελειοποίησης της τεχνικής, της ανάπτυξης της πληροφορικής, τη χρήση σύνθετων μηχανών, γέννησε την ανάγκη του κεφαλαίου για μαζική αναπαραγωγή του εργάτη της μερικής δεξιότητας, γέννησε τις στρατιές των ανέργων και την ανάγκη για μικρό αριθμό στελεχών που θα επανδρώσουν τις υψηλές θέσεις της παραγωγής και του διοικητικού μηχανισμού.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η στρατηγική της συρρίκνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών και της πρόσβασης σε επιλεγμένες σχολές αριστείας ενός περιορισμένου αριθμού λίγων και εκλεκτών, εκφράστηκε με τη διακήρυξη της Μπολόνια, που καθιέρωνε τον τριετή προπτυχιακό κύκλο σπουδών και τα πτυχία πολλών ταχυτήτων και μέσα από δρόμους που δεν ανήκουν αποκλειστικά στα τυπικά συστήματα εκπαίδευσης. Προέκυψε δε, η ανάγκη για τη δημιουργία του λεγόμενου Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης. Οι διαδικασίες αυτές εντάθηκαν με τον ερχομό της βαθιάς οικονομικής κρίσης.
Το γνωστό «σχέδιο Αθηνά» με τις εκτεταμένες συγχωνεύσεις και καταργήσεις Τμημάτων εντασσόταν στη στρατηγική συρρίκνωσης των δαπανών.
Στη χώρα μας, η επιβολή των Μνημονίων και της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας δημιούργησε νέα δεδομένα. ΕΕ και ΟΟΣΑ επιζητούσαν την «αναδιάταξη» του χώρου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όχι βεβαίως γιατί είχαν καμιά ανησυχία για την πιστή τήρηση των ακαδημαϊκών κριτηρίων στις «συγχωνεύσεις» αλλά γιατί απαιτούσαν να μειωθούν δραστικά οι δαπάνες και να περιοριστεί η τάση της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακές σπουδές.
Στην κατεύθυνση αυτή, η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επέλεξε ένα νέο μοντέλο, αυτό των εκτεταμένων «συγχωνεύσεων-συνεργειών-συνεργασιών» μεταξύ Πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
ΤΕΙ συγχωνεύτηκαν και βαφτίστηκαν Πανεπιστήμια (π.χ. Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής με συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά, ΕΛΜΕΠΑ τα πρώην ΤΕΙ Κρήτης) και Τμήματα ΤΕΙ απορροφήθηκαν από τα Πανεπιστήμια.
Μάλιστα τότε στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχέδιου, οι συριζαίοι ομολογούσαν τη βαθύτερη αιτία όλων αυτών των αλλαγών.
Διαβάζουμε:
«Στη δεκαετία του 1990 δρομολογήθηκαν εξελίξεις στην ‘’ανώτερη τεχνική’’ εκπαίδευση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Σε κάποιες χώρες τα αντίστοιχα με τα ΤΕΙ ιδρύματα, όπως τα Polytechnics, το 1992, στη Μεγάλη Βρετανία, μετασχηματίστηκαν σε πανεπιστήμια. Η εξέλιξη αυτή επιταχύνθηκε μετά το 1999 με την υπογραφή της συνθήκης της Μπολόνια και τη συγκρότηση κατόπιν του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ) που άνοιξε διάπλατα την πόρτα στη μείωση των σπουδών στα πανεπιστήμια από τέσσερα σε τρία χρόνια. Ως συνέπεια της διπλής αυτής εξέλιξης πολλές χώρες (ενδεικτικά Πορτογαλία, Ολλανδία, Ελβετία, Βέλγιο, Σουηδία) ακολούθησαν το αγγλικό παράδειγμα, άλλοτε κρατώντας το προηγούμενο όνομα (Πορτογαλία) και άλλοτε αλλάζοντάς το (Σουηδία, Ολλανδία…). Αντίστοιχα στην Ελλάδα το 2001, με το άρθρο 1 του νόμου 2916 ‘’Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του τεχνολογικού τομέα αυτής’’, τα ΤΕΙ ‘’αναβαθμίστηκαν’’ και εντάχθηκαν στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ)» (οι εμφάσεις δικές μας).
Οι συριζαίοι δεν αρνήθηκαν τον πυρήνα αυτής της διαδικασίας: «Ηταν αδιανόητο να μέναμε στο καθεστώς απομονωτισμού των ιδρυμάτων. Από την άλλη, θα ήταν λάθος να μετονομαστούν συλλήβδην τα ΤΕΙ σε πανεπιστήμια».
Προχώρησαν, λοιπόν, με τις «συγχωνεύσεις-συνέργειες-συνεργασίες» Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, «μέσω της πολιτικής του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας» και παράλληλα έδωσαν ιδιαίτερο βάρος στα ΕΠΑΛ, επιδιδόμενοι σε μια άνευ προηγουμένου προπαγανδιστική εκστρατεία, γεγονός που συνέχισε με ιδιαίτερη ένταση η Κεραμέως.
Στην «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ υπήρξαν πάμπολλες αντιδράσεις από πανεπιστημιακούς και επιστημονικές και επαγγελματικές ενώσεις, το αποτέλεσμα των οποίων βλέπουμε και σήμερα με τη μη αποδοχή των πτυχίων Γεωπονικών, Δασολογικών και Πολυτεχνικών Τμημάτων των πρώην ΤΕΙ, που διέβλεπαν -και δικαίως- στην πολιτική αυτή την προσπάθεια γενικά υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών και την προσαρμογή στις απαιτήσεις της κακόφημης Μπολόνια.
Ετσι, έχουμε αντιδράσεις από την 86η Σύνοδο Πρυτάνεων (Δεκέμβρης 2017), τη Σύνοδο των Προέδρων και Κοσμητόρων των Παιδαγωγικών Τμημάτων και Σχολών (Γενάρης 2018), τη Σύγκλητο ΑΠΘ (Γενάρης 2018), από 166 καθηγητές του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων που συνέταξαν επιστολή στον υπουργό Παιδείας (στην ίδια γραμμή και οι αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεων 6 Πανεπιστημιακών Τμημάτων), από τους Πανεπιστημιακούς δασκάλους του ΕΜΠ, τη Σχολή Καλών Τεχνών Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων (Φεβρουάριος 2018), τη Σύγκλητο του ΕΜΠ, το ΤΕΕ, τους πρυτάνεις των Πολυτεχνείων και τους κοσμήτορες των Πολυτεχνικών Σχολών που έδωσαν κοινή συνέντευξη Τύπου, καταγγέλλοντας ότι πρόκειται για αντιγραφή τίτλων από καθιερωμένα τμήματα που οδηγεί σε εξαπάτηση των μαθητών και ότι προωθείται η μαζική παραγωγή νέων πανεπιστημιακών τμημάτων μηχανικών χωρίς προγράμματα σπουδών με το απαραίτητο εύρος και βάθος, χωρίς εργαστηριακές υποδομές και το απαραίτητο (σε αριθμό και επιστημονικά προσόντα) διδακτικό προσωπικό, κ.ά. (δες εδώ και εδώ).
Γιούλα Γκεσούλη