Στην εκπνοή του 2019 κι ενώ η αγρίως νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ εξαντλεί τις πρώτες 150 ημέρες της στη διακυβέρνηση του ελληνικού καπιταλισμού, καιρός είναι να θυμηθούμε τα έργα και ημέρες της στην εκπαίδευση, καθώς και τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα που προτίθεται να εφαρμόσει το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με τις δηλώσεις -προγραμματικές και μη- του ίδιου του Μητσοτάκη και της υπουργού Παιδείας.
Δοκιμασμένες (πλην όμως αποτυχημένες, αφού συνάντησαν την οργή του εκπαιδευτικού κινήματος) σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνταγές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση, στρατηγικές επιλογές του ευρωπαϊκού, ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου (προτάσεις ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΣΕΒ), αλλά και πρακτικές που εφαρμόστηκαν ήδη από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν το γενικό πλαίσιο.
Το πλαίσιο αυτό ντύνεται με το ήδη καταρρακωμένο αφήγημα της «αριστείας», με το δοκιμασμένο στις πλάτες και τα κεφάλια των αγωνιστών δόγμα «της επιβολής του νόμου και της τάξης» και της «πάταξης της ανομίας». Εχει στόχο να συσπειρώσει τα πλέον καθυστερημένα πολιτικά, συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας στο μεγάλο μαντρί του κόμματος της δεξιάς, μετά και τον αφανισμό του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.
Κούλης και ΝΔ πολιτεύονται με σημαία τους το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», εξ ου και το κάλεσμα «στους ιεροδιδασκάλους» να αναλάβουν δραστήριο μέρος στα της Παιδείας, η αναφορά Κεραμέως ότι η ιστορία που διδάσκεται στο σχολείο να μην έχει κοινωνική διάσταση αλλά να ενισχύει την εθνική συνείδηση, οι ανιστόρητες και αντιδραστικές δηλώσεις της υπουργού Παιδείας με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
Αμέσως μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης, η ΝΔ φρόντισε να στείλει τρομοκρατικό μήνυμα σε όλη την εργαζόμενη κοινωνία. Εμβληματική θέση στον τομέα της καταστολής αποτελεί η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου.
Ολο το προηγούμενο διάστημα, Μητσοτάκης και ΝΔ, ακόμη από την περίοδο που ήταν αντιπολίτευση, συνεπικουρούμενοι από όλο τον εσμό των Μέσων Μαζικής Παραπληροφόρησης, ανέδειξαν ως μείζον θέμα τη «βία και ανομία» στους πανεπιστημιακούς χώρους και την «ανάγκη» για «τάξη και ασφάλεια», επενδύοντας στη βαθιά απογοήτευση και το αίσθημα ήττας της εργαζόμενης κοινωνίας και στα συντηρητικά στρώματα, κρύβοντας την αλήθεια ότι στον καπιταλισμό και μάλιστα σε εποχές κρίσης, που είναι πιθανόν να γεννήσουν εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, «τάξη και ασφάλεια» σημαίνει ένταση της καταστολής.
Το φοιτητικό κίνημα, η νεολαία γενικότερα, έχοντας αυξημένη ευαισθησία στην αντίληψη της αδικίας και με την ορμή της νιότης, μπορεί να αποτελέσει πυροκροτητή δυσάρεστων και ανεξέλεγκτων καταστάσεων για το σύστημα και τους διαχειριστές του. Γι’ αυτό και η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου αποτελεί μέτρο πρόληψης αυτών των εξελίξεων.
Στις 9 Αυγούστου 2019, λοιπόν, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως ο νόμος 4623, που περιέχει και τη διάταξη (άρθρο 64) για την κατάργηση του ασύλου.
Σύμφωνα με αυτήν, οι δυνάμεις καταστολής, (σύγκλητος, πρυτανικό συμβούλιο ή έστω μόνος του ο πρύτανης), , μπορούν να εισβάλλουν στο Πανεπιστήμιο, εφόσον τελούνται «αξιόποινες πράξεις». Οι «αξιόποινες πράξεις» εμπεριέχουν τα πάντα, καθώς κάθε αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης από το φοιτητικό, το εργατικό και λαϊκό κίνημα μπορούν να ενταχθούν σε αυτές, ενώ απουσιάζει και η αναφορά προηγούμενων νόμων για την επέμβαση της δημόσιας δύναμης εφόσον τελούνται κακουργήματα και εγκλήματα κατά της ζωής.
Το εργατικό και φοιτητικό κίνημα έχουν πλούσια πείρα από τη συμπεριφορά των δυνάμεων καταστολής και την «αιτιολογία» που μηχανεύονται προκειμένου να «στήσουν» υποθέσεις και να σύρουν σιδεροδέσμιους αγωνιστές.
Δείγματα γραφής είχαμε ήδη με την εισβολή των ΜΑΤ στην ΑΣΟΕΕ και το όργιο καταστολής που βιώνουμε όλο αυτό το διάστημα με τις εκκενώσεις καταλήψεων στέγης κυρίως από αδύναμους πρόσφυγες, παρουσία εν είδει στρατού κατοχής των ΜΑΤ στα Εξάρχεια, ξεβρακώματα και άγριο ξύλο διαδηλωτών και φοιτητικών συγκεντρώσεων.
Τα κατασταλτικά μέτρα ενισχύονται με νεότερες «σκέψεις» για καθιέρωση κάρτας εισόδου στα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
«H αλλαγή του τρόπου επιλογής του σημαιοφόρου στις παρελάσεις του δημοτικού σχολείου» και η επιλογή βάσει βαθμολογίας και όχι κλήρωσης, «η ενίσχυση των πρότυπων σχολείων, της ελευθερίας τους, του ρόλου τους», «η επείγουσα απελευθέρωση των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών από τον ασφυκτικό έλεγχο της Πολιτείας», «η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ σχολών ελεύθερης πρόσβασης και σχολών στις οποίες οι υποψήφιοι θα εισάγονται με πανελλαδικές εξετάσεις», «η επαναφορά της δυνατότητας αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κρατών – μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών» και «η διατήρηση της δυνατότητας αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων, σύμφωνα με την Οδηγία 2005/36/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Π.Δ. 38/10 και ισχύει», είναι «οι επείγουσες νομοθετικές ρυθμίσεις» που προώθησε η κυβέρνηση.
Η προώθηση της «αριστείας» (επιλογή ως σημαιοφόρου του «άριστου» μαθητή, πρότυπα σχολεία) αποτελεί διαχρονικά εμμονή του δεξιού συντηρητικού πολιτικού χώρου και ακροατηρίου και της νεοφιλελεύθερης ΝΔ. Οι επιλογές αυτές, εκτός του ότι διαχωρίζουν τους μαθητές σε μια ελίτ και σε αυτούς που δεν είναι ικανοί να φέρουν τα σύμβολα και ως εκ τούτου καλλιεργούν τον ανταγωνισμό και όχι το ομαδικό πνεύμα, ειδικά σε αυτές τις μικρές ηλικίες, έχουν και ταξικό πρόσημο.
Η κατάργηση της ρύθμισης του νόμου Γαβρόγλου για τη διάκριση μεταξύ των λεγόμενων πράσινων και κόκκινων σχολών (σχολές χαμηλής ζήτησης που οι υποψήφιοι εισάγονται χωρίς πανελλαδικές εξετάσεις και σχολές υψηλής ζήτησης που οι υποψήφιοι εισάγονται με πανελλαδικές αντίστοιχα) δεν έχει να κάνει με την ευαισθησία της ΝΔ και του υπουργείου Παιδείας για την κατηγοριοποίηση των πανεπιστημιακών σχολών, των πτυχίων και των φοιτητών. Εξ ου και η μανιώδης προσήλωση στην αξιολόγηση των ιδρυμάτων με βάση κριτήρια της αγοράς, η ενθάρρυνση αλλά και βίαιη ώθηση (μέσω της αξιολόγησης και της επιλεκτικής χρηματοδότησης) των ιδρυμάτων σε πρακτικές που να αποφέρουν φοιτητές-πελάτες, η δημιουργία δομών κατάρτισης, πιστοποίησης, επιμόρφωσης για κάθε τσέπη, κ.λπ.
Εχει να κάνει με μια διαφορετική οπτική, από αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ, για τη δραστική αντιμετώπιση του φαινομένου του μαζικού συνωστισμού της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας μπροστά στις πύλες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Οι συριζαίοι επεδίωκαν έναν πιο αργό, κατά κάποιο τρόπο, θάνατο, η ΝΔ επιδιώκει ένταση των ταξικών φραγμών μέσα από ένα εξεταστικό μαραθώνιο που προκαλεί σοκ και δέος.
«Η επείγουσα απελευθέρωση των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών από τον ασφυκτικό έλεγχο της Πολιτείας», που θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη γενίκευση των διδάκτρων, εντάσσεται στην προσπάθεια ενίσχυσης του επιχειρηματικού χαρακτήρα των Πανεπιστημίων, τα οποία όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις (αποκορύφωμα αποτέλεσε η μνημονιακή περίοδος και το φάγωμα των αποθεματικών τους), φρόντισαν προηγουμένως να εξαθλιώσουν.
Τη σπουδή της να καταργήσει το άρθρο 16 και να ιδρύσει ιδιωτικά πανεπιστήμια, η ΝΔ, μια και δεν μπόρεσε να την υλοποιήσει διά της ευθείας οδού (την αναθεώρηση του σχετικού άρθρου), την προωθεί τώρα με πλάγια, πλην, όμως, πολύ δραστικά μέτρα.
Θέλει μια κι έξω να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των καπιταλιστών-εμπόρων της γνώσης, των κολλεγίων, που πουλούν όνειρα επαγγελματικής αποκατάστασης σε σελοφάν.
Γι’ αυτό, εκτός από την «επαναφορά της δυνατότητας αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κρατών – μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών (βλέπε αμερικανικά κολλέγια), με αυτοματοποιημένο, πλέον, τρόπο θα γίνεται η αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων των αποφοίτων των κολλεγίων, «σύμφωνα με την Οδηγία 2005/36/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Π.Δ. 38/10 και ισχύει» καθώς και «η διευκόλυνση διαδικαστικά της διεκπεραίωσης των σχετικών αιτήσεων». Ουσιαστικά, δηλαδή «πανεπιστημιοποιεί» τα κολλέγια και τα καθιστά ισότιμα με τα δημόσια Πανεπιστήμια.
Κυριολεκτικά σε μέγγενη για τα ΑΕΙ αναδεικνύεται το νέο σύστημα «αξιολόγησης και πιστοποίησης της ποιότητας» μέσω της «Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.)», που αντικαθιστά την ΑΔΙΠ.
Το περίφημο «αυτοδιοίκητο» πετιέται κυριολεκτικά στα σκουπίδια, αφού τα ΑΕΙ υφίστανται σκληρή επιτήρηση. Μηχανισμοί εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης κρίνουν με βάση την προσαρμοστικότητα των ιδρυμάτων στα κριτήρια αξιολόγησης και πιστοποίησης που ισχύουν στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, όπου τη στρατηγική χαράσσει το κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών κρατών, σύμφωνα με τις «αναπτυξιακές» πολιτικές που επιλέγει κάθε φορά να υπηρετήσει, στο έδαφος του σκληρού ανταγωνισμού για την ανάπτυξη της κερδοφορίας και την κατάχτηση αγορών.
Επαναδιατυπώνεται ένα νέο σύστημα συγχώνευσης και κατάργησης Τμημάτων-Σχολών-Πανεπιστημίων, ενώ τα πανεπιστημιακά ιδρύματα -το κάθε ένα ατομικά- αγωνιούν να εξασφαλίσουν τα κριτήρια ύπαρξης και λειτουργίας τους.
Με «μπροστινό» το Ανώτατο Συμβούλιο της Αρχής, το υπουργείο Παιδείας (το κράτος δηλαδή) αποφασίζει «την κατανομή του ετήσιου συνολικού προϋπολογισμού επιχορηγήσεων στα Α.Ε.Ι., του οποίου το 20% κατανέμεται με βάση τους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων κάθε ιδρύματος». Δηλαδή, μόνο ένα μέρος της ήδη πετσοκομμένης κρατικής χρηματοδότησης καταβάλλεται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα για τα τελείως απαραίτητα (φως, νερό, τηλέφωνο) και αυτό με «αντικειμενικά κριτήρια», ενώ το υπόλοιπο 20% τίθεται υπό την αίρεση της αξιολόγησης. Το Ανώτατο Συμβούλιο επίσης εισηγείται και την ολική ή μερική αναστολή της χρηματοδότησης ενός ΑΕΙ.
Μέσω του Συμβουλίου Αξιολόγησης και Πιστοποίησης της Αρχής, τα ΑΕΙ αξιολογούνται εάν πληρούν τα κριτήρια οργάνωσης προγραμμάτων σπουδών πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου και πιστοποιούνται μέσω μιας διαδικασίας εξωτερικής αξιολόγησης με κριτήρια αγοράς, όπως αυτά που διαμορφώνουν τις διεθνείς λίστες αξιολόγησης και κατάταξης των Πανεπιστημίων (μαθησιακά αποτελέσματα, επιδιωκόμενα προσόντα αποφοίτων και ζήτησή τους στην αγορά εργασίας, αριθμός δημοσιεύσεων ανά καθηγητή, συμμετοχή καθηγητών σε διεθνή ανταγωνιστικά προγράμματα έρευνας, «διεθνοποίηση», αριθμός συμφωνιών με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας ή του εξωτερικού, κ.λπ.).
Αρνητική απόφαση πιστοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε συγχώνευση, κατάτμηση ή κατάργηση ή περιορισμό της χρηματοδότησης και του αριθμού των εισαγόμενων φοιτητών.
Ουσιαστικά, τα ιδρύματα δεν έχουν επιλογή, αν δε θέλουν να εισπράξουν αρνητική αξιολόγηση και πιστοποίηση και επομένως να αφανιστούν από τον ακαδημαϊκό χάρτη ή να υποστούν μείωση της έτσι κι αλλιώς πετσοκομμένης χρηματοδότησης.
Χαρακτηριστικό στοιχείο που φανερώνει το περιεχόμενο της πολιτικής της ΝΔ είναι και η μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) και όλων των εποπτευόμενων φορέων της από το υπουργείο Παιδείας, στο νέο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων (ΠΔ 81/2019). Νοηματοδοτεί την αποθέωση της «ανάπτυξης», δηλαδή της αύξησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε βάρος των δικαιωμάτων του εργαζόμενου ανθρώπου, την απόλυτη ασυδοσία, την υπέρβαση κάθε περιβαλλοντικού, αρχαιολογικού και άλλου κωλύματος, προς χάριν της «επιχειρηματικότητας» και των «επενδύσεων».
Και η ΝΔ εφαρμόζει τους «κόφτες» δαπανών με κάθε μέσο.
Πληθωρικά τμήματα, συγχωνεύσεις τμημάτων, αδιοριστία και χιλιάδες αναπληρωτές (37.000!) με μισθούς πείνας όμηροι κάθε χρόνο του κράτους να οργώνουν την Ελλάδα.
Οι 4.500 διορισμοί στην Ειδική Αγωγή, σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων του πολύπαθου χώρου, ακόμη καρκινοβατούν. Μητσοτάκης και Κεραμέως παρέπεμψαν τους μόνιμους διορισμούς στη γενική εκπαίδευση με επανειλημμένες δηλώσεις, στις ελληνικές καλένδες, αφού, πρώτα, λέει, θέλουν να επανεξετάσουν τις «ουσιαστικές μας ανάγκες» και να ξανακάνουν «έναν ουσιαστικό σχεδιασμό με βάση τα πραγματικά δεδομένα της εκπαίδευσης σήμερα» και «ανάλογα με τις δημοσιονομικές μας δυνατότητες». Ως πυροτέχνημα πρέπει να εκλάβουμε την τελευταία δήλωση Κεραμέως ότι θα πραγματοποιηθούν μόνιμοι διορισμοί στην εκπαίδευση εντός του 2020.
Η «υλοποίηση της δίχρονης υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης» είναι ένα ακόμη ψέμα. Πατώντας πάνω στο έδαφος που διαμόρφωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, που ενέπλεξε τους Δήμους στις αποφάσεις επέκτασης της υποχρεωτικότητας κατά Δήμους και τους κατέστησε συνδιαμορφωτές της εκπαιδευτικής πολιτικής και δεδομένης της σαμποταριστικής πολιτικής κάποιων Δήμων και του βρόμικου ρόλου της ΚΕΔΕ, η Κεραμέως, ήρε ουσιαστικά την επέκταση της υποχρεωτικότητας και τις σχετικές προθεσμίες για την εφαρμογή της, σε 13 Δήμους.
Στις προτεραιότητες της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας είναι οι αλλαγές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τον τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια.
Σύμφωνα με τις προγραμματιικές δηλώσεις:
Με ταχύτερους και πιο αποφασιστικούς ρυθμούς θα ιδιωτικοποιηθούν πλευρές της λειτουργίας του δημόσιου σχολείου. Εκεί αναφέρεται η περίφημη «αυτονομία» της σχολικής μονάδας, η «απελευθέρωση του σχολείου από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του υπουργείου Παιδείας», σε συνδυασμό με τη «θεσμική θωράκιση της σχολικής μονάδας» και τον «αναβαθμισμένο ρόλο» του διευθυντή-μάνατζερ.
«Αυτονομία» διοικητική και οικονομική και κατ’ επίφαση παιδαγωγική, αφού το σχολείο αποτελεί ισχυρό μηχανισμό ιδεολογικής προπαγάνδας και αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή, γι’ αυτό και το αστικό κράτος ουδέποτε θα επιτρέψει να κινδυνεύσει το περιεχόμενό του. Εκείνο που πραγματικά επιθυμεί η κυβέρνηση της ΝΔ είναι να απαλλάξει το αστικό κράτος από την υποχρέωση της γενναίας χρηματοδότησης της δημόσιας Παιδείας.
Φυσικό επακόλουθο όλου αυτού του πλαισίου που διαμορφώνεται, είναι η επιβολή της αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα. Στη σχολική μονάδα, στους εκπαιδευτικούς και κατ’ επέκταση και στους μαθητές. «Υιοθέτηση πολιτικών βάσει τεκμηρίωσης» είναι η λάιτ έκφραση που χρησιμοποιεί η Κεραμέως για να περιγράψει την κακόφημη αξιολόγηση, που θα έχει δραματικές συνέπειες για τα σχολεία και τους ανθρώπους τους.
«Επαγγελματικός προσανατολισμός από το Γυμνάσιο», επέκταση της Μαθητείας και για τους απόφοιτους του Γυμνασίου (αποθέωση της παιδικής εργασίας), «σκέψεις» για εξετάσεις και στο Δημοτικό (!) και ένας ατέλειωτος εξεταστικός μαραθώνιος στο Λύκειο.
«Αναβαθμισμένο Εθνικό Απολυτήριο», στο βαθμό του οποίου συνυπολογίζονται οι βαθμοί και των τριών τάξεων του Λυκείου με ειδικό συντελεστή ανά τάξη. Γραπτές προαγωγικές εξετάσεις από τάξη σε τάξη για όλες τις τάξεις του Λυκείου με επιλογή θεμάτων από Τράπεζα Θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας. Διατήρηση για τουλάχιστον δύο χρόνια του συστήματος των πανελλαδικών εξετάσεων. Καθορισμός ελάχιστης βάσης για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και δυνατότητα στα ανώτατα ιδρύματα να μπορούν να ορίζουν βάση εισαγωγής υψηλότερη της ελάχιστης βάσης.
Γιούλα Γκεσούλη