Αρχισε την τρομοκρατία η Αννα Διαμαντοπούλου, ώστε η πανεπιστημιακή κοινότητα, η εργαζόμενη κοινωνία να σκύψουν το κεφάλι. Ανακοίνωσε ότι από τις 15 Ιανουαρίου, η Ελλάδα θα πληρώσει εξακόσιες χιλιάδες ευρώ εφάπαξ και 15.000 ευρώ ημερησίως, έτσι και δεν ενσωματώσει την ευρωπαϊκή οδηγία για την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των κολεγίων, που μοιραία θα οδηγήσει στην αναγνώριση των «πτυχίων» τους και την ισοτίμηση με αυτά των ελληνικών Πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
Η Διαμαντοπούλου δήλωσε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής ότι «αυτή τη στιγμή υπάρχει κενό νόμου, το οποίο σύντομα θα καλυφθεί», κάνοντας σαφείς τις προθέσεις της για άμεση πλήρη ενσωμάτωση της οδηγίας. Βέβαια, όπως και η προκάτοχός της Γιαννάκου, προσπάθησε να σπείρει τον εφησυχασμό, δηλώνοντας αθώα ότι η οδηγία αφορά στα επαγγελματικά δικαιώματα και δεν σημαίνει αναγνώριση ακαδημαϊκών προσόντων. Επεχείρησε να υποτιμήσει τη σημασία του γεγονότος, τονίζοντας ότι οι δομές αυτές δεν θα ονομάζονται κολέγια, αλλά Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, λες και η ουσία είναι στον τίτλο, ο οποίος άλλωστε μπορεί να αλλάξει στο μέλλον, ενώ και σήμερα καταστρατηγείται στη διαφημιστική καμπάνια των εμπόρων της γνώσης (αποκαλούνται πανεπιστήμια ενώ ο νόμος το απαγορεύει ρητά).
Η υπουργός Παιδείας προσπάθησε να παραπλανήσει και να δελεάσει, δηλώνοντας -ενώ γνωρίζει ότι αυτό είναι αδύνατον και υπάρχουν γι’ αυτό αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου- ότι θα υπάρχουν ουσιαστικοί έλεγχοι ποιότητας, λανσάροντας «τα αντισταθμιστικά οφέλη προς τους φορείς οι οποίοι έχουν ενστάσεις π.χ. με πρόσθετα μαθήματα, επιπλέον χρόνο μαθητείας κ.λπ.