Το μέγα θέμα που προέκυψε με την αναγνώριση των «πτυχίων» των κολλεγίων ως προσόν διορισμού στη δημόσια εκπαίδευση αποκάλυψε δυο πράγματα: ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι πρόθυμος και άνευ αντιρρήσεων σφουγγοκωλάριος των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και ότι τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη, που συνασπίζονται στην ΕΕ και δίνουν τη «γραμμή», δε διστάζουν να κουρελιάσουν τα ίδια τους τα κείμενα όταν το απαιτούν τα συμφέροντα των καπιταλιστών στις χώρες τους.
Η Κεραμέως, επικαλούμενη «λόγους δημοσίου συμφέροντος», εξευτέλισε τις διαδικασίες του αστικού κοινοβουλίου (στις οποίες, κατά τα άλλα ομνύουν όλα τα αστικά κόμματα εξουσίας), αρνούμενη να δημοσιοποιήσει την επίμαχη «αιτιολογημένη γνώμη-παρατήρηση» 4061 της Κομισιόν, με την οποία υποστηρίζεται ότι «η Ελλάδα παραβιάζει την Ευρωπαϊκή οδηγία 2005/36 λόγω υπαγωγής της αναγνώρισης διπλωμάτων στον ΔΟΑΤΑΠ, για εκπαιδευτικούς που έχουν αποκτήσει τίτλο σπουδών σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. και δεν αναγνωρίζει τίτλους σπουδών που έχουν χορηγηθεί από κολέγια που συνεργάζονται με ΑΕΙ της Ενωσης».
Η Κεραμέως κουνούσε «ως σημαία» την εν λόγω «γνώμη», προκειμένου να προχωρήσει στην ψήφιση της σχετικής διάταξης, παρά το αίτημα σύσσωμης της αντιπολίτευσης για γνωστοποίησή της και στη συνέχεια φρόντισε να διαρρεύσει το έγγραφο της ΕΕ σε φιλικά έντυπα.
Επέλεξε να γίνει καταγέλαστη αν και γνωρίζει ότι σύμφωνα με τα επίσημα κείμενα της ΕΕ («Μορφές δικαίου της ΕΕ») … «Η ‘’γνώμη’’ είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει στα θεσμικά όργανα της ΕΕ να διατυπώνουν την άποψή τους, χωρίς να επιβάλλουν νομικές υποχρεώσεις σχετικά με το αντικείμενο της γνωμοδότησης. Οι γνώμες δεν έχουν δεσμευτική ισχύ».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πονηρός Μητσοτάκης, κατά τη συζήτηση στη Βουλή του νομοσχέδιου «Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Ερευνας Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων και άλλες διατάξεις», στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η ρύθμιση για τα κολλέγια, τοποθετήθηκε αποκλειστικά στα θέματα της Αρχής και της αξιολόγησης των Πανεπιστημίων, και δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στα κολλέγια, παρότι είχε ξεσηκωθεί τόση θύελλα αντιδράσεων από τα Πανεπιστήμια και την εκπαιδευτική κοινότητα. Αφησε την υπουργό του να γίνει ο «λαγός» που θα υποστεί την κατακραυγή, γιατί ενώ επιθυμεί διακαώς ο ίδιος να προωθήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου (ντόπιου και ξένου) προτίμησε, εν προκειμένω, να μείνει «εκτός κάδρου» για να μην αμαυρώσει το ίματζ του σοβαρού διαχειριστή του συστήματος που πλασάρει.
Η επιμονή της υπουργού Παιδείας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «περίεργη». Οπως απέδειξαν περίτρανα τα γεγονότα πρόκειται καθαρά για πολιτική απόφαση της κυβέρνησης της ΝΔ. Κι’ αυτό γιατί ο Μητσοτάκης δεν πήρε πίσω την επίμαχη διάταξη ούτε την τελευταία στιγμή και γιατί η Κεραμέως πέταξε στα σκουπίδια τη νομική επιχειρηματολογία που της προσέφερε ο ΔΟΑΤΑΠ (Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), προκειμένου να αντικρούσει τη «γνώμη» της Κομισιόν.
Από την άλλη, η Κομισιόν, με τη «γνώμη-παρατήρησή» της, κουρελιάζει η ίδια το άρθρο 165 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία κυρώθηκε με το ν. 3671/2008 (Α’129), σύμφωνα με το οποίο «Η Ενωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος…». Οταν τα συμφέροντα του κεφαλαίου απαιτούν διαφορετική πολιτική, τότε τα θεσμικά όργανα της ΕΕ δε διστάζουν να πετάξουν στα σκουπίδια και «εμβληματικά» της κείμενα, που κατοχύρωναν -υποτίθεται- την κυριαρχία των κρατών-μελών σε ευαίσθητα θέματα, όπως αυτά της οργάνωσης του εκπαιδευτικού τους συστήματος.
Τα γεγονότα με τη σειρά έχουν ως εξής:
Η επιστολή της ΕΕ
Στις 30 Ιουλίου 2019 το υπουργείο Εξωτερικών (Ειδική Νομική Υπηρεσία. Τμήμα Δικαίου Ευρωπαϊκής Ενωσης) στέλνει στο υπουργείο Παιδείας έγγραφο με θέμα «Παράβαση 2019/4061. Συμμόρφωση του άρθρου 54 παρ. 5 του ν. 4589 με το άρθρο Μη εκπλήρωση υποχρεώσεων δυνάμει του άρθρου 51 της οδηγίας 2005/36/ΕΕ για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2013/55/ΕΕ».
Στο έγγραφο επισυνάπτεται η προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής λόγω κακής εφαρμογής της Οδηγίας 2005/36. Το υπουργείο Εξωτερικών ζητά από το υπουργείο Παιδείας τις απόψεις του, προκειμένου να απαντήσει στην Επιτροπή (προθεσμία απάντησης 26/9/2019).
Το υπουργείο Εξωτερικών σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι:
«Ειδικότερα η Επιτροπή θεωρεί ότι παραβιάζονται διατάξεις της Οδηγίας 2005/36, λόγω υπαγωγής της αναγνώρισης διπλωμάτων επαγγελματιών στον ν. 3328/2005 (σ.σ. ο ιδρυτικός νόμος του ΔΟΑΤΑΠ) περί ΔΟΑΤΑΠ, στις κατωτέρω περιπτώσεις:
– Υποβολή των εκπαιδευτικών που έχουν αποκτήσει τίτλο σπουδών σε άλλο κ-μ της ΕΕ στο ΔΟΑΤΑΠ.
– Μη αναγνώριση τίτλου σπουδών που χορηγούνται βάσει συμφωνιών δικαιόχρησης.
– Υποβολή σε προηγούμενη διαδικασία ισοτιμίας των τίτλων σπουδών ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος άλλου κ-μ για επαγγελματικούς σκοπούς.
– Απαίτηση η διάρκεια σπουδών σε άλλα κ-μ, η διαδικασία διδασκαλίας και οι όροι αξιολόγησης, προαγωγής και αποφοίτησης των σπουδαστών να αντιστοιχούν στις ελληνικές απαιτήσεις, προκειμένου να πιστοποιηθεί ισοτιμία για επαγγελματικούς σκοπούς.
–Απαίτηση μεταπτυχιακού τίτλου για την ισοτιμία πτυχίου για επαγγελματικούς σκοπούς, όταν ο τίτλος σπουδών έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή, μετά από τριετή φοίτηση…». (οι εμφάσεις δικές μας).
Βλέπουμε δηλαδή ότι η ΕΕ σημειώνει «παραβάσεις», που αφορούν ουσιαστικά συστατικά στοιχεία των ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών, ζητά ουσιαστικά την κατάργηση ακόμη και αυτού του ΔΟΑΤΑΠ και απαιτεί πλήρη ισοπέδωση. Εχει δε καημό και για τους «τίτλους σπουδών» που χορηγούνται βάσει συμφωνιών δικαιόχρησης (κολλέγια συμβεβλημένα με πανεπιστήμια του εξωτερικού).
Στην προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής, που επισυνάπτεται στο έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών αναφέρονται τα εξής:
«…Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας στη… Συμμόρφωση του άρθρου 54 παράγραφος 5 του νόμου αριθ. 4589 της 29/1/2019 (σ.σ. πρόκειται για τη ρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ που έθετε ως αποκλειστική προϋπόθεση για την πρόσληψη στο δημόσιο σχολείο την αναγνώριση της ακαδημαϊκής ισοτιμίας και αντιστοιχίας από τον ΔΟΑΤΑΠ των πτυχίων των αποφοίτων πανεπιστημίων της αλλοδαπής) με το άρθρο 1, το άρθρο 2 παράγ. 1 και το άρθρο 4 παράγ. 1 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.
Το άρθρο 54 παράγραφος 5 του νόμου αριθ. 4589 της 29/1/2019 προβλέπει ουσιαστικά ότι οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν αποκτήσει τον τίτλο σπουδών σε άλλο κράτος της Ε.Ε πρέπει να αποκτήσουν ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών τους από τον ΔΟΑΤΑΠ, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για να μπορέσουν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι η εφαρμοστέα διαδικασία αναγνώρισης είναι η διαδικασία την οποία προβλέπει ο νόμος 3328/2005 σχετικά με τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης και άλλες διατάξεις.
Αυτό επιβεβαιώθηκε σε εγκύκλιο την οποία εξέδωσε στις 20 Μαΐου το υπουργείο Παιδείας. Η εγκύκλιος προβλέπει ότι μόνο οι τίτλοι σπουδών που αναγνωρίζονται από τον ΔΟΑΤΑΠ λαμβάνονται υπόψη για τη συμμετοχή στον επόμενο διαγωνισμό για την πρόσληψη εκπαιδευτικών σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Διευκρινίζεται επίσης ότι δεν θα ληφθεί υπόψη κανείς αλλοδαπός τίτλος σπουδών που έχει αναγνωριστεί από το ΣΑΕΠ, τον αρμόδιο φορέα αναγνώρισης για επαγγελματικούς σκοπούς.
Ωστόσο το άρθρο 1 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ ορίζει ότι ‘’η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το κράτος μέλος που εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος στην επικράτειά του, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων… αναγνωρίζει την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη δίνοντας στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί αυτό το επάγγελμα’’.
Το άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ προβλέπει ότι ‘’η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο όπου απέκτησε τα επαγγελματικά προσόντα του είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα’’.
Τα επαγγέλματα των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι νομοθετικά κατοχυρωμένα στην Ελλάδα κατά την έννοια της οδηγίας 2005/36/ΕΚ διότι για να είναι κάποιος σε θέση να ασκήσει τα εν λόγω επαγγέλματα στην ελληνική επικράτεια, χρειάζεται επαγγελματικό προσόν.
Κατά συνέπεια σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 οι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών εκπαιδευτικού και των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης, οι οποίοι έχουν αποκτηθεί σε άλλα κράτη μέλη της Ενωσης είναι οι κανόνες της οδηγίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, κάθε απόφαση αναγνώρισης που λαμβάνεται βάσει των ανωτέρω διαταγμάτων πρέπει να επιτρέπει την άσκηση του επαγγέλματος υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς στην Ελλάδα. Συνεπώς η αναγνώριση των τίτλων σπουδών των εκπαιδευτικών από το ΣΑΕΠ ή τους προκατόχους του θα πρέπει να επιτρέπει στους κατόχους αυτών των τίτλων σπουδών να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για την πρόσληψη εκπαιδευτικών στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στην εγκύκλιο της 20η Μαΐου 2019…» (οι εμφάσεις δικές μας).
Κοντολογίς, για την ΕΕ, η ακαδημαϊκή ισοτιμία τίτλων σπουδών για να εργαστεί κάποιος σε απαιτητικούς και ευαίσθητους χώρους, όπως είναι η εκπαίδευση (που, κατά τα άλλα, υποκριτικά ορίζει στη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης ότι είναι αρμοδιότητα των κρατών-μελών) δεν έχει καμιά σημασία. Μοναδική προϋπόθεση είναι η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.
Η επιστολή ΔΟΑΤΑΠ
Μαθαίνοντας τα καθέκαστα ο ΔΟΑΤΑΠ, (με φαξ και όχι με επίσημο έγγραφο του υπουργείου Παιδείας, παρότι αναφέρεται στο έγγραφο της ΕΕ) με επιστολή του στις 20/9/2019, που υπογράφει η πρόεδρός του Ελένη Παπαδοπούλου, καθηγήτρια του Πολυτεχνείου Κρήτης, κοινοποιεί τις απόψεις του στην υπουργό Παιδείας οι οποίες, όπως σημειώνει «ενδεχομένως συνεισφέρουν στην επεξεργασία της σχετικής απάντησης».
Την επιχειρηματολογία του ΔΟΑΤΑΠ, η Κεραμέως έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της, σπεύδουσα να συμμορφωθεί με τη «γνώμη» της ΕΕ, καθότι έχει αναλάβει δεσμεύσεις (αυτή και η κυβέρνησή της) έναντι των εμπόρων της γνώσης και του κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Σημειώνουμε ότι στην πρώτη σελίδα της ιστοσελίδας του ΔΟΑΤΑΠ αναφέρονται τα εξής: «Σπουδές σε παραρτήματα Πανεπιστημίων της αλλοδαπής στην Ελλάδα δεν εμπίπτουν στις νομοθετημένες διατάξεις περί αναγνωρίσεως τίτλων σπουδών από το ΔΟΑΤΑΠ. Ο ιδρυτικός νόμος 3328/2005 για την αναγνώριση πτυχίων από την αλλοδαπή απαιτεί το σύνολο των σπουδών να έχει διανυθεί σε ομοταγή Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της αλλοδαπής» (οι υπογραμμίσεις του Οργανισμού).
Προφανώς, η χαρακτηριστική αυτή αναφορά, είναι καρφί στο μάτι κάθε επίδοξου νομοθέτη αναγνώρισης των κολλεγίων ως πανεπιστημίων και βεβαίως της Κεραμέως που έσπευσε στη σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας, που συνόδευε τη νομοθετική ρύθμιση της δυνατότητας των κατόχων τίτλων σπουδών πανεπιστημίων της αλλοδαπής, που έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης με τα κολλέγια, να διορίζονται στη δημόσια εκπαίδευση, να υπογραμμίσει τα εξής: «επισημαίνεται ότι δικαίωμα συμμετοχής, για πρόσληψη ή διορισμό ως εκπαιδευτικοί, έχουν κάτοχοι τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναγνωρισμένων πανεπιστημίων του εξωτερικού ανεξάρτητα από τον τόπο φοίτησης».
Χαρακτηριστικές αναφορές της επιστολής του ΔΟΑΤΑΠ είναι οι παρακάτω:
«…οι αρμοδιότητες του ΔΟΑΤΑΠ (σ.σ. σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο 3328/2005) αφορούν αποκλειστικά στην από ακαδημαϊκής άποψης σύγκριση του περιεχομένου των σπουδών οι οποίες οδήγησαν στην απονομή τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης της αλλοδαπής και του περιεχομένου των σπουδών τίτλων οι οποίοι απονέμονται από τα ΑΕΙ της ημεδαπής. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο ΔΟΑΤΑΠ προβαίνει και σε αναγνώριση βαθμολογικής αντιστοιχίας κατά το άρθρο 8 περιπτ. δ) του ν. 3328/2005…
…Οσον αφορά την ακαδημαϊκή αναγνώριση, για τίτλους κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεδομένων
α) του άρθρου 165 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία κυρώθηκε με το ν. 3671/2008 (Α’129):
“Αρθρο 165 (πρώην άρθρο 149)
1. Η Ενωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία…
2. Η δράση της Ενωσης έχει ως στόχο:
… – να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων και μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών…
4. Προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων του παρόντος άρθρου:
– το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και με την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζουν δράσεις ενθάρρυνσης, χωρίς να εναρμονίζουν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών (…)’’.
με την παράγραφο 1 του οποίου η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος είναι στην πλήρη αρμοδιότητα των κρατών μελών.
και, σε συμφωνία με την ανωτέρω αρμοδιότητα των κρατών μελών,
β) του άρθρου 16 του Συντάγματος της Ελλάδος
“Αρθρο 16
…2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους…
5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση…
8. Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ` αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.’’
οι ρυθμίσεις του ν. 3328/2005, όπως ισχύει, και οι οποίες αφορούν αποκλειστικά στην αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων προς τους απονεμόμενους από τα ΑΕΙ της ημεδαπής και επομένως ανάγονται στην εσωτερική οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος των σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, συνάδουν απολύτως με τα ως άνω και δεν υπεισέρχονται σε παράβαση διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε έχει κριθεί ότι οι σχετικές με την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων Οδηγίες δεν αφορούν την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών [ΔΕΚ απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008 στην υπόθεση C-274/2005, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, ιδίως, σκέψεις 36 και 37). Επιπροσθέτως σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 165 ΣΛΕΕ οι δράσεις των οργάνων της ΕΕ δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών στο πλαίσιο της αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας καθώς αυτή εμπίπτει στην κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε παρέμβαση στο ν. 3328/2005 – ο οποίος σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος αποτελούν την ελληνική νομοθεσία η οποία διέπει την αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας – προς τον σκοπό αντιμετώπισης ζητημάτων τα οποία αφορούν στην από επαγγελματικής άποψης εξέταση αλλοδαπών τίτλων και τα οποία ανέκαθεν ενέπιπταν στις αρμοδιότητες άλλων οργάνων της ελληνικής Πολιτείας, θα συνεπαγόταν ανεπίτρεπτη παραβίαση των παραπάνω διατάξεων του Συντάγματος.
Φορείς όπως τα Κολλέγια του ν. 3696/2008, όπως ισχύει, συνιστούν στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης. Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να αναγνωρισθεί από τον ελληνικό Οργανισμό αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας, ως χρόνος σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, χρόνος σπουδών ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σε τέτοιο φορέα διότι τούτο θα συνιστούσε καταστρατήγηση των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, οι οποίες διέπουν την αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας στην Ελλάδα [ΣτΕ 1469/2016 (Ολομ), 546/2016, 2615–2618/2015, 775/2015 (επταμ.), 775/2015 (επταμ), 2154/2014, 1698/2013, 691/2013 (Ολομ.), 3451/2011, 567/2010 (επταμ.) 1412/2011, 2550/2009, 1452/2008, 1680/1999, 3457/1998 (Ολομ.), 1890/1992, 2274/1990 (Ολομ.)].
Οι σχετικές με την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων Οδηγίες δεν αφορούν την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων σπουδών. Η παγίως και διεθνώς αποδεκτή διάκριση μεταξύ της αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων σπουδών της αλλοδαπής και αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων ή πρόσβασης σε επάγγελμα τα οποία πιστοποιούνται από τίτλους σπουδών της αλλοδαπής καθώς επίσης και το ότι ο καθορισμός των προσόντων που απαιτούνται για την άσκηση επαγγέλματος εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη έχει διατυπωθεί σε σχετική νομολογία του ΣτΕ. Αλλωστε η αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων εντάσσεται στην αρμοδιότητα άλλων Συμβουλίων.
Ζητήματα, τέλος, τα οποία σχετίζονται με το είδος της αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων την οποία κρίνει αναγκαία ο Ελληνας νομοθέτης για την πρόσληψη εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, είναι εξεταστέα υπό το πρίσμα της απαίτησης από αυτόν αυξημένων ακαδημαϊκού χαρακτήρα ιδιοτήτων ή προσόντων τόσο από τους κατόχους ημεδαπών όσο και από τους κατόχους αλλοδαπών τίτλων, ζήτημα το οποίο επίσης ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητά του» (οι εμφάσεις δικές μας).
Με λίγα λόγια, ο ΔΟΑΤΑΠ, γνωμοδοτεί ότι βάσει του άρθρου 165 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ) μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κάθε κράτους-μέλους. Αυτό συνάδει με το άρθρο 16 του Συντάγματος.
Αρα οι ρυθμίσεις του ν. 3328/2005 οι οποίες αφορούν αποκλειστικά στην αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων προς αυτούς που απονέμουν τα ΑΕΙ της Ελλάδας ανάγονται στην εσωτερική οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος των σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης και δεν υπεισέρχονται σε παράβαση διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Επίσης, σημειώνει ότι τα κολλέγια (ν. 3696/2008) είναι φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης και επομένως δεν θα μπορούσε να αναγνωρισθεί από τον ελληνικό Οργανισμό αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας, ως χρόνος σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, ο χρόνος σπουδών ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σε τέτοιο φορέα διότι τούτο θα συνιστούσε καταστρατήγηση των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Τέλος, αναφέρει ότι είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του έλληνα νομοθέτη η εξέταση του είδους της αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων για την πρόσληψη εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση υπό το πρίσμα της απαίτησης από αυτόν αυξημένων ακαδημαϊκού χαρακτήρα ιδιοτήτων ή προσόντων τόσο από τους κατόχους ημεδαπών όσο και από τους κατόχους αλλοδαπών τίτλων.
ΥΓ. Σημειώνουμε ότι ο ΔΟΑΤΑΠ αποδέχεται το διαχωρισμό της ακαδημαϊκής ισοτιμίας από τα επαγγελματικά δικαιώματα/προσόντα, η αναγνώριση των οποίων ανατίθεται σε άλλα Συμβούλια (ΣΑΕΠ). Αλλωστε γι’ αυτό ιδρύθηκε από την τότε υπουργό Παιδείας Μ. Γιαννάκου, μετά από κατάργηση του ΔΙΚΑΤΣΑ, ακριβώς για να διευκολυνθεί η πολιτική της ΕΕ περί ισοδυναμίας των επαγγελματικών προσόντων που δεν απορρέουν κατ’ ανάγκη και αποκλειστικά από ακαδημαϊκούς τίτλους (βλέπε Μπολόνια).
Γιούλα Γκεσούλη