Η ενασχόλησης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ και με τα ζητήματα Παιδείας, δεν έχει να κάνει μόνο με ανταλλάγματα, κυρίως οικονομικής φύσης, ενίσχυσης του μπατιρημένου στις συνειδήσεις των εργατών μαγαζιού της, αλλά πηγάζει και από την επιθυμία της να υπογραμμίζει εμφατικά και διαχρονικά το ρόλο της ως αδιαμφισβήτητου θεσμού και εταίρου του αστικού κράτους.
Η ενασχόληση αυτή αφορά είτε μεγαλεπήβολους στόχους [π.χ. τον μετασχηματισμό της Ακαδημίας Εργασίας από ένα σχολείο εκπαίδευσης συνδικαλιστών στο σύγχρονο εργατοπατερισμό, σε «ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό» πανεπιστήμιο, που δυστυχώς για την αστικοποιημένη εργατοπατερία ακυρώθηκε λόγω του άρθρου 16 του Συντάγματος] είτε την από κοινού υπογραφή Συμφώνου Συνεργασίας του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΣΕ/Ακαδημία Εργασίας με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, για την παρακολούθηση προγραμμάτων «επιμόρφωσης, συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, κατάρτισης και εν γένει διά βίου μάθησης», από επίλεκτα συνδικαλιστικά στελέχη της εργατοπατερίας, είτε τη σύνταξη μελετών από το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ.
Τη φορά αυτή η μελέτη του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΣΕ είχε τίτλο «Τα σχολικά όνειρα, οι σπουδές και η μελλοντική εργασία φοιτητών/-τριών ελληνικών ΑΕΙ: Διαδρομές μεταξύ της ελπίδας και της ματαίωσης» και επιστημονικός υπεύθυνος ήταν ο καθηγητής του ΑΠΘ, Αργύρης Κυρίδης. Διενεργήθηκε κατά το διάστημα από Δεκέμβριο 2020 έως Απρίλιο 2021, σε δείγμα 1.856 φοιτητών/τριών από διάφορα τμήματα 6 ελληνικών πανεπιστημίων μέσω συμπλήρωσης ερωτηματολογίου και συνεντεύξεων με ανοιχτού τύπου ερωτήσεις (σε αυτές συμμετείχαν 163 άτομα).
Απ’ όλα τα συμπεράσματα της έρευνας με πλέον χαρακτηριστικά τα παρακάτω
- η διαδρομή προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι μια διαδρομή με τεράστιο ψυχικό, οικονομικό και κοινωνικό κόστος, μια διαδρομή όπου στον βωμό της επιτυχίας θυσιάζονται σχεδόν τα πάντα,
- η αίσθηση ανάμεσα στους νέους που φοιτούν στα πανεπιστήμια είναι ότι οι προπτυχιακές σπουδές πια δεν αρκούν και ότι χρειάζονται παραπάνω «προσόντα» για μια επαγγελματική αποκατάσταση,
- η απόκτηση προσόντων επιβαρύνει τους προσωπικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς (για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, και δεύτερο πτυχίο κάποιες φορές)
- η λέξη που περιγράφει αυτό που αισθάνεται πλέον ο φοιτητικός πληθυσμός είναι η αβεβαιότητα
που σε κάθε περίπτωση, αν και υπαρκτά, δεν προκύπτουν από μια ταξική ανάλυση της κοινωνίας, από την ανάλυση της ίδιας της φύσης του καπιταλισμού [ο οποίος επινοεί αμέτρητους ταξικούς φραγμούς για να εμποδίσει το δικαίωμα στη μόρφωση της πλατειάς μάζας της εργαζόμενης κοινωνίας, που δεν μορφώνει ολόπλευρα (γενική και πολυτεχνική μόρφωση) τους νέους, αναδεικνύοντας κλίσεις και χαρίσματα, προετοιμάζοντας προσωπικότητες που θα ανταποκρίνονται με επιτυχία στα μελλοντικά τους επαγγέλματα, που δεν μπορεί να σχεδιάσει κεντρικά και οργανώσει την παραγωγή σε όφελος της εργαζόμενης κοινωνίας και οι καπιταλιστές και η αδηφαγία τους και το κυνήγι του μέγιστου κέρδους καθορίζουν τις ανάγκες της αγοράς, που μαστίζεται από κρίσεις, κ.ά.]
εμείς κρατάμε το εξής ένα: Την ιστορικά διαμορφωμένη ισχυρή τάση της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακές σπουδές, που δεν έχει ανακοπεί παρά τον διακαή πόθο του αστισμού όλων των αποχρώσεων και των αμέτρητων ταξικών φραγμών που κάθε φορά επινοούνται και επιβάλλονται. Σημαντικό είναι ότι η τάση αυτή ουδόλως μειώθηκε μετά από μια δωδεκαετία περιόδων μεγάλης οικονομικής κρίσης, μνημονίων και πανδημίας (η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Δεκέμβριο 2020 έως τον Απρίλιο 2021).
Η έρευνα το σημειώνει αυτό με τον δικό της, βέβαια, φορτισμένο αστικο-πολιτικο-ιδεολογικό τρόπο σκέψης:
«Από τη δημιουργία του νεο-ελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας, η απόκτηση εκπαίδευσης και κυρίως τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποτελούσε ανέκαθεν τον πρωταρχικό στόχο κάθε ελληνικής οικογένειας. Η επίτευξη αυτού του στόχου συνδέεται με :
- την ικανοποίηση μιας διαχρονικής τάσης «μορφωσιολατρείας»,
- την προσπάθεια για κοινωνική καταξίωση της οικογένειας,
- την αύξηση των πιθανότητων κοινωνικής ανόδου και ενίσχυσης του κοινωνικού γοήτρου,
- την επιδίωξη καλύτερων προϋποθέσεων για την άσκηση ενός σεβαστού και κερδοφόρου επαγγέλματος, με έμφαση στην απασχόληση στις κρατικές δομές».