Μια έκθεση ιδεών με σάλτσα φτηνιάρικων δημαγωγικών σλόγκαν («πρώτα ο μαθητής», ο μαθητής «μικρός διανοούμενος», «μικρός επιστήμονας», «μικρός ερευνητής», κ.λπ.) είναι το σχέδιο δράσης για το «νέο σχολείο», που παρουσίασε η Αννα Διαμαντοπούλου, η οποία, όμως, παρά την προσπάθεια να μην αποκαλυφθούν σημαντικά σημεία των παρεμβάσεων που πλήττουν μαθητές και εκπαιδευτικούς, αποκαλύπτει το μέγεθος των αντιδραστικών αλλαγών που επιχειρούνται στο σχολείο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχέδιο δράσης δε γίνεται η παραμικρή αναφορά, έστω για τα μάτια, στην αναγκαιότητα της ολόπλευρης μόρφωσης, παρά γίνεται λόγος για « βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα», , για ένα «εκπαιδευτικό σύστημα ανταγωνιστικό στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στο διεθνή χώρο», που θα διαμορφώνεται με βάση τους «μετρήσιμους» στόχους για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, που θέτει η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ. Το «νέο σχολείο» υπηρετεί τους «εκπαιδευτικούς στρατηγικούς στόχους», οι οποίοι, σύμφωνα με το σχέδιο δράσης είναι:
♦ «Η προώθηση της δια βίου μάθησης». Ο στόχος παραπέμπει στη σκόπιμη ταύτιση της εκπαίδευσης με την κατάρτιση. Πρόκειται για χυδαία άποψη, που σηματοδοτεί τη γενίκευση της αμορφωσιάς. Χρήσιμη γνώση είναι αυτή που μπορεί να πουληθεί, αυτή που έχει ανάγκη η καπιταλιστική αγορά εργασίας. Είναι φθηνή και «ευέλικτη», δηλαδή γρήγορα αποχτιέται και γρήγορα χάνεται και γεννά την ανάγκη για «επανακατάρτιση». Η «γνώση» αυτή, στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας, αφορά στον «απασχολήσιμο».
♦ «Η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης». Η «ποιότητα» αναφέρεται στον προσανατολισμό σε «γνώσεις» και δεξιότητες που απαιτεί η αγορά, η οποία εμπλέκεται άμεσα στη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων, στον εκσυγχρονισμό των μέσων διδασκαλίας και στην αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών.
♦ «Η προαγωγή της κοινωνικής συνοχής και της ενεργού συμμετοχής στα κοινά». Πρόκειται για τον εκμαυλισμό των συνειδήσεων της νεολαίας, για την ενσωμάτωσή της στο σύστημα, για την υποταγή της.
♦ «Η ενίσχυση της καινοτομίας, δημιουργικότητας και επιχειρηματικού πνεύματος». Ο νέος από νωρίς οφείλει να κατακτά τις «αξίες» του καλού επιχειρηματία, όχι φυσικά για να γίνει τέτοιος μεθαύριο, αλλά για ν’ αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά του υποταγμένου εργαζόμενου στις ακόρεστες για μέγιστο κέρδος ορέξεις του καπιταλιστή.
Για να υπηρετήσει, λοιπόν, τους παραπάνω στρατηγικούς στόχους του «νέου σχολείου», το σχέδιο δράσης του υπουργείου Παιδείας, χαράζει κατευθύνσεις, οι σπουδαιότερες των οποίων είναι οι εξής:
♦ Το σχολείο στέλνει στο μαθητή πληροφορίες και δεν του προσφέρει ολόπλευρη μόρφωση. Δεν τον βοηθά, δηλαδή, να κατακτήσει τη συσσωρευμένη γνώση της ανθρωπότητας, να έρθει σε επαφή με τον πανανθρώπινο πολιτισμό, να ανακαλύψει και να αναπτύξει τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα χαρίσματά του. Ο μαθητής πρέπει να αποκτήσει τη δεξιότητα προφορικού και γραπτού χειρισμού της ελληνικής γλώσσας και σε πρώτη φάση μιας ξένης γλώσσας (των Αγγλικών, τα οποία θα διδάσκονται από τη Β΄ Δημοτικού, και θα οδηγούν σε πιστοποίηση με την αποφοίτηση από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, ενώ ο στόχος, υποτίθεται, ότι είναι οι δυο ξένες γλώσσες) και βασικές γνώσεις στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες και τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί ως αυριανός εργαζόμενος στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς. Το υπουργείο Παιδείας, μας ζαλίζει με διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια (ευρυζωνικότητα παντού, εξοπλισμός σε κάθε τάξη, ώστε να διασφαλίζεται η πρόσβαση στο διαδίκτυο, διαδραστικοί πίνακες, υπολογιστής σε κάθε θρανίο, ψηφιοποίηση όλων των σχολικών βιβλίων και των σχεδίων μαθημάτων για κάθε μάθημα, σε κάθε τάξη στο Γυμνάσιο, Λύκειο, Δημοτικό), όταν είναι γνωστό το άγριο τσεκούρι που έχει πέσει σε όλες τις δαπάνες. Θεοποιείται η τεχνολογία και λανσάρεται ως φάρμακο διά πάσαν νόσον, όταν είναι φανερό ότι το σχολείο στον καπιταλισμό πάσχει από ανίατη ασθένεια, που έχει να κάνει με τον επιβεβλημένο από το κεφάλαιο σταθερό προσανατολισμό του. Η έμφαση στην τεχνολογία, είναι σίγουρο, ότι θα ανοίξει νέο πεδίο κερδοφορίας σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν τον τομέα. Ηδη, καταγγέλλεται ότι αντί να προκηρυχθεί δημόσιος διαγωνισμός με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τον εξοπλισμό των σχολείων, δόθηκαν 70 εκατομ. ευρώ σε 200 «ανίδεες» σχολικές επιτροπές να αναζητήσουν στην αγορά το υλικό, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
♦ Η ύλη περικόπτεται, όχι προφανώς για να απαλλαγεί από τις ανούσιες, αναχρονιστικές, αντιδραστικές της πλευρές (αυτές θα παραμείνουν αλώβητες, κυρίως αυτές που έχουν να κάνουν με ιδεοληψίες και αντιδραστική προπαγάνδα), ούτε για να εξυπηρετηθεί ο (σωστός) στόχος, να ανταποκρίνεται στο πνευματικό επίπεδο των μαθητών κάθε χωριστής ηλικίας, όπως διατυμπανίζεται υποκριτικά. Αλλά για να εξυπηρετηθεί καλύτερα ο στόχος του προσανατολισμού στις απόλυτα αναγκαίες δεξιότητες που επιτάσσει η αγορά. Τα αναλυτικά προγράμματα σπoυδών αντικαθίστανται από ένα minimum εκπαιδευτικών στόχων έμπνευσης ΕΕ και είναι «ανοικτά, ευέλικτα και διαφοροποιημένα». Εδώ, πρέπει να αντιπαρέλθει κανείς τις διάφορες φανφάρες που λέγονται, ότι αυτό θα δίνει δυνατότητες παρέμβασης και αυτενέργειας στον εκπαιδευτικό, ότι θα λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικοί ρυθμοί μάθησης των μαθητών κ.λπ. και να διαβάσει πίσω απ’ τις γραμμές. Η «αυτενέργεια» των εκπαιδευτικών έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο (π.χ. την επιλογή συγκεκριμένων «καινοτόμων» προγραμμάτων, την προσήλωση στους εκπαιδευτικούς στόχους του σχεδίου δράσης, κ.λπ., αφού η αξιολόγησή τους, όπως θα δούμε παρακάτω, συνδέεται με αυτά) και οι «διαφορετικοί ρυθμοί μάθησης» πάνε στα σκουπίδια, όταν τα κονδύλια που δίνονται για παράλληλη στήριξη, ενισχυτική διδασκαλία κ.α. είναι μόνο για ασπιρίνες και όταν υπάρχει ο οδοστρωτήρας των συνεχών εξετάσεων. Τα «ευέλικτα, διαφοροποιημένα» προγράμματα, απλούστατα έχουν να κάνουν με την παρέμβαση των «τοπικών κοινωνιών» και επιχειρήσεων, ώστε οι επιμέρους στόχοι του κάθε σχολείου χωριστά να ανταποκρίνονται στις «τοπικές ανάγκες» κάθε περιοχής. Αλλα προγράμματα απαι- τούν τα σχολεία της Εκάλης και άλλα του Περάματος. Σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, έως και το 15% του αναλυτικού προγράμματος θα μπορεί να διαμορφώνεται από τις «τοπικές κοινωνίες». Ο κορμός, που θα υπηρετεί τους «εθνικούς στόχους» θα καθορίζεται κεντρικά και θα είναι αδιαπραγμάτευτος και ένα μέρος θα καθορίζεται από καπιταλιστές και τοπικούς άρχοντες, σύμφωνα με τις «ανάγκες» κάθε περιοχής. Η κατηγοριοποίηση σχολείων, μαθητών, εκπαιδευτικών είναι το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης. Τα «νέα» προγράμματα θα αναπτυχθούν μέχρι τον Ιούνιο του 2011 και τη σχολική χρονιά 2011-12 θα εφαρμοστούν πειραματικά σε αριθμό Νηπιαγωγείων, Δημοτικών και Γυμνασίων. Το 2012-13 θα γενικευθεί η εφαρμογή τους στα σχολεία της χώρας.
♦ Το «σχολείο είναι ανοιχτό στην κοινωνία, σε αρμονική σύνδεση με τη Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης. Το νέο σχολείο συνδέεται με τις τοπικές κοινωνίες. Είναι το σχολείο όπου θεσμικό και ουσιαστικό ρόλο έχουν όλοι: οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, οι ίδιοι οι μαθητές, η τοπική αυτοδιοίκηση. Η νέα διοικητική δομή της χώρας, αποτελεί τη βάση για μια νέα σχέση παιδείας και τοπικής κοινωνίας, με μεταφορά νέων αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο του Συντάγματος». Νάτο, λοιπόν, και το νέο κανόνι. Μέσω του σχεδίου «Καλλικράτης» προωθείται και η «αποκέντρωση» της εκπαίδευσης, με μεταφορά νέων αρμοδιοτήτων στους Δήμους και τις Νομαρχίες. Οι καταχρεωμένοι Δήμοι θα μετακυλήσουν τα βάρη στις τσέπες των πολιτών τους με νέα «ανταποδοτικά τέλη» και τα σχολεία, οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί θα πληρώσουν το κόστος της κατηγοριοποίησης και των κάθε είδους παρεμβάσεων τοπικών αρχόντων, συλλόγων, επιχειρήσεων.
♦ Τα σχολεία κατατάσσονται και κατηγοριοποιούνται με μοχλό την αξιολόγησή τους. Το σχέδιο δράσης μας προϊδεάζει για τα κριτήρια της αξιολόγησης, αναφέροντας χαρακτηριστικά τις «μέτριες επιδόσεις» σε σχέση με τους στόχους της ΕΕ για την εκπαίδευση και την κατάρτιση (αναφέρονται παραπάνω), τις επιδόσεις των μαθητών σε διεθνείς αξιολογήσεις όπως αυτή της PISA, τα αποτελέσματα της φοίτησης, επίδοσης των μαθητών, που βεβαίως θα μετρούνται με τη βαθμολογία, τους «αποτυχόντες» στις κάθε είδους εξετάσεις (εδώ, προφανώς θα υπεισέλθουν οι εξετάσεις με πανελλαδικά θέματα, ώστε να διασφαλίζεται η «αντικειμενικότητα»), την προώθηση της «καινοτομίας», την εξεύρεση πόρων (οικονομικών και ανθρώπινων) για τη στήριξη της υλικοτεχνικής υποδομής, την αξιοποίηση από τη Διοίκηση του σχολείου των μέσων και των πόρων, κ.λπ. Χαρακτηριστικό της έντασης του αυταρχισμού που επιδιώκεται να επικρατήσει στην εκπαίδευση, είναι και το γεγονός ότι αναφέρεται ως κριτήριο αξιολόγησης της σχολικής μονάδας η «υλοποίηση του προγράμματος χωρίς απώλεια διδακτικών ωρών», φωτογραφίζοντας καθαρά τις μαθητικές καταλήψεις, τις απεργίες των εκπαιδευτικών και κάθε είδους κινητοποίηση. Το υπουργείο μας πληροφορεί ότι θα δημιουργηθεί μηχανισμός αξιολόγησης και εποπτείας και σε πρώτη φάση θα επιδιωχθεί η «αυτοαξιολόγηση» της σχολικής μονάδας. Επιδιώκεται, δηλαδή, το καμουφλάρισμα της αντιδραστικής επίθεσης, η «γλυκιά» επαναφορά του επιθεωρητισμού, ενώ το υπουργείο αποφεύγει επιμελώς να πει από τώρα τί θα παθαίνουν τα σχολεία που θα κρίνονται «ανάξια».
♦ «Επαναπροσδιορίζεται η σχέση του εκπαιδευτικού με την εκπαίδευση», όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά. Το σχέδιο δράσης περνά σαν οδοστρωτήρας πάνω από τον εκπαιδευτικό, επιφυλάσσοντάς του ένα σκληρό και επισφαλές μέλλον. Πρώτον, επαναδιατυπώνεται η θέση της Διαμαντοπούλου για διορισμούς μόνο από τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ εκπαιδευτικών που διαθέτουν πιστοποιητικό παιδαγωγικής κατάρτισης. Υπογραμμίζουμε ότι στο σχέδιο δράσης, το υπουργείο Παιδείας μιλά για «γρήγορη» μεταβατική περίοδο, βάζοντας σαφώς ασφυκτικά πλαίσια στις προσλήψεις από τους πίνακες προϋπηρεσίας, όπου σταλίζουν δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί (πάνω από 45.000), γκρεμίζοντας τα όνειρα χιλιάδων ανθρώπων, που με εξευτελιστικές αμοιβές περιδιάβαιναν την Ελλάδα, μαζεύοντας σπυρί-σπυρί τα πολύτιμα μόρια. Δεύτερον, προβλέπεται οι διορισμοί να γίνονται με ευθύνη των Διευθύνσεων σε επίπεδο νομού «με την εκπόνηση οργανογραμμάτων που θα αποτυπώνουν τις πραγματικές ανάγκες». Τούτο σηματοδοτεί προσλήψεις με το σταγονόμετρο. Τη δραματική κατάσταση στο επίπεδο των διορισμών επιτείνει η απόφαση της κυβέρνησης για μείωση των μόνιμων διορισμών κατά 50% και των αναπληρωτών για πάνω από 70% για την επόμενη σχολική χρονιά. Φυσικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης θα είναι η γιγάντωση της ωρομισθίας και η κατάργηση ή σύμπτυξη των τμημάτων (το «πρώτα ο μαθητής» ακούγεται γελοίο). Τρίτον, ενεργοποιείται ο θεσμός του «δόκιμου εκπαιδευτικού» με διετή θητεία, ο οποίος μονιμοποιείται μετά από αξιολόγηση. Ο νέος εκπαιδευτικός επιλέγεται ως ο «αδύναμος κρίκος» για να περάσει στην εκπαίδευση και η επαναφορά του επιθεωρητισμού. Τέταρτον, προβλέπεται «επιμόρφωση» των εκπαιδευτικών στα νέα προγράμματα, ταχύρρυθμη και σε ώρες μη λειτουργίας των σχολείων (μελετώνται τα απογεύματα, τα Σαββατοκύριακα, ακόμα και το καλοκαίρι). Πρόκειται, δηλαδή, για το γνωστό σκηνικό της άρπα-κόλλα επιμόρφωσης. Το σχέδιο δράσης επιχειρεί να καμουφλάρει την επίθεση που γίνεται στον εκπαιδευτικό σε όλα τα επίπεδα με ηχηρές αναφορές στην «ισχυροποίηση του ρόλου του» (ο μόνος ρόλος που ισχυροποιείται είναι αυτός του χωροφύλακα, της καταπίεσης των παιδιών και του θεματοφύλακα των «αξιών» της αγοράς και του κεφαλαίου), «στην υψηλή αποστολή του», που επιβάλλει ανάλογη θέση στην «κοινωνία και την αμοιβή». Πρόκληση αποτελούν οι παραπάνω αναφορές όταν πετσοκόφτηκαν οι έτσι κι αλλιώς πενιχροί μισθοί και τα δώρα και όταν επίκειται η ανατροπή του καθεστώτος της κοινωνικής ασφάλισης.
♦ Δίνονται κάποια πρώτα σημεία της «μεταρρύθμισης» στο Λύκειο και της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Περιγράφεται λίγο-πολύ το γνωστό Εθνικό Απολυτήριο, που πιπίλιζε ο Γιώργος Παπανδρέου από την εποχή που ήταν υπουργός Παιδείας. Με βάση αυτά «αναδιοργανώνονται πλήρως οι δυο τελευταίες τάξεις του Λυκείου», με μείωση των μαθημάτων, και διαχωρισμό τους σε υποχρεωτικά μαθήματα κορμού και μαθήματα επιλογής. Οι εισαγωγικές εξετάσεις θα διεξάγονται σε εθνικό επίπεδο κεντρικά, αλλά τα θέματα θα επιλέγονται από σχετική τράπεζα, στην οποία θα περιλαμβάνονται πληθώρα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας. Τα Πανεπιστήμια θα ορίζουν τους όρους (προφανώς επιπλέον συντελεστές, βαθμολογία σε κάποια μαθήματα) που θα λαμβάνονται υπόψη για την εισαγωγή των φοιτητών στα τμήματά τους. Πρόκειται για μέτρα που σηματοδοτούν το σχολείο της πρόωρης εξειδίκευσης και την ένταση των ταξικών φραγμών για τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
♦ Το «Τεχνολογικό Σχολείο» θα λουστραριστεί εκ νέου για να αποτελέσει επιτέλους (αυτό τουλάχιστον προσδοκά η κυβέρνηση) πόλο έλξης για τα παιδιά της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, για να χτυπηθεί δραστικά η τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση. Με πόνο ψυχής, το υπουργείο Παιδείας, διαπιστώνει ότι υπήρξε «ραγδαία μείωση του μαθητικού δυναμικού στα ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ κατά 35% σε σχέση με το 2001-02, ενώ η αναλογία μαθητών Γενικής Εκπαίδευσης προς ΤΕΕ από 57,7% και 42,3% αντίστοιχα, βρίσκεται στο 76% έναντι 24%». Τα νέα φτιασιδώματα, που επιδιώκεται να λειτουργήσουν ως καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς, περιλαμβάνουν την ενσωμάτωση των ΕΠΑΛ και ΕΠΑΣ στο Τεχνολογικό Λύκειο, τη δυνατότητα πρόσβασης των αποφοίτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσα από την επιλογή ειδικού προγράμματος γενικής παιδείας, την «κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων βάσει του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων», κ.λπ., ενώ ο σχετικός νόμος-πλαίσιο για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση θα έρθει μαζί με την «λεπτομερή αξιολόγηση του κάθε σχολείου χωριστά».
♦ «Το νέο σχολείο είναι Ολοήμερο και σταδιακά όλα τα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μετατρέπονται με επιλογή σε ολοήμερα με ενιαίο εκπαιδευτικό πρόγραμμα». Τούτο σημαίνει «μακρύτερο χρόνο παραμονής» για τους μαθητές και «διεύρυνση του υποχρεωτικού ωραρίου». Το σχολείο-στρατώνας, φθηνή λύση για το κεφάλαιο για να παρκάρονται (τα ενιαία προγράμματα είναι το τυρί για να μη δούμε τη φάκα) τα παιδιά των απασχολήσιμων, γενικεύεται. Η Διαμαντοπούλου έδωσε διευκρινήσεις ότι δεν θα αυξηθεί το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών, κάνοντας, όμως, σαφές ότι θα τηρείται απαρέγκλιτα η εφαρμογή του εργασιακού ωραρίου από όλους. Οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν πρέπει να αποκοιμίζουν, βέβαια, κανέναν, αφού οι διορισμοί με το σταγονόμετρο και τα χιλιάδες κενά θα δημιουργήσουν νέα πραγματικότητα, η οποία θα αντιμετωπιστεί ή με αύξηση του ωραρίου ή με τη «συνολική διαχείριση του χρόνου εργασίας» με κυλιόμενα ωράρια κ.λπ.
Γιούλα Γκεσούλη