Ουφ! Ησυχάσαμε!…Αφού η αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το νομοσχέδιο για τη «διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση-σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων-παράρτημα διπλώματος», προβλέπει ότι «σε καμιά περίπτωση οι διαδικασίες αξιολόγησης δεν αποσκοπούν στην επιβολή ¨ποινών¨ ή στη διαπίστευση/πιστοποίηση ή στην αξιολογική κατάταξη των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης» μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι και να κάνουμε την αυτοκριτική μας που αποδειχτήκαμε καχύποπτοι.
Το ότι πρώτον, η σχετική διατύπωση δεν περιλαμβάνεται πουθενά στο νομοσχέδιο, δεύτερον, τα αποτελέσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται, τρίτον, η αξιολόγηση πραγματοποιείται με βάση κριτήρια και δείκτες, που τυποποιούνται, συμπληρώνονται και εξειδικεύονται περαιτέρω από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π), με βάση τις κατευθύνσεις και τους στόχους του εθνικού συστήματος ανώτατης Παιδείας και τις διεθνείς προδιαγραφές, εμπειρίες και πρακτικές, δεν έχουν ουδεμία σημασία. Αρκεί η διαβεβαίωση που μας παρέχει η αιτιολογική έκθεση!
Τη ρητή αναφορά στο νόμο απαιτούσαν οι πανεπιστημιακοί, ότι η αξιολόγηση των ιδρυμάτων δεν θα έχει το νόημα της επιβολής ποινών ή της κατηγοριοποίησης των ιδρυμάτων (σσ όχι ότι θα άλλαζαν επί της ουσίας τα πράγματα), κι όμως η κυβέρνηση αρνήθηκε να το πράξει.
Τυχαία λέτε εσείς;
Για μια διαδικασία, που στο κάτω-κάτω αφορά πρωτίστως τα ιδρύματα, η κυβέρνηση εμμένει στη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης. Κουνά υποκριτικά τη σημαία του σεβασμού στον φορολογούμενο πολίτη, που τάχα δικαιούται να γνωρίζει αν αποδίδουν οι κόποι και οι θυσίες του.
Ο σεβασμός στον φορολογούμενο πολίτη είναι μια θλιβερή ιστορία, που ο καθένας μας βιώνει καθημερινά και δε χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία επ’ αυτής για να πεισθεί ο αναγνώστης για το μέγεθος της υποκρισίας αυτών που τον επικαλούνται. Από την άλλη χρησιμοποιείται σαν άλλοθι η εργαζόμενη κοινωνία, που εθίζεται να αποδέχεται και να νομιμοποιεί πρακτικές, των οποίων τις διαδικασίες και τα κριτήρια αγνοεί, διαμορφώνοντας στρεβλή εικόνα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η διεθνής εμπειρία, όμως, μας λέει πως όπου εφαρμόστηκε η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης, υπήρξε αυτόματη κατάταξη και κατηγοριοποίηση των ιδρυμάτων. Υπήρξε στη συνέχεια μεταβολή στη χρηματοδότησή τους.
Σε κείμενα που δεν τυγχάνουν μεγάλης δημοσιότητας, όπως πχ στο πρόσφατο σχέδιο σύστασης για τη διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ευρωκοινοβούλιου -όπως αποκαλύπτει ο Λ. Απέκης, πρόεδρος της ΠΟΣΔΕΠ- ομολογείται ανοιχτά ότι από την «εξωτερική αξιολόγηση» πρέπει να εξαρτάται τόσο η άδεια χορήγησης τίτλων σπουδών από τα Τμήματα, όσο και η χρηματοδότησή τους.
Οσο γι’ αυτή καθαυτή την αξιολόγηση με διαφανείς τάχα και αντικειμενικές διαδικασίες, μπορεί να φανταστεί κανείς την αποτύπωση σύνθετων διαδικασιών, όπως είναι η διδασκαλία, η πανεπιστημιακή έρευνα, η σύνθεση επιστημονικής γνώσης, που πραγματώνονται μέσα από πολλούς διαύλους ατομικού και συλλογικού χαρακτήρα, με ποσοτικούς δείκτες;
Και ποιοι είναι αυτοί οι δείκτες και τα κριτήρια, που καθορίζονται μέσω των στόχων του «εθνικού συστήματος ανώτατης Παιδείας» και των απαιτήσεων των διεθνών προδιαγραφών;
Χωρίς περιστροφές η αιτιολογική έκθεση του νομοσχέδιου, μας ενημερώνει για τις προτεραιότητες που θέτει η Διακήρυξη της Μπολόνιας και οι μετέπειτα συναντήσεις των υπουργών Παιδείας της ΕΕ στην Πράγα και το Βερολίνο, ώστε να πάρει σάρκα και οστά ο «Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης». Αυτοί είναι οι άμεσοι στόχοι, που δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς το μοχλό της «διασφάλισης της ποιότητας», ώστε να εξασφαλιστούν η «αναγνωρισιμότητα», η «συγκρισιμότητα» των σπουδών και των ιδρυμάτων και η «κινητικότητα» των φοιτητών-πελατών.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, οι νέες προκλήσεις στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, τίθενται «από το άνοιγμα της παγκόσμιας αγοράς».
Τούτο σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι άμεση προτεραιότητα αποτελεί για το κεφάλαιο και τους διαχειριστές του, ο υποβιβασμός των πανεπιστημιακών σπουδών (αυτών του α΄ κύκλου, που έχει και τη μαζικότερη απεύθυνση) σε σπουδές σύντομης και φθηνής κατάρτισης, η πλήρης υποταγή των πανεπιστημίων στις ανάγκες των επιχειρήσεων με μοχλό την έρευνα, η πλήρης κοστολόγηση, δηλαδή η αποτίμηση των πάντων με βάση το χρήμα και τη λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Τα πανεπιστήμια θα αξιολογούνται με βάση τα μέτρα που πήραν για να αναδιαρθρώσουν τη δομή και το περιεχόμενο των σπουδών τους, ώστε να υλοποιούνται τα συμφωνημένα στην Μπολόνια και αλλού. Δηλαδή οι τρεις κύκλοι σπουδών, η μεταφορά σημαντικού μέρους της γνώσης (υψηλότερη και ποιοτικότερη) στον μεταπτυχιακό κύκλο, που θα αφορά όλο και πιο λίγους, η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και η αυτοχρηματοδότηση μέσω της έρευνας κατ’ εντολή των επιχειρήσεων και των διαφόρων μπίζνες και η κατάργηση του ενιαίου πτυχίου. Το τελευταίο προωθείται ειδικότερα με τα άρθρα 14 και 15 του νομοσχέδιου (σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων και παράρτημα διπλώματος). Ετσι ο τίτλος σπουδών δεν θα πιστοποιεί μια ενιαία επιστημονική διαδικασία, αναγκαία για την προσέγγιση μιας επιστήμης, αλλά ένα λογιστικό άθροισμα πιστωτικών μονάδων, χωρίς ποιοτικά κριτήρια, αφού ισοπεδώνονται οι σπουδές και χάνεται η εσωτερική ενότητα κάθε επιστήμης. Μια τέτοια εξέλιξη απαιτεί και την περιγραφή του προφίλ του απόφοιτου, τη συστατική του επιστολή προς τον μέλλοντα εργοδότη του (παράρτημα διπλώματος).
Γιούλα Γκεσούλη