Η νέα έκτακτη Σύνοδος των Πρυτάνεων εκτιμά ότι ο νέος τρόπος εισαγωγής στα ΑΕΙ, που επέβαλε η Κεραμέως, θα φέρει μεγάλη μείωση του αριθμού εισακτέων και θα βάλει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα πολλών περιφερειακών Πανεπιστημίων. Στην ανακοίνωσή της αναφέρονται τα εξής:
«Ως προς το θέμα του νέου συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια, εκφράστηκαν διάφορες απόψεις και υπήρξε σύγκλιση στα ακόλουθα ζητήματα:
- Το νέο σύστημα και ιδιαίτερα η θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής συνεπάγεται μια σημαντική μείωση του συνολικού αριθμού των μαθητών/τριών που εισάγονται στα ΑΕΙ…
- Τα Περιφερειακά Πανεπιστήμια θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις ως προς τον αριθμό των εισακτέων τους από το νέο σύστημα εισαγωγής για λόγους που δεν συνδέονται με τις ακαδημαϊκές ή ερευνητικές τους επιδόσεις, αλλά με την γεωγραφική και την δημογραφική ενδοχώρα τους. Εκφράστηκε ιδιαίτερη ανησυχία για τη βιωσιμότητα μεγάλου αριθμού Τμημάτων των Περιφερειακών Ιδρυμάτων. Είναι απαραίτητο να υπάρξει μέριμνα για αυτό, ιδιαίτερα μάλιστα για Πανεπιστήμια η ίδρυση των οποίων συνδέθηκε με συγκεκριμένους εθνικούς και αναπτυξιακούς σκοπούς
- Η χρηματοδότηση των Περιφερειακών Πανεπιστημίων πρέπει να αποσυνδεθεί από το ζήτημα του αριθμού εισακτέων».
Οι Πρυτάνεις, λοιπόν, παρά το γεγονός ότι διαχρονικά επιθυμούν τη μείωση του αριθμού εισακτέων, κρίνοντας με τα παραμορφωτικά και επικίνδυνα γυαλιά του καπιταλισμού (μόρφωση για λίγους και εκλεκτούς, ασφυκτικά περιθώρια στη δημόσια χρηματοδότηση) και όχι ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, δεν κάνουν τη χάρη στην υπουργό Παιδείας να κρύψουν μια αντικειμενική πραγματικότητα.
Πρωτίστως, βέβαια, ανησυχούν για το λουκέτο σε πολλά περιφερειακά Τμήματα ΑΕΙ ή και Πανεπιστήμια, γι’ αυτό και εκλιπαρούν την κυβέρνηση για πρόσθετη μέριμνα, αδυνατώντας όμως να την περιγράψουν, καθώς υπάρχει αντίφαση με τη δραστική μείωση των εισακτέων.
Προσπαθούν δε, ανεπιτυχώς, να εμφανιστούν ταυτόχρονα ως σφόδρα ανησυχούντες για τους υποψήφιους που θα μείνουν εκτός νυμφώνος, επειδή διαβλέπουν ότι οι δεκάδες χιλιάδες «αποτυχόντες» μπορούν να δημιουργήσουν κοινωνικό πρόβλημα, που θα θέσει σε κίνδυνο τη ρύθμιση και το σύστημα: «Η Πολιτεία οφείλει να προνοήσει για τις εναλλακτικές μορφές υψηλού επιπέδου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (;) για τους νέους και τις νέες που δε θα έχουν τη δυνατότητα φοίτησης στα δημόσια ΑΕΙ. Ζητείται μέριμνα και μέτρα στήριξης ώστε να καλυφθεί αυτή η πρόνοια».
Οι «εναλλακτικές μορφές υψηλού επιπέδου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», προς το παρόν (εκτός κι αν υπάρξουν στο μέλλον ρυθμίσεις που θα επανιδρύουν κάποια ΤΕΙ έξω από τα Πανεπιστήμια), σύμφωνα με το νόμο Κεραμέως, είναι τα δημόσια ΙΕΚ (εξ ου και απαιτείται η συμπλήρωση μηχανογραφικού για την εισαγωγή σε αυτά, καθώς προβλέπεται, λόγω της λαιμητόμου του νέου εξεταστικού, μεγάλη προσέλευση υποψηφίων) ή και τα κολλέγια, που έχουν αναβαθμιστεί σε «πανεπιστήμια», προς τα οποία σπρώχνεται η νεολαία, η έχουσα τις οικονομικές δυνατότητες.
Τέλος, η ανακοίνωση της Συνόδου είναι εξαιρετικά σύντομη, ανεπαρκής και τουλάχιστον αμήχανη όσον αφορά την πανεπιστημιακή αστυνομία, επειδή από τη μια στην πλειοψηφία των πανεπιστημιακών διοικήσεων επικρατεί η άποψη για πανεπιστημιακή σεκιούριτι που θα λογοδοτεί στα Ιδρύματα και όχι στον Χρυσοχοΐδη και από την άλλη δεν είναι επιθυμητή μια ευθεία σύγκρουση με την κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας: «Ως προς τα ζητήματα φύλαξης και ασφάλειας των Πανεπιστημίων, η Σύνοδος Πρυτάνεων αναφέρθηκε σε προηγούμενες σχετικές συζητήσεις της και αποδέχτηκε τις αποφάσεις Συγκλήτων των Πανεπιστημίων».
Γιούλα Γκεσούλη