Ενας κι ένας είναι όλοι «οι άνθρωποι της υπουργού Παιδείας» που τοποθετούνται στα κρίσιμα πόστα για την εκπαίδευση. Η Κεραμέως διατείνεται ότι έκανε «ανεξάρτητες» και όχι κομματικές επιλογές. Μα, το ζήτημα είναι εάν είναι κομματικά μέλη της ΝΔ τα εν λόγω πρόσωπα ή εάν με τις πράξεις τους και τις διακηρύξεις τους όλα τα προηγούμενα χρόνια -και ειδικά τα επίμαχα διαστήματα που άρχισε η επιχείρηση «εκσυγχρονισμού» της δημόσιας εκπαίδευσης- ταυτίζονται με όσα πράττει και όσα διατείνεται ότι θα πράξει η κυβέρνηση της ΝΔ και το υπουργείο Παιδείας;
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά:
Γιάννης Αντωνίου, Πρόεδρος Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ)
Αποτελεί δείγμα πολιτικού σαλταδορισμού, αφού πέρασε απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους (ΚΚΕ, ΕΑΡ, Συνασπισμός, ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ) και σήμερα αποτελεί γκεσέμι της αντιδραστικής αντιεκπαιδευτικής πολιτικής της ΝΔ.
«Είναι διαπρύσιος κήρυκας του δόγματος της αγοράς στην εκπαίδευση». Τον Οκτώβριο του 2015 ως Διευθυντής Σπουδών στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη συνέταξε σύστημα «παράνομης και αυθαίρετης αξιολόγησης» και προσπάθησε να το επιβάλει πάραυτα, παρόλο που απαγορευόταν από το νόμο, καθώς το σχετικό ΠΔ είχε αποσυρθεί. Επιδίωξη «ο εκφοβισμός, η στοχοποίηση και η ‘’νομιμοποίηση’’ της απόλυσης συναδέλφων, καθώς και ο περιορισμός της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας» (καταγγελία της ΟΙΕΛΕ).
Είναι ορκισμένος εχθρός των συνδικάτων και των συνδικαλιστών (όχι βεβαίως από εναντίωση στους αστογραφειοκράτες συνδικαλιστές).
Κρίνεται «ακατάλληλος για τη θέση του προέδρου του ΙΕΠ», ακόμη και από αυτήν την γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ, η οποία δηλώνει ότι «θα αγωνιστεί ενάντια στην επιβολή των απόψεων και των σχεδίων του».
Οι απόψεις και τα σχέδιά του είναι γνωστά στην εκπαιδευτική κοινότητα. Πρόκειται για: «Την επαναφορά και επέκταση του θεσμού των προτύπων πειραματικών και της ‘’αξιολόγησης’’ που ο ίδιος είχε επιβάλλει όταν ήταν μέλος της ΔΕΠΣ με τις περίφημες συνεντεύξεις. Την επαναφορά της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και την κατηγοριοποίησή τους. Την επαναφορά της ατομικής τιμωρητικής αξιολόγησης με ποσοστώσεις. Την απομάκρυνση των αιρετών εκπροσώπων από τα Συμβούλια Επιλογής Στελεχών Διοίκησης» (καταγγελία της ΟΛΜΕ).
Μόλις ανέλαβε ο Γ. Αντωνίου, ως πρόεδρος του ΙΕΠ, φρόντισε να κάνει καθαρές τις προθέσεις του: «Οσο κι αν ακούγεται αναχρονισμός, το ρολόι σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014, με την προσθήκη βεβαίως των αναγκαίων διορθώσεων και συμπληρώσεων που ο αναστοχασμός και η συγκυρία δημιουργούν. Με άλλα λόγια πρέπει να ξαναχτιστεί αυτό που γκρεμίστηκε στην τετραετία 2015-2019, βελτιωμένο και ενισχυμένο για να πάμε παρακάτω», δήλωσε.
Δηλαδή, ο Γ. Αντωνίου θεωρεί έγκλημα την ακύρωση των πιο σκληρών αντιδραστικών μέτρων των Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου.
Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει την αξιολόγηση «οξυγόνο των εκπαιδευτικών συστημάτων, το εργαλείο για την ανάπτυξη της δυναμικής τους και της προσαρμογής τους στις ανάγκες της εποχής», που η Ελλάδα ατύχησε και δεν έχει τα τελευταία 40 χρόνια.
Ορέστης Καλογήρου, Πρόεδρος ΔΟΑΤΑΠ
Φυσικός, καθηγητής ΑΠΘ. Είναι πρόσωπο που συχνά πυκνά εξέφραζε τις απόψεις του στο διαδίκτυο και με αρθρογραφία κυρίως στα ΝΕΑ.
Υπήρξε μέλος της πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής στην «Πρωτοβουλία Πανεπιστημιακών για την Αναβάθμιση και τη Μεταρρύθμιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου» (2006-2010). Πρόκειται για την Πρωτοβουλία των 1.000 αυτόκλητων συνομιλητών της Μαριέττας Γιαννάκου, την οποία έσπευσαν να βοηθήσουν εμφανιζόμενοι ως οπαδοί του «νηφάλιου διαλόγου», όταν ο νόμος της κινδύνευε να βρεθεί στα σκουπίδια λόγω των μαζικών κινητοποιήσεων του φοιτητικού κινήματος και της ΠΟΣΔΕΠ. Εκσυγχρονιστές όλων των αποχρώσεων, συγκρότησαν τη Συντονιστική Επιτροπή, που ανέλαβε να παίξει το ρόλο του κολαούζου του υπουργείου Παιδείας και διατύπωσαν σε κείμενο τα κοινά τους σημεία, συνιστώντας μιαν αντίληψη πανομοιότυπη με αυτήν του Προσχέδιου της Γιαννάκου. Εδωσαν μάλιστα συνέντευξη Τύπου, όπου καταδίκασαν τα «κλειστά Πανεπιστήμια», τάχθηκαν ουσιαστικά υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16, κάνοντας νύξη για ανάγκη δημοσιοποίησης από τα κόμματα της «νέας διατύπωσης του άρθρου και κυρίως του κανονιστικού νόμου». Και ομολόγησαν την πίστη τους και συμφωνία τους στη Διακήρυξη της Μπολόνια.
Ο Ορέστης Καλογήρου υπήρξε υπέρμαχος του νόμου 4009/2011, που είναι γνωστός ως νόμος Διαμαντοπούλου (Τα ΝΕΑ 3 Ατγούστου του 12): «Ο νόμος 4009/2011 αποτέλεσε ένα μεγάλο στοίχημα. Απέκτησε εμβληματικά χαρακτηριστικά σε μεγάλα τμήματα πολιτών, που ασφυκτιούν εδώ και πολλά χρόνια στο περιβάλλον της εσωστρέφειας, της μετριοκρατίας και της απομόνωσης από τις διεθνείς αναζητήσεις. Αποτέλεσε μέτρο για το κατά πόσο η χώρα είναι μεταρρυθμίσιμη. Υπήρξε δείκτης εξόδου από τη βαθιά πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και εκπαιδευτική κρίση (…) δημιούργησε την προσδοκία ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο θα έσπαζε τον φαύλο κύκλο του κομματικού εναγκαλισμού και του φατριασμού, για να μπορέσει να αναδείξει τις τεράστιες δυνατότητές του. Γιατί πρόβαλε την, έστω και υπερβολικά αισιόδοξη, προοπτική ότι με συντεταγμένο τρόπο, με βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις η χώρα θα βρει τον βηματισμό της».
Τάχθηκε υπέρ των Συμβουλίων διοίκησης των Πανεπιστημίων (Τα ΝΕΑ 12 Ιουλίου 2011): «Η εξαγγελλόμενη μεταρρύθμιση επιχειρεί να λύσει το πρόβλημα του μοντέλου διοίκησης εισάγοντας τον θεσμό του Συμβουλίου Ιδρύματος. Εδώ εγείρεται από πολλές μεριές η ένσταση περί του αυτοδιοίκητου. Οπως γίνεται συχνά στον δημόσιο διάλογο, η έννοια αυτή διαστρεβλώνεται έτσι, ώστε η συντεχνιακή αντίδραση να περιβληθεί τον μανδύα του υπερασπιστή της δημοκρατικής νομιμότητας (…) Η διαδικασία αυτή (σ.σ. εννοεί τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος Διαμαντοπούλου) εξασφαλίζει απολύτως το αυτοδιοίκητο».
Εμμέσως, πλην σαφώς, είναι κατά του πανεπιστημιακού ασύλου (Τα ΝΕΑ 13/11/2018): «Μόνο στο ΑΠΘ θα ακούσεις από την άλλη μεριά του τηλεφώνου ‘’δεν μπορούμε να επέμβουμε λόγω του ασύλου’’ (…) Στο ΑΠΘ φοιτητές και καθηγητές φοβόμαστε. Αλλά είμαστε αποφασισμένοι να διώξουμε τον φόβο. Γιατί αγαπάμε την ελευθερία. Πρέπει να τα πούμε πάλι».
Υπήρξε φανατικός αντι-ΣΥΡΙΖΑ από τα δεξιά (Liberal 21/10/2018): «… Πάνω από όλα, χρειάζεται ηγεμονία ιδεών, πολιτική ηγεμονία των κοινωνικών δυνάμεων που θέλουν να αλλάξει το πανεπιστήμιο. Σήμερα υπάρχει ηγεμονία των δυνάμεων που θέλουν ένα υποβαθμισμένο πανεπιστήμιο. Η μάχη είναι (και) ιδεολογική. Και (πρέπει να) είναι συνεχής. Μέχρι να κερδηθεί».
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, επί της πρότασης της υπουργού Παιδείας να ορισθεί νέος Πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ (31/1/2020), σε ερώτημα βουλευτών αν θεωρεί ότι τα πτυχία των κολλεγίων είναι ισοδύναμα με τα πτυχία των δημοσίων Πανεπιστημίων, απάντησε διπλωματικά, οχυρωμένος πίσω από το ισχύον Σύνταγμα και απέφυγε να πει καθαρά τη γνώμη του για τα κολλέγια: «Θα το πω λίγο χαριτωμένα. Δεν υπάρχει τρόπος να το κρίνουμε, το απαγορεύει το άρθρο 16. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα κολλέγια, γιατί δεν είναι αναγνωρισμένα Πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Μας εμποδίζει, είναι εμπόδιο το άρθρο 16, για να τα αξιολογήσουμε και να τα ελέγξουμε».
Ως κερασάκι στην τούρτα αναφέρουμε το γεγονός ότι συμμετείχε στην προεκλογική καμπάνια του Μπουτάρη για το Δήμο Θεσσαλονίκης, παριστάνοντας τον … Διογένη. Ο … σοβαρός πανεπιστημιακός φοράει χλαμύδα, φέρει στεφάνι δάφνης στο κεφάλι και κρατά φανάρι ενώ αναφωνεί «Αν δε ζούσα σε πυθάρι θα εψήφιζα Μπουτάρη»! (https://youtu.be/U-3z-gTCBXY)
Περικλής Μήτκας: Πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης
Είναι τέως πρύτανης ΑΠΘ, ενός Πανεπιστήμιου που έδρεψε δάφνες όσον αφορά το νέο μοντέλο επιχειρηματικής λειτουργίας.
Εχει το προφίλ του «μετριοπαθούς δεξιού». Τάχθηκε ουσιαστικά κατά της συμφωνίας των Πρεσπών, θεωρώντας ότι έχουν υποσταλεί οι σημαίες των αγώνων και σαλπίζεται υποχώρηση. Εδωσε, λέει, μάχες ακολουθώντας την «εθνική γραμμή», αλλά «ούτε οι ακραίες και φανατικές αντιρρήσεις με βρίσκουν σύμφωνο». Κοντολογίς, έχει την ίδια άποψη με τη μετεκλογική στάση Μητσοτάκη.
Είναι υπέρμαχος του νέου νόμου για τη νομοθέτηση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, που αντικατέστησε την ΑΔΙΠ, με υπερεξουσίες (εισήγηση για συγχωνεύσεις-καταργήσεις Τμημάτων-Πανεπιστημίων, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση με κριτήρια σκληρού ανταγωνισμού των ΑΕΙ, χρηματοδότηση υπό την αίρεση της αξιολόγησης, κ.λπ.).
Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Γενικότερα, η υπάρχουσα χρηματοδότηση, προφανώς, δεν είναι επαρκής. Αυτό το ξέρουν, το ζουν τα Πανεπιστήμια πολλά χρόνια. Τα τελευταία δέκα χρόνια της κρίσης το δημόσιο Πανεπιστήμιο επλήγη σημαντικά. Το ‘’80 – 20’’ δεν επιφέρει αναγκαστικά μείωση της χρηματοδότησης, αφού το σύνολο της χρηματοδότησης για τα Πανεπιστήμια, πάλι θα δοθεί στα Πανεπιστήμια. Ενδεχομένως, να υπάρξει μια μικρή αυξομείωση στο κονδύλι που θα πάρει ένα συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο».
Τη θητεία του ως πρύτανης τερμάτισε με μια «εμβληματική» πράξη: Αναγόρευσε τον Ανθιμο επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας. Η τελετή, διά τον φόβον των ιουδαίων, έγινε στη μητροπολιτική κατοικία και όχι στο Πανεπιστήμιο!