Εχουμε ασχοληθεί επανειλημμένα με τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς τους. Προβλήματα που ξεκινούν ήδη από την είσοδό τους στη χώρα μας και την πρόσβασή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες ασύλου προκειμένου να εξεταστεί το αίτημά τους για διεθνή προστασία. Ομως δε σταματούν εκεί. Ενα σημαντικό κομμάτι τους, ενίοτε και το σημαντικότερο, δεδομένου ότι αγγίζει ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες πληθυσμού (όπως έγκυες, ασθενείς και παιδιά), αφορά την πρόσβασή τους σε βασικά αγαθά που –θεωρητικά τουλάχιστον– παρέχονται από το ελληνικό κράτος δημόσια και δωρεάν. Σε όλους. Μιλάμε για την πρόσβαση στα αγαθά της υγείας και της παιδείας.
Σ’ αυτό το σημείωμα καταπιανόμαστε, κάνοντας μια πρώτη νύξη, με το κατά πόσον τα ανήλικα προσφυγόπουλα που καταφθάνουν στην Ελλάδα μπορούν να έχουν ακώλυτη πρόσβαση στην παιδεία. Και για να προλάβουμε τους «κακοπροαίρετους», να ξεκαθαρίσουμε: τα όσα θα γράψουμε αποτελούν ήδη κατοχυρωμένα δικαιώματα και αναγράφονται σε νομοθετικά κείμενα (διεθνείς συμβάσεις, νόμους αλλά και ευρωπαϊκές Οδηγίες) και όχι απλώς δε γίνονται σεβαστά από τα ίδια τα αστικά κράτη που τα προώθησαν και τα υιοθέτησαν (εν προκειμένω και το ελληνικό) αλλά πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων.
Ηδη από το 1959, στο νομοθετικό διάταγμα 3989 αναγράφεται ρητά ότι οι συμβαλλόμενες χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) οφείλουν να επιφυλάσσουν στους πρόσφυγες και στους υπηκόους του κράτους τους ίδια μεταχείριση όσον αφορά τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Και λίγο παρακάτω προσθέτει ότι οι συμβαλλόμενες χώρες οφείλουν να επιφυλάσσουν στους πρόσφυγες μεταχείριση κατά το δυνατόν ευνοϊκή όσον αφορά την υπόλοιπη εκπαίδευση (σ.σ. πέραν της στοιχειώδους δηλαδή) και ειδικότερα την εισδοχή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, την αναγνώριση αλλοδαπών σχολικών πιστοποιητικών, διπλωμάτων και πανεπιστημιακών τίτλων κλπ.
Περαιτέρω, με το άρθρο 13 του Ν. 4540/2018, όπως αυτό ενσωματώνει σχετικό άρθρο της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, ορίζεται ότι «οι ανήλικοι πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς κατά την παραμονή τους στη χώρα έχουν πρόσβαση στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υπό προϋποθέσεις ανάλογες μ’ αυτές που ισχύουν για τους Ελληνες πολίτες». Σαν μια πρώτη εικόνα, αυτό που γίνεται εμφανές είναι ότι η Ελλάδα, ως χώρα που κύρωσε τα παραπάνω κείμενα, οφείλει να παρέχει οπωσδήποτε τουλάχιστον τη στοιχειώδη εκπαίδευση στα προσφυγόπουλα, με τον ίδιο τρόπο όπως και στα παιδιά με ελληνική υπηκοότητα.
Κι ενώ βλέπουμε να ισχύει, θεωρητικά, ένα πλαίσιο στο οποίο όλοι θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν το ίδιο εύκολα και άνευ εμποδίων το σχολείο, η πραγματικότητα μας προσγειώνει άγαρμπα. Διότι, προς υλοποίηση όλων των παραπάνω, ήρθε το υπουργείο Παιδείας, με σχετικό σχέδιο νόμου, να μας παρουσιάσει πλέον τις λεγόμενες Δ.Υ.Ε.Π. (Δομές Υποδοχής για την Εκπαίδευση Προσφυγοπαίδων) και να μας πει, πέρα από κάτι προτάσεις-ευχολόγια (με παράλληλες εξαγγελίες προσλήψεων μόνιμου προσωπικού!!), ότι στην ουσία πρόκειται για Δομές Υποδοχής που θα λειτουργούν προκειμένου να «είναι εντάξει» το ελληνικό αστικό κράτος με τις «υποχρεώσεις» του. Προκειμένου δηλαδή να παρέχει μια υποτυπώδη πρόσβαση σε δημόσια εκπαίδευση. Ή μήπως ούτε καν αυτό;
Την εκπαιδευτική χρονιά που διανύσαμε, τουλάχιστον από τις πληροφορίες που συλλέξαμε, προέκυψαν τα εξής στοιχεία: αρχικά, τα ανήλικα προσφυγόπουλα όντως εγγράφηκαν σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό (αρκετά από αυτά είναι όσα διαμένουν προσωρινά σε κέντρα φιλοξενίας ή σε camp) σε δημόσια σχολεία. Τα σχολεία αυτά ήταν όμως εξόφθαλμα ανεπαρκώς στελεχωμένα, με αποτέλεσμα να παιδιά να πηγαινοέρχονται άδικα. Ομοια άδικος κόπος και παραφροσύνη είναι για ένα παιδί, μόνο και μόνο επειδή είναι στην ηλικία να πάει στην α’ γυμνασίου, να εντάσσεται σε μία τάξη που δεν καταλαβαίνει γρι, με ανθρώπους που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα και με δασκάλους που δε γνωρίζουν πώς να το προσεγγίσουν εκπαιδευτικά.
Από την άλλη, η λογική του υπουργείου να επιμένει σε σχολεία απογευματινά (όπως αναφέρεται και στην πρόσφατη υπουργική απόφαση υπ’ αριθμ. 139654/ΓΔ4 που τιτλοφορείται «Οργάνωση, λειτουργία, συντονισμός και πρόγραμμα εκπαίδευσης των Δομών Υποδοχής για την Εκπαίδευση των Προσφύγων (Δ.Υ.Ε.Π.), κριτήρια και διαδικασία στελέχωσης των εν λόγω δομών») είναι δείγμα του πόσο σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και πόσο υπέρμαχος της ισότητας είναι. Ετσι, στο άρθρο 2 παρ. 3 αναγράφεται ρητά ότι οι Δ.Υ.Ε.Π. που αφορούν προσφυγικό πληθυσμό θα λειτουργούν από τις 14:00 έως τις 18:00. Ποιος ο λόγος να προχωρήσει σε τέτοια ρύθμιση ο υπουργός, όταν γνωρίζει ότι έτσι το μόνο που κάνει είναι να απομονώνει ακόμα περισσότερο τα παιδιά των προσφύγων που αντί να εντάσσονται στην τοπική κοινωνία θα «γκετοποιούνται» όλο και περισσότερο;
Δε θα προτείνουμε εδώ λύσεις διαχείρισης του προβλήματος. Αυτό που θα πούμε, και ενδεχομένως να επανέλθουμε με νεότερο άρθρο μας, είναι ότι όπως και οι Ελληνες έτσι και οι πρόσφυγες αποτελούν πεδίο εφαρμογής μιας σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής. Οπως οι Ελληνες έτσι και οι πρόσφυγες είναι μέρος μιας αλυσίδας, της οποίας οι κρίκοι είναι οι πρωταγωνιστές ενός αγώνα επιβίωσης. Και οι δύο βιώνουν στο πετσί τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τις επιπτώσεις. Τις επιπτώσεις μιας πολιτικής μνημονιακής και πλέον και ρατσιστικής, καθότι δεν είναι λίγες οι φορές που τα αστικά κράτη έχουν δείξει τα δόντια τους στους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν και που κατά τ’ άλλα τους συνδράμουν ποικιλοτρόπως. Γι’ αυτό και οι δύο πλευρές πρέπει να παλέψουν ενωμένες για να διεκδικήσουν –δυστυχώς προς το παρόν– τα ελάχιστα.