Σαν τον κλέφτη, μες στο κατακαλόκαιρο, ύπουλα, το υπουργείο Παιδείας προχωρά στην αναγνώριση των κάθε λογής Εργαστηρίων ή Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών και επομένως και των «πτυχίων» τους, άσχετα αν αυτό καταβάλλεται προσπάθεια να κρυφτεί, με το νομοσχέδιο για την «τακτοποίηση» του χώρου, που παρουσιάστηκε την Τρίτη στην Κυβερνητική Επιτροπή και αναμένεται να κατατεθεί στη βουλή ως το τέλος της εβδομάδας. Το υπουργείο Παιδείας προετοιμάζει το έδαφος, κάνοντας το πρώτο βήμα για την ενσωμάτωση στη συνέχεια της κοινοτικής οδηγίας 36/05, που αναγνωρίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των κολεγίων που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού και στην ουσία βάζει στο ίδιο τσουβάλι τα πτυχία των ελληνικών ΑΕΙ-ΤΕΙ με αυτά που χορηγούν τα κολέγια, με τη βούλα των ξένων πανεπιστημίων, με τα οποία αυτά συνεργάζονται. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, λοιπόν, είναι εδώ! Το άρθρο 16 του συντάγματος καταστρατηγείται και στην ουσία ακυρώνεται. Κάτι που δεν μπόρεσε να πετύχει η κυβέρνηση μέσω της αναθεωρητικής διαδικασίας, γίνεται τώρα πράξη έμμεσα, μέσω της αναγνώρισης των κολεγίων. Γι’ αυτό σκόπιμα επιλέχτηκε αυτή η εποχή, που θεωρείται «νεκρή» για τα Πανεπιστήμια, ώστε να αποφευχθούν οι αντιδράσεις και ένα μεγάλο νέο κύμα μαχητικής αντίστασης από την πλευρά των φοιτητών και της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ο Στυλιανίδης όμως λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Σεπτέμβρης είναι κοντά.
♦ Ψέματα και αλήθειες
Παρουσιάζοντας τα βασικά σημεία του σχεδίου νόμου, του οποίου τις ακριβείς διατάξεις ακόμη δε γνωρίζει κανείς, ούτε οι ενδιαφερόμενοι σχολάρχες (πονηρή τακτική του ΥΠΕΠΘ, ώστε ο Τύπος να σταθεί στις διαβεβαιώσεις του υπουργού και να «παίξει» με αυτές όλη την εβδομάδα, ώστε να «δουλευτεί» κατάλληλα η «κοινή γνώμη»), ο υπουργός Παιδείας είπε χοντρά ψέματα. Είπε ότι «σε καμιά περίπτωση δεν παρακάμπτεται το άρθρο 16, διότι οι συγκεκριμένες δομές -των κολεγίων ή ΚΕΣ- είναι δομές μεταλυκειακής εκπαίδευσης, που δεν ανήκουν στην τυπική εκπαίδευση, αλλά στη μη τυπική εκπαίδευση» και ότι δεν υπάρχει θέμα υποβάθμισης των πτυχίων των πανεπιστημίων γιατί «δεν είναι συγκρίσιμα». Μπορεί, βεβαίως το νομοσχέδιο να θεωρεί τα ΚΕΣ και τα κολέγια δομές μη τυπικής εκπαίδευσης, όμως για πρώτη φορά αυτές τοποθετούνται κάτω από τα φτερά του υπουργείου Παιδείας και θεωρούνται δομές εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στην ουσία, δηλαδή, στις επιχειρήσεις αυτές, που εξακολουθούν να είναι επιχειρήσεις, τίθεται ο φωτοστέφανος της εκπαίδευσης (και όχι της κατάρτισης). Μάλιστα, η τοποθέτησή τους μετά το λύκειο και μάλιστα στην «κορυφή της μη τυπικής εκπαίδευσης», όπως είπε ο Στυλιανίδης, είναι η πρώτη έμμεση επίσημη ομολογία ότι οι επιχειρήσεις αυτές είναι διακριτές και πάντως ανώτερες ως προς το επίπεδο σπουδών τους από όλες τις άλλες συναφείς επιχειρήσεις και το πρώτο βήμα της αναγνώρισής τους ως «πανεπιστήμια» (συνεπώς καμιά αξία δεν έχει η διαβεβαίωση ότι προς το παρόν θα χορηγούν απλές «βεβαιώσεις»), εφόσον, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, «τα κολέγια έχουν την αποκλειστική δυνατότητα σύμπραξης με ιδρύματα της αλλοδαπής με συμφωνία πιστοποίησης ή συνεργασία δικαιόχρησης». Η παραδοχή αυτή και η ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της κοινοτικής οδηγίας στη συνέχεια, αποτελούν την προαγγελία ενός προδιαγεγραμμένου και προαναγγελθέντος θανάτου των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων. Η εξομοίωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ΚΕΣ με τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των ΑΕΙ-ΤΕΙ ντε φάκτο θα σηματοδοτήσει και την εξομοίωση των πτυχίων και συνεπώς την υποβάθμιση των Πανεπιστημίων στο επίπεδο των σχολών κατάρτισης (όπως στην ουσία είναι τα ΚΕΣ). Πλήθος πτυχιούχοι απ’ όλο το φάσμα της «τυπικής» και «μη τυπικής» εκπαίδευσης θα έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα, γεγονός που αναμφίβολα σπρώχνει προς τα κάτω την αξία τους και την αξία των πτυχίων από τα οποία αυτά απορρέουν και η αγορά τελικά θα καλείται να κάνει τον κριτή, ασφαλώς σύμφωνα με το συμφέρον της, το λιγότερο κόστος για τους καπιταλιστές και εργοδότες που θα απασχολούν αυτούς τους πτυχιούχους. Η κατάσταση αυτή θα πιέζει τα δημόσια Πανεπιστήμια προς τα κάτω και θα τα εξαναγκάζει να λαμβάνουν μέτρα προς όφελος της κατάρτισης και της λειτουργίας τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Θα διαμορφώνεται, λοιπόν, μια κατάσταση, σαν αυτή που ευλογεί η Μπολόνια. Ο Στυλιανίδης άλλωστε υπήρξε σαφής: «Εναρμονιζόμαστε με το ευρωπαϊκό περιβάλλον» και το «σχέδιο νόμου…προετοιμάζει το έδαφος για τις επικείμενες εξελίξεις, που προσδιορίζονται από την ενσωμάτωση ευρωπαϊκών οδηγιών ή δικαστικών αποφάσεων» δήλωσε, εντάσσοντας στη στρατηγική αυτή και την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας 36/05 και τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστήριου.
Θέλοντας να εμφανιστεί αυστηρός ο Στυλιανίδης με τα κολέγια και ότι τάχα είναι παθιασμένος με την υπεράσπιση του δημόσιου Πανεπιστήμιου, ισχυρίστηκε πως το νομοσχέδιο «βάζει αυστηρούς κανόνες» στη λειτουργία των ΚΕΣ και των κολεγίων, ότι ρυθμίζει «τη γκρίζα ζώνη» αυτού του χώρου και ότι «επιδίωξη είναι η υψηλή ποιότητα στις μεταλυκειακές σπουδές της μη τυπικής εκπαίδευσης και ο συνεχής έλεγχος αυτής». Γι’ αυτό και προβλέπεται η συγκρότηση Επιτροπής Αξιολόγησης και Ελέγχου των κολεγίων. Βέβαια, όλα αυτά είναι χοντροειδέστατα ψέματα. Πρώτον, γιατί, όπως και ο ίδιος ο Στυλιανίδης παραδέχτηκε, πιεζόμενος από τους δημοσιογράφους, ο παραμικρός έλεγχος δεν μπορεί να ασκηθεί στις σπουδές, καθώς «σε ό,τι αφορά τα αναλυτικά προγράμματα επικρατεί το κοινοτικό δίκαιο», ενώ για τα υπόλοιπα (δηλαδή διδακτικό προσωπικό, υλικοτεχνική υποδομή, κ.λ.π.) το υπουργείο Παιδείας περιορίζεται στον έλεγχο τήρησης των συμφωνιών ή της «αντιστοίχισης». Δηλαδή κανένας έλεγχος δε μπορεί να υπάρξει στα προγράμματα σπουδών, στον τρόπο εισαγωγής, στις εξεταστικές διαδικασίες, στον τρόπο δηλαδή απόκτησης του «πτυχίου», που αποτελούν και την ουσία της λειτουργίας μιας εκπαιδευτικής δομής, γιατί αυτά ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ξένου πανεπιστήμιου, με το οποίο έχει συμβληθεί το κολέγιο. Αν, λοιπόν, το ξένο ίδρυμα είναι της πλάκας (όπως έχουν καταντήσει πολλά ιδρύματα του εξωτερικού, και δη της Αγγλίας, λόγω της έλλειψης κρατικής χρηματοδότησης και της λειτουργίας με επιχειρηματικά κριτήρια) καμιά επέμβαση δε μπορεί να γίνει από πλευράς ελληνικού υπουργείου Παιδείας. Ο «έλεγχος» που επιτρέπεται μόνο θα είναι τυπικός και θα αφορά την «αντιστοίχηση» των όρων λειτουργίας του κολεγίου με το συνεργαζόμενο πανεπιστήμιο του εξωτερικού (υλικοτεχνική υποδομή, προσόντα εκπαιδευτικού προσωπικού, αντιστοιχία διδακτικού προσωπικού και εκπαιδευομένων, κ.λ.π.), θα είναι δηλαδή ένας έλεγχος για τα μάτια, αφού χιλιάδες είναι τα καθημερινά παραδείγματα των «ελέγχων» που ασκούνται από το κράτος, όταν πρέπει να εξυπηρετηθούν πολιτικά συμφέροντα, ντόπια και ευρωπαϊκά και δεδομένη η αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών. Δεύτερον, γιατί τα ΚΕΣ και τα κολέγια είναι επιχειρήσεις και κανένας έλεγχος δε μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό, που να «βάζει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι» στο κεφάλαιο, ίσα-ίσα που το αστικό κράτος παίρνει συνεχώς μέτρα που να ευνοεί την κερδοφορία των επιχειρήσεων και να κουκουλώνει τις λαμογιές τους.
Ετσι και τώρα, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να αυξηθούν τα κέρδη των ΚΕΣ και των κολεγίων. Υπάρχουν οι πανελλαδικές εξετάσεις και η βάση του 10, που πετά έξω από το Πανεπιστήμιο κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες παιδιά και στέλνει πολλά εξ αυτών (όσα διαθέτουν την οικονομική άνεση) βορά στους σχολάρχες, ενώ τα ΚΕΣ, μέσω του νομοσχέδιου, «αναβαθμίζονται» και μπορούν να τραβήξουν ένα μέρος της πελατείας, που κατευθύνεται στο εξωτερικό. Το υπουργείο Παιδείας δεν κρύβει τις προθέσεις του, δηλώνοντας ότι με το νομοσχέδιο «διευκολύνεται η προσέλκυση σπουδαστών από το εξωτερικό».
♦ Το σχέδιο νόμου
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο Στυλιανίδης, τα βασικά σημεία του σχεδίου νόμου είναι:
♦ Δημιουργείται Γραφείο Κολεγίων στο ΥΠΕΠΘ και συστήνονται μητρώα κολεγίων και μητρώα διδασκόντων.
♦ Η ρύθμιση της γκρίζας ζώνης της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης που υπάγεται σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα στη μη τυπική εκπαίδευση.
♦ Τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, που μέχρι τώρα λειτουργούσαν παίρνοντας έγκριση από το υπουργείο Εμπορίου και αργότερα από τις Οικονομικές υπηρεσίες, υπάγονται στη ρυθμιστική και ελεγκτική αρμοδιότητα του ΥΠΕΠΘ.
♦ Τα κολέγια δεν ανήκουν στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ούτε όμως στην τυπική εκπαίδευση-κατάρτιση τύπου ΙΕΚ.
♦ Τα κολέγια έχουν την αποκλειστική δυνατότητα σύμπραξης με ιδρύματα της αλλοδαπής με συμφωνία πιστοποίησης ή συνεργασία δικαιόχρησης.
♦ Συγκροτείται Επιτροπή Αξιολόγησης και ελέγχου κολεγίων, στην οποία συμμετέχουν και μέλη ΔΕΠ, ΕΠ και εμπειρογνώμονες.
♦ Επιβάλλεται η έγκριση εσωτερικού κανονισμού.
♦ Διευκολύνεται η προσέλκυση σπουδαστών από το εξωτερικό.
♦ Προβλέπεται η επιβολή προστίμων και κυρώσεων που επιφέρουν μέχρι και το οριστικό κλείσιμο του κολεγίου, αν δε συμμορφωθεί με την κείμενη νομοθεσία. Αντίστοιχα πρόστιμα και κυρώσεις προβλέπονται για τα ΕΕΣ.
♦ Το σχέδιο νόμου προετοιμάζει το έδαφος για τις επικείμενες εξελίξεις, που προσδιορίζονται από την ενσωμάτωση ευρωπαϊκών οδηγιών ή δικαστικών αποφάσεων.
♦ Αντιδράσεις
Με την αναγγελία της επικείμενης κατάθεσης του σχεδίου νόμου και των βασικών σημείων του, οι σχολάρχες πανηγύρισαν και εξέφρασαν την ανησυχία τους γιατί δεν επισπεύδεται και η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας, ώστε να «δικαιωθούν» πλήρως οι απόφοιτοι των μαγαζιών τους. Στον αντίποδα, εκπρόσωποι της ΠΟΣΔΕΠ κατήγγειλαν την κυβέρνηση και δήλωσαν ότι θα βρει απέναντι την πανεπιστημιακή κοινότητα και το φοιτητικό κίνημα.
Το ΠΑΣΟΚ άσκησε κριτική εξ απαλών ονύχων στην κυβέρνηση, με τους γνωστούς επιθετικούς προσδιορισμούς περί «αδιέξοδης και αποσπασματικής πολιτικής που επιτείνει τη σύγχυση», ενώ εξέφρασε και «απαίτηση για προστασία του δημόσιου συμφέροντος και της ποιότητας της γνώσης σε όλα τα επίπεδα της μεταλυκειακής εκπαίδευσης» (sic!). Δεν μας είπε, όμως, για το πώς αυτό, όντας επί έτη κυβέρνηση, προστάτεψε το δημόσιο συμφέρον και την ποιότητα της εκπαίδευσης, όταν άφησε να γιγαντωθούν τα κάθε είδους κολέγια και τα ΚΕΣ, που με παραπλανητικές διαφημίσεις ξεγελούσαν τη νεολαία, ότι προσφέρουν πανεπιστημιακά πτυχία. Και, βεβαίως, το ΠΑΣΟΚ δεν έκανε την παραμικρή νύξη για κατάργηση των ΚΕΣ και των κολεγίων, ούτε αμφισβητεί την συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αποδείξεις γι’ αυτό είναι οι επανειλημμένες δηλώσεις των στελεχών του (Διαμαντοπούλου, Παπακωνσταντίνου), αλλά και η σταθερή άποψη υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων του ίδιου του Γ. Παπανδρέου, που εκφράστηκε και μετά την αποτυχημένη προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16.
Ο ΣΥΝ ζήτησε την κατάργηση των ΚΕΣ και κατήγγειλε την προσπάθεια της κυβέρνησης να πετύχει από το παράθυρο την κατάργηση του άρθρου 16. Πλην όμως η στάση του δεν ενέχει την παραμικρή φερεγγυότητα, καθόσον ο ίδιος ο Αλαβάνος ως ευρωβουλευτής έπαιρνε διφορούμενες θέσεις για τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, ενώ πρόσφατα και ο Τσίπρας τάχθηκε υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων σε συνέντευξη εκτός Ελλάδας, σε κυπριακή εφημερίδα (Εφημ. Η Σημερινή 15 και 16/6/2008).
Στο περιθώριο των εξελίξεων, ο πρύτανης του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, Μουτζούρης, επισκέφθηκε τον Στυλιανίδη και απαίτησε να θεωρηθεί το πτυχίο του Πολυτεχνείου επιπέδου master. Ο Στυλιανίδης, όπως δήλωσε ο ίδιος ο πρύτανης, δεν δεσμεύτηκε, αλλά δεν απέκλεισε και τέτοιο ενδεχόμενο. Ισως, λοιπόν, το υπουργείο, να θεωρεί την κίνηση έναν καλό τρόπο να εξευμενίσει τα πνεύματα και να αποσοβήσει αντιστάσεις από το «βαρύ πυροβολικό» της πανεπιστημιακής κοινότητας και του φοιτητικού κινήματος, αντισταθμίζοντας την μη εκδήλωσή τους με την αναγνώριση του πτυχίου του ΕΜΠ ως επιπέδου master. Για το θέμα αυτό, που δεν αποτελεί καινούργια θέση του ΕΜΠ, έχουμε γράψει και παλιότερα. Το Πολυτεχνείο πρέπει να ξανασκεφτεί πολύ καλά τι ζητά, γιατί η αναγνώριση αυτή από τη μεριά του ΥΠΕΠΘ, αυτόματα θα οδηγήσει στην αναγνώριση των τριετών σπουδών ως βασικών σπουδών για την απόκτηση του πρώτου πτυχίου, επιπέδου bachelor, που είναι και κατεύθυνση της Μπολόνια, την οποία το ίδρυμα διατείνεται τουλάχιστον ότι πολεμά (στο Πολυτεχνείο, οι σπουδές διαρκούν 5 χρόνια, ενώ η Μπολόνια μιλά για τρεις κύκλους σπουδών: βασικό 3 ετών, master 2 ετών και διδακτορικό 3 ετών).
Γιούλα Γκεσούλη








