Τρέμω ακόμα και στην ιδέα των συνεπειών που μπορεί να έχει μια στάση αποφασιστικής υπεράσπισης των 300 κολασμένων, μπροστά στο όργιο αστυνομοκρατίας και στη λυσσασμένη επίθεση του κεφαλαίου και του συνόλου του αστικού πολιτικού κόσμου. Ξεβολεύομαι απ’ τον «καναπέ» της ήρεμης και εκ του ασφαλούς πολιτικής κριτικής. Καταφεύγω, προκειμένου να εξηγήσω τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, σε σενάρια συνομωσίας αστυνομικού τύπου. Είμαι ως το μεδούλι εκφυλισμένος, βουτηγμένος στον αστισμό και σπεύδω σε κάθε κρίσιμη στιγμή να δώσω διαπιστευτήρια υποταγής και προσήλωσης στο σύστημα.
Αιτίες που οδήγησαν πολλούς να ισχυριστούν ότι η είσοδος και παραμονή των 300 μεταναστών απεργών πείνας στο ελεύθερο από κάθε ακαδημαϊκή λειτουργία κτίριο της Νομικής, αποτελεί τη θρυαλλίδα για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου.
Ομως, η ίδια η Αννα Διαμαντοπούλου διαψεύδει τούτο τον ισχυρισμό και αποδεικνύει (συνέντευξη στα «ΝΕΑ»), ότι ακόμα κι αν δεν ήταν η «κατάληψη» της Νομικής από τους μετανάστες, η κυβέρνηση θα επινοούσε «αίτιο» για να προχωρήσει στην ισχυροποίηση της «μεταρρυθμιστικής» της πρότασης, που στην πραγματικότητα καταργεί το άσυλο. «Αίτιο» για τη σύγχρονη κυρία Θάτσερ του υπουργείου Παιδείας είναι οι φοιτητικοί αγώνες, οι φοιτητικές καταλήψεις, οι πολύπλευρες δράσεις που αναλαμβάνει το φοιτητικό κίνημα, προκειμένου να υπερασπιστεί τα δίκια του και να βάλει φρένο στον αντιεκπαιδευτικό οδοστρωτήρα που η κυβέρνηση έχει θέσει προ των πυλών του δημόσιου Πανεπιστήμιου.
«Το άσυλο ‘’σκοτώνουν’’ αυτοί που δήθεν θέλουν να το προστατέψουν. Φτάσαμε η σύνοδος των πρυτάνεων να μη μπορεί να συνεδριάσει εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων! Οποια προσωπικότητα εκφράζει απόψεις και ιδέες αντίθετες σε κρατούσες μειοψηφίες, δεν μπορεί να δώσει ούτε καν διάλεξη! Οι σύγκλητοι διαλύονται και δεν παίρνουν αποφάσεις κάτω από κραυγές, απειλές και, ενίοτε, βίαιες συμπεριφορές! Καθηγητές προπηλακίζονται στις αίθουσες αλλά και στα γραφεία τους!», δηλώνει χαρακτηριστικά και προχωρεί στο διά ταύτα, που είναι εκ των προτέρων αποφασισμένο και δρομολογημένο με την προώθηση του «σχεδίου διαβούλευσης», που αυτή την περίοδο ενδύεται το λαμπρό χιτώνα της «νομιμοποίησης», με τον προσχηματικό διάλογο: «Η αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να είναι ριζοσπαστική και να αφορά τη συνολική αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας των ΑΕΙ. Το Πανεπιστήμιο και το ΤΕΙ δεν αρκεί να είναι αυτοδιοίκητο, πρέπει να γίνει και διοικήσιμο. Αυτό θα γίνει – όπως γίνεται σε όλες τις δημοκρατικές χώρες με σπουδαία Πανεπιστήμια – όπου κανείς δεν διανοείται να εκχωρήσει την εύρυθμη λειτουργία τους στην Εισαγγελία και τις Αστυνομικές Αρχές. Δεν χρειάζονται λοιπόν κορώνες, αλλά πολιτική γενναιότητα ώστε με ευρεία συναίνεση να αποφασίσουμε και να εφαρμόσουμε μια ουσιαστική μεταρρύθμιση… Αυτό που θα καταργηθεί είναι το γενικευμένο καθεστώς ανομίας που οφείλεται στην παντελή έλλειψη αξιολόγησης και ελέγχου. Επί χρόνια, σε κάθε προσπάθεια αλλαγής δημιουργούνται πολώσεις και συγκρούσεις για το άσυλο και τους αιώνιους φοιτητές. Μπαίνουν διλήμματα που αποπροσανατολίζουν και ακυρώνουν μια συζήτηση πάνω σε θέσεις για τα πραγματικά προβλήματα του πανεπιστημίου. Θέματα που αφορούν στην οργάνωση των σπουδών, στην έλλειψη αριστείας, αξιολόγησης και αξιοκρατίας, στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας σε θέματα έρευνας και παραγωγής γνώσης, στην έλλειψη σύνδεσης με την αγορά εργασίας, στο κύρος, την εξωστρέφεια και τη διεθνή αναγνώριση που αμφισβητούνται».
Είναι φανερό ότι η Διαμαντοπούλου θεωρεί το πανεπιστημιακό άσυλο τελειωμένη υπόθεση στο πλαίσιο ενός Πανεπιστήμιου που θα λειτουργεί με επιχειρηματικά κριτήρια, σκληρά «ανταγωνιστικού», υποταγμένου στην αγορά, με φοιτητές στρατιωτάκια, αυστηρά προσηλωμένους στις σπουδές και στο απατηλό όνειρο της ατομικής καριέρας. Γι’ αυτό το Πανεπιστήμιο-επιχείρηση προορίζεται και η ανάλογη διοίκηση. Αποτελούμενη, στην πλειοψηφία της, από μανατζαραίους, εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες (κατά τη «διεθνή εμπειρία» των καπιταλιστικών κρατών, την οποία έχει για θεό η ξενόδουλη κυβέρνηση), που θα χαράζουν τη στρατηγική, θα ασκούν τον έλεγχο και θα επιτηρούν την τήρηση του Εσωτερικού Κανονισμού, θα εγκρίνουν τον προϋπολογισμό και τις προγραμματικές συμφωνίες με την πολιτεία, θα διαχειρίζονται την περιουσία του Ιδρύματος και θα διορίζουν τον πρύτανη, που μπορεί να προέρχεται και από άλλο Πανεπιστήμιο της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Απαλλαγμένη από αναστολές η διοίκηση των μανατζαραίων θα διαχειρίζεται και το πανεπιστημιακό άσυλο.
Αυτό το είχε δηλώσει η Διαμαντοπούλου από τη στιγμή που παρουσίασε το «σχέδιο διαβούλευσης». Γι’ αυτό και ισχυρίζεται ότι δεν έχει ανάγκη αλλαγής η σχετική διάταξη του «νόμου Γιαννάκου». Και όπως σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση υπάρχουν και τα σχετικά μαντρόσκυλα «πόρτας», που ρουφιανεύουν τους εργάτες στα αφεντικά και απαγορεύουν την είσοδο σε καθέναν που επιβουλεύεται τη διατάραξη της σιωπής θανάτου του καπιταλιστικού κάτεργου, έτσι και στο Πανεπιστήμιο, που ονειρεύεται η Διαμαντοπούλου, θα υπάρχουν και σεκιουριτάδες.
Λέει χαρακτηριστικά η υπουργός Παιδείας: «Αυτά είναι τα βασικά προβλήματα που θέλουμε να αντιμετωπίσουμε… Αλλάζοντας το μοντέλο διοίκησης, ώστε ο πρύτανης να είναι ακαδημαϊκός ηγέτης αφοσιωμένος και απερίσπαστος στο ακαδημαϊκό και ερευνητικό έργο του Πανεπιστημίου – γιατί ξεχάσαμε ότι αυτή είναι η αποστολή του – και το ανεξάρτητο από ψήφους και συστήματα διαπλοκής, Συμβούλιο του Ιδρύματος να θέτει στόχους και να προωθεί την κοινωνική λογοδοσία και τον έλεγχο σε κάθε ίδρυμα. Να αποκαταστήσει την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και προσώπων στους χώρους του, να προστατεύει τη δημόσια περιουσία με υπηρεσίες φύλαξης, να εξασφαλίσει ένα ελεύ-θερο, ανοικτό και ασφαλές, δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο θα υπάρχουν εσωτερικοί κανόνες από τη χρηματοδότηση και συμμετοχή στις εξετάσεις μέχρι την είσοδο στα κτίρια».
Συμπέρασμα; Η κυβέρνηση έχει προ πολλού σκαλίσει την ταφόπλακα του πανεπιστημιακού ασύλου, και αυτή δεν είναι άλλη από τη «μεταρρύθμιση» που προωθεί στα Πανεπιστήμια.
Γιούλα Γκεσούλη