Στα Πανεπιστήμια της Βόρειας Ελλάδας, ειδικά σε αυτό της Θεσσαλονίκης, που είναι και το αρχαιότερο, οι Σχολές με αντικείμενο τις σπουδές στην ιστορία, τον πολιτισμό, τη γλώσσα, κ.λπ. των υπερκείμενων χωρών, ειδικά αυτών της Βαλκανικής, ήταν παραδοσιακά πρόσφορος χώρος και για την εκκόλαψη μελλοντικών «πρακτορίσκων», που χρησιμοποιούνταν από την κρατική μηχανή για την προώθηση των βλέψεων της ντόπιας αστικής τάξης στις χώρες αυτές.
Ο νόμος Διαμαντοπούλου (ν.4009/2011) έδωσε νέα ώθηση στη διείσδυση διάφορων λόμπι (επιχειρηματικών και μη) μέσα στο δημόσιο Πανεπιστήμιο, τα οποία με έναν φθηνό τρόπο, χρησιμοποιώντας τις δομές του Πανεπιστήμιου και το προσωπικό του, έχουν τη δυνατότητα να προωθήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, που αφορούν είτε στην αύξηση της κερδοφορίας τους και στην εκπαίδευση του στελεχικού δυναμικού τους, είτε στην ενίσχυση του προπαγανδιστικού τους μηχανισμού.
Η ίδρυση των «επώνυμων» εδρών (ν.4009, άρθρο 47, παράγραφος 2) υπηρετεί αυτούς ακριβώς τους στόχους και δίνει τη δυνατότητα στους «χορηγούς» να επιτυγχάνουν το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους σκοπούς τους, αφού μπορούν να καθορίζουν και τα γνωστικά αντικείμενα των σπουδών και να επιβάλλουν και δικούς τους «διδάσκοντες», μέσω του θεσμού του «επισκέπτη καθηγητή».
Μετά την ίδρυση τριών «επώνυμων εδρών» από την ΔΕΗ Α.Ε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, τη σκυτάλη πήρε η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, που ανέλαβε, λέει, να χρηματοδοτήσει την «επώνυμη έδρα» των Εβραϊκών Σπουδών στο ΑΠΘ.
Οι αγκαλιές του Γιωργάκη και του Σαμαρά με το Ισραήλ, το κράτος-δολοφόνο και προτεκτοράτο των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή, είναι αλήθεια ότι δημιούργησαν νέο ευνοϊκό περιβάλλον και για τέτοιου είδους «ανοίγματα» στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Τα οποία καμουφλάρονται πονηρά με τον συγκινησιακό φόρτο που δημιουργεί η ανάμνηση της εξόντωσης της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης από τους ναζί.
Στο πανηγυρικό Δελτίο Τύπου του ΑΠΘ γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι η αντίστοιχη έδρα σφραγίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά και επομένως, αφήνεται να εννοηθεί, ότι η επαναλειτουργία της είναι δημοκρατικό και ανθρωπιστικό καθήκον.
Ωραία, λοιπόν. Και γιατί, τότε το ίδιο το Πανεπιστήμιο δεν προχωρά με δικά του μέσα στην επαναλειτουργία αυτής της έδρας, παρά παραχωρεί το δικαίωμα στην Ισραηλιτική Κοινότητα (λέγε με πρεσβεία του Ισραήλ) να το κάνει, ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες στα κάθε είδους σχέδια που κρύβονται πίσω από τον φαινομενικά αθώο «προσδιορισμό της γνωστικής περιοχής»;
Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πρυτανικές αρχές του ΑΠΘ κινήθηκαν βάσει σχεδίου. Είχαν, δηλαδή πάρει τις αποφάσεις τους, που ήταν βέβαιο ότι θα ξεσήκωναν πολλές υπόνοιες και διαμαρτυρίες, γι’ αυτό και σχεδίασαν προσεκτικά τα βήματά τους, με σκοπό να θολώσουν τα νερά και να απαλύνουν τις εντυπώσεις. Αυτό καταμαρτυρά το γεγονός ότι μόλις στα τέλη του Γενάρη, ο Πρύτανης Μυλόπουλος συναντήθηκε με τον νέο παλαιστίνιο Πρέσβη Μαρουάν Τουμπάσι για να συναποφασίσουν «την επιτάχυνση των διαδικασιών για την υπογραφή μνημονίων συνεργασίας μεταξύ του ΑΠΘ και παλαιστινιακών πανεπιστημίων, καθώς και σειρά δράσεων που αφορούν στους Παλαιστίνιους και τους Ελληνες φοιτητές».
Με άλλοθι, λοιπόν, τούτη τη συνάντηση, που κατά τον Τουμπάσι επιβεβαιώνει «τη στήριξη και την αλληλεγγύη της Ελλάδας στον παλαιστινιακό λαό», οι πρυτανικές αρχές του ΑΠΘ προχώρησαν στην ίδρυση της «επώνυμης έδρας» από την Ισραηλιτική Κοινότητα (είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για ισοβαρή γεγονότα), δίνοντας την ψεύτικη εντύπωση της τήρησης ίσων αποστάσεων.