Ειδική έκθεση με τίτλο «Η έξοδος από την κρίση ξεκινάει από τα θρανία» έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών), για να μας διαφωτίσει για τις απαραίτητες αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στη δημόσια εκπαίδευση. Με τον τρόπο αυτό, οι μεγαλοκαπιταλιστές συμμετέχουν «δημιουργικά» στο δημόσιο «διάλογο», μιας και αναγνωρίζονται διαχρονικά απ’ όλες τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου ως βασικός πυλώνας των «παραγωγικών φορέων της χώρας» [εξ ου και η συμμετοχή τους στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (ΕΣΥΠ) και τώρα στο Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΣΕΚΑΑΔ)].
Οι καπιταλιστές, αφού κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στη δουλειά που γίνεται στο δημόσιο σχολείο από αυτή που πραγματοποιείται στα πρότυπα σχολεία (αυστηρή επιλογή των μαθητών με εξετάσεις, αξιολόγηση, αυξημένα προσόντα διδακτικού προσωπικού, κ.λπ.) και αφού εξάρουν τις επιτυχίες των ιδιωτικών σχολείων (δε μπορούν να μην ευλογήσουν τα γένια τους) εντοπίζουν τις «παθογένειες» του δημόσιου σχολείου στα εξής:
♦ Στην κακή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων, τη στιγμή που υπάρχει υπερεπάρκειά τους. Συγκεκριμένα, ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός που επιβάλλει το Υπουργείο όχι μόνο στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος αλλά και στη διαχείριση των πόρων, στερεί το Ελληνικό σχολείο από τη δυνατότητα να αξιοποιήσει προς όφελος των μαθητών τις δυνατότητες των Ελλήνων εκπαιδευτικών.
♦ Στην έλλειψη αποκέντρωσης. Η σημαντικότερη πρόκληση για το Ελληνικό σχολείο σήμερα εντοπίζεται στην αποκέντρωση από την ασφυχτική μικροδιοίκηση που επιβάλλει το Υπουργείο.
♦ Στην έλλειψη των δομών εκείνων διοίκησης και αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα συνεργασίας, που θα επιτρέψουν σε αυτή την αυτονομία να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Κοντολογίς, οι καπιταλιστές μάς λένε ότι το σχολείο δεν έχει ανάγκη από πρόσθετους διορισμούς, αφού υπάρχει υπερεπάρκεια ανθρώπινων πόρων, αποσιωπώντας τα χιλιάδες κενά που υπάρχουν κάθε χρονιά, καθώς και το γεγονός ότι τα κενά καλύπτονται (στο βαθμό που καλύπτονται) με δεκάδες χιλιάδες αναπληρωτές και συμβασιούχους κάθε μορφής.
Θεωρούν δε, ότι η περίφημη «αυτονομία» της σχολικής μονάδας, στη διοίκηση, τη διαμόρφωση του προγράμματος και τη διαχείριση των πόρων (οικονομικών και ανθρώπινων) είναι το φάρμακο για να θεραπευτούν οι πληγές της δημόσιας εκπαίδευσης. Η «αυτονομία» με συμπληρωματικό στοιχείο την «αποκέντρωση», δηλαδή την εκχώρηση των υποχρεώσεων του κράτους στους μπατιρημένους Δήμους και από κει στις πλάτες της εργαζόμενης κοινωνίας είναι το δίδυμο της επιτυχίας.
Ως προς αυτά τα δυο ζητήματα, οι καπιταλιστές, συμφωνούν απόλυτα με τον Γαβρόγλου και τη διαχείριση της κατάστασης στην εκπαίδευση που κάνουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. «Κόφτης» στην Παιδεία με κάθε μέσο, ώστε να μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες και θεωρίες (Γαβρόγλου), που αναμένουν την πραγματοποίησή τους μετά την ολοκλήρωση του «διαλόγου» για αυτονομία της σχολικής μονάδας (διοικητική, παιδαγωγική, οικονομική), για επαναφορά της αξιολόγησης και για αποκέντρωση.
Οι βιομήχανοι δεν αμφισβητούν τη «στενότητα των πόρων» που έχει επιβάλει η κρίση και αναζητούν μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο την «ποιότητα της εκπαίδευσης», την οποία συνδέουν «με τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας». Δηλαδή, η ποιότητα της εκπαίδευσης αποτιμάται με το πόσο ικανά γκαρσόνια και εργάτες λειψών γνώσεων και δεξιοτήτων «παράγει» το εκπαιδευτικό σύστημα, μιας και ο ελληνικός καπιταλισμός είναι δεμένος στο άρμα του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας.
Ταυτόχρονα, συνδέουν την ποιότητα της εκπαίδευσης με τα αποτελέσματα του διεθνούς διαγωνισμού κατάκτησης δεξιοτήτων PISA.
Αφήνουν σαφή υπονοούμενα για τη δημόσια δαπάνη για τη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών (χαρακτηρίζεται «γενναιόδωρη»), την οποία θεωρούν υψηλή, τον αριθμό των σχολικών αργιών, καθώς και για το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών (προφανώς θέλουν να αυξηθεί), ενώ δημαγωγούν, όπως και όλοι οι καλοθελητές, με την αναλογία διδασκόντων προς μαθητές, την οποία θεωρούν «ευνοϊκή», βγάζοντας το μέσο όρο ανάμεσα σε αυτή που ισχύει στις απομακρυσμένες περιοχές και τα νησιά και αυτή των μεγάλων αστικών κέντρων με τα πολυπληθή τμήματα.
Από την πρόταση των βιομηχάνων δε θα μπορούσε να λείψει η κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, που αποτελεί «καρφί» στα μάτια όλου του εσμού του νεοφιλελευθερισμού και των καπιταλιστών, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και στην Ελλάδα.
Αφού κάνουν αυτήν την περισπούδαστη ανάλυση, οι καπιταλιστές καταλήγουν στις εξής 12 προτάσεις:
1. Ενίσχυση της αυτονομίας των διοικήσεων των σχολείων στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος και την διαχείριση του προϋπολογισμού του σχολείου.
2. Ενίσχυση πόρων για τη διδασκαλία μαθημάτων πληροφορικής, επιχειρηματικότητας και αγωγής του πολίτη στις δύο βαθμίδες.
3. Καθιέρωση εθνικών στρατηγικών στόχων βάσει των οποίων θα αξιολογούνται τα σχολεία, με παράλληλη ενίσχυση της εποπτείας της διοίκησης του σχολείου ώστε η αυξημένη ελευθερία διαχείρισης να συνοδεύεται από ανάλογη λογοδοσία και επαρκή διαφάνεια.
4. Αύξηση της εμπλοκής των τοπικών αρχών, ιδανικά με ανάληψη και μέρους της ευθύνης χρηματοδότησης και την αντίστοιχη ευθύνη εποπτείας.
5. Προγράμματα ανάπτυξης διδακτικών δεξιοτήτων των πτυχιούχων που σκοπεύουν να εργαστούν ως εκπαιδευτικοί.
6. Ανάπτυξη και εδραίωση ομαδικής δουλειάς των δασκάλων και της εξατομικευμένης εκπαίδευσης.
7. Ανάπτυξη συστημάτων αξιολόγησης, σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο μονάδας.
8. Ταύτιση των αυξημένων αρμοδιοτήτων που θα έχει η διοίκηση του σχολείου με μια διαδικασία επιλογής που θα διασφαλίζει ότι οι θέσεις αυτές θα πληρώνονται από διευθυντές με την απαραίτητη επιστημονική κατάρτιση και διοικητική ικανότητα.
9. Στόχος των παραπάνω θα είναι η καλύτερη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων, ώστε να αυξηθούν οι μέσες ώρες διδασκαλίας και να μειωθούν οι ανάγκες για έκτακτους εκπαιδευτικούς.
10. Ορθή κατανομή των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων για τη συνολική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος.
11. Αντικατάσταση του άρθρου 16 του Συντάγματος με το άρθρο 14 του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που έχει κυρωθεί από την Ελληνική Βουλή με το Ν3671/2008 και αναγνώριση του γονεϊκού δικαιώματος επιλογής της εκπαίδευσης που θα λάβουν τα παιδιά καθώς και αναγνώριση και κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της σε όλες της βαθμίδες και σε όλους τους τύπους εκπαίδευσης.
12. Πολιτική διαφάνειας (open data) στο σύνολο των δημόσιων πόρων που κατευθύνονται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Γιούλα Γκεσούλη