Στις 7 του Οκτώβρη πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο του Λαμπράκη (Μέγαρο Μουσικής) εκδήλωση της Συνόδου των Ελληνικών Πανεπιστημίων για «τα 25 χρόνια Ερευνας και Προσφοράς στην Εκπαίδευση και στην Ανάπτυξη της χώρας». Τις λεπτομέρειες της εκδήλωσης και το τι ειπώθηκε σ’ αυτήν από τους συντελεστές της δεν το γνωρίζουμε (το σημείωμα αυτό γράφτηκε το βράδυ της Τρίτης), όμως έχουμε στα χέρια μας την ομιλία που πρόκειται να εκφωνήσει ο υπουργός Παιδείας. Ο Στυλιανίδης φροντίζει να υπενθυμίσει με έμφαση στους πανεπιστημιακούς ότι τα κείμενα, που προσδιορίζουν τη «μεταρρυθμιστική προσπάθεια» της κυβέρνησης στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, είναι: α) το ελληνικό σύνταγμα, το οποίο κατά τα άλλα προσπάθησε να αναθεωρήσει, επιτρέποντας την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων (άρθρο 16) και στη συνέχεια το καταστρατηγεί με την αναγνώριση των «κολεγίων» και την δεδηλωμένη πρόθεση να θεωρηθεί το κοινοτικό δίκαιο ότι υπερτερεί του εθνικού β) η συμφωνία της Μπολόνια, που θέτει ως στόχο τη δημιουργία του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα της υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών (τρεις κύκλοι, εκ των οποίων ο πρώτος τριετής) και γ) η διαδικασία της Λισαβόνας, που επιδιώκει τη σύνδεση του πανεπιστήμιου με την αγορά και τις επιχειρήσεις. Αφού προσδιορίζει τον καμβά μέσα στον οποίο πλέκεται η κυβερνητική πολιτική, στη συνέχεια, ο υπουργός Παιδείας περνά στην απαρίθμηση των βημάτων που έκανε η κυβέρνηση, προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά στις αντιδραστικές αυτές συμφωνίες, που τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά συμφέροντα επέβαλαν στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους με τις ΗΠΑ. Ειδική μνεία, με εκτενή αναφορά έκανε στο νόμο-πλαίσιο, τον οποίο παρουσίασε ως επίτευγμα, που έφερε την κοσμογονία στο πανεπιστήμιο. Δούλεψε ψιλό γαζί τους εκπροσώπους της Συνόδου των Ελληνικών Πανεπιστημίων, λέγοντας ότι ο νόμος εξασφάλισε την αυτονομία των ΑΕΙ-ΤΕΙ και την αξιοκρατία στην εκλογή και εξέλιξη των διδασκόντων (αρκεί μόνο η παραδοχή ως νόμιμων των εκλογών-παρωδία, που «διεξήχθησαν» σε κάποια ιδρύματα από αυτούς που πέτυχαν να εκλεγούν, για να αντιληφθεί κανείς το ποιόν της αξιοκρατίας). Αναφέρθηκε στην «εύρυθμη λειτουργία» που εξασφαλίστηκε με τους εσωτερικούς κανονισμούς, οι οποίοι στραγγαλίζουν κάθε έννοια αυτονομίας, ενώ προωθούν όλα τα μέτρα αυταρχισμού ενάντια στους φοιτητές και τη «διαφάνεια» που έγινε πράξη με τους τετραετείς αναπτυξιακούς προγραμματισμούς, δηλαδή τον εξαναγκασμό των πανεπιστημίων σε στροφή προς «άλλες πηγές» προκειμένου να επιβιώσουν και τη λειτουργία τους με κριτήρια «βιωσιμότητας». Και όλα αυτά ενώ είναι γνωστό ότι ακόμα και αυτή η κάστα των πανεπιστημιακών είχε διαδικαστικές αντιρρήσεις (όχι ουσίας) στην εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, τις οποίες σε πολλά σημεία θεωρεί ανεφάρμοστες. Ο Στυλιανίδης έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην αξιολόγηση, αναφέροντας ότι πέρυσι αξιολογήθηκαν 47 Τμήματα , ενώ φέτος ολοκληρώνουν τη σχετική διαδικασία περίπου 150. Φυσικά δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο νόμο για την Ερευνα και Τεχνολογία, που αποθεώνει την ερευνητική δραστηριότητα προς όφελος των επιχειρήσεων και της αγοράς και το νόμο για τα μεταπτυχιακά, που βασίστηκε σε μια καθαρά ανταποδοτική βάση για τη λειτουργία των πανεπιστημίων.
Ο υπουργός Παιδείας, εκφραστής μιας συγκεκριμένης πολιτικής έκανε φυσικά τη δουλειά του και αυτά που είπε ήταν ανάλογα των πράξεών του. Ομως και η ίδια η πρωτοβουλία των ελληνικών πανεπιστημίων, με θέμα την προβολή του ερευνητικού έργου δεν στάθηκε στην αντίπερα όχθη από την κυβερνητική πολιτική, δεν την πολέμησε, δε στάθηκε αντίπαλός της. Αντί να διατρανωθεί ως μόνη πρόταση (από τους εκπροσώπους ενός δημόσιου υποτίθεται πανεπιστήμιου), η απλόχερη χρηματοδότηση της έρευνας αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, με στόχο τη βελτίωση της ζωής του ανθρώπου, οι εκπρόσωποι αναφέρθηκαν με έμφαση (στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν πριν την εκδήλωση) στα ερευνητικά «προγράμματα» που αποφέρουν στα πανεπιστήμια κέρδη, όταν είναι γνωστό ότι τα «προγράμματα» αυτά πραγματοποιούνται με εντολή των επιχειρήσεων, εξυπηρετούν ειδικά επιχειρηματικά συμφέροντα, έχουν αποδέκτες συγκεκριμένα κυρίως πανεπιστήμια (ιδιαίτερα του τεχνολογικού τομέα) και εκμαυλίζουν τις συνειδήσεις του επιστημονικού προσωπικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρθηκε ότι τα «προγράμματα» αυτά απέφεραν στα πανεπιστήμια τα τελευταία πέντε χρόνια 1.481.689.000 ευρώ, όταν την ίδια περίοδο ο τακτικός προϋπολογισμός του κράτους ήταν μόνο 966.470.000 ευρώ. Αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία της στάσης των πανεπιστημιακών, όταν το 80% της συνολικής ερευνητικής δραστηριότητας πραγματοποιείται από τα πανεπιστήμια, ενώ το κράτος διαθέτει μόνο το 0,5% του ΑΕΠ για την έρευνα!
Γιούλα Γκεσούλη








