Τα στατιστικά στοιχεία των βαθμολογιών των υποψήφιων που πήραν μέρος στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις αποτελούν τυπικά το πλαίσιο βάσει του οποίου οι υποψήφιοι θα προσπαθήσουν να συμπληρώσουν στη συνέχεια το μηχανογραφικό τους δελτίο, κάνοντας συγκρίσεις με τα περσινά δεδομένα, για το πώς δηλαδή κινήθηκαν οι βάσεις εισαγωγής. Ωστόσο οι συγκρίσεις με την περσινή χρονιά έχουν μεγάλο ποσοστό απόκλισης, καθώς φέτος έχουμε νέα δεδομένα: τη διαφοροποίηση στα επιστημονικά πεδία, τη διαφορετική κατανομή των υποψήφιων, τη μείωση των εξεταζόμενων μαθημάτων σε 4 (ή 5 κατά περίπτωση) από 6, τη μη συμμετοχή του προφορικού βαθμού, που βελτίωνε την επίδοση στα γραπτά, για τον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας.
Ανακοινώνοντας τα στατιστικά στοιχεία, το υπουργείο Παιδείας (Φίλης και Παντής) επεσήμανε ότι φέτος «τα θέματα τα οποία μπήκαν ήταν θέματα που ανταποκρίνονταν στην εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στην αίθουσα», ήταν θέματα «διαβαθμισμένης δυσκολίας και μέσα από το βιβλίο και την τάξη» και ότι «τα 650 θέματα συνολικά που επέλεξε η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων στις πανελλαδικές εξετάσεις ήταν εκτός των θεμάτων που έδιναν ως SOS τα φροντιστήρια, ενώ κανένα από αυτά δεν μπήκε στις Πανελλαδικές της τελευταίας τριετίας».
Οι δηλώσεις αυτές δείχνουν για μια ακόμη φορά ότι στην Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων δίνονται κάθε φορά οδηγίες από το υπουργείο Παιδείας ως προς την επιλογή των θεμάτων, ανάλογα με την πολιτική που θέλει να υπηρετήσει στη συγκεκριμένη στιγμή το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία.
Στη φάση που βρισκόμαστε και ενώ περισσεύουν οι υποκριτικές δηλώσεις των συριζαίων για τον εξοντωτικό χαρακτήρα των εξετάσεων (υποκριτικές γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να διατηρεί την καρμανιόλα των πανελλαδικών, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες για ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια, ενώ και η πρόταση Λιάκου περιέχει εξετάσεις πανελλαδικού τύπου για την απόκτηση του εθνικού απολυτήριου και στη συνέχεια νέες εξετάσεις για την εισαγωγή στις υψηλόβαθμες περιζήτητες σχολές), η συγκυβέρνηση επέλεξε την κατεύθυνση που αναφέρεται παραπάνω, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του Φίλη και του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παντή.
Θέλησε, δηλαδή, να δώσει την αίσθηση ότι το ενδιαφέρον της εστιάζεται στην ανακούφιση των μαθητών, στην καταπολέμηση της παραπαιδείας και ότι η τέτοια αντιμετώπιση των πανελλαδικών αποτελεί το πρόκριμα για τις αλλαγές που σχεδιάζονται για το μέλλον.
Οπως, όμως, γράψαμε και στο προηγούμενο φύλλο της Κόντρας, οι αλλαγές αυτές είναι του… πολύ μακρινού μέλλοντος (δηλώσεις Παντή). Το ίδιο, άλλωστε, επεσήμανε και ο Φίλης κατά την ανακοίνωση των στατιστικών στοιχείων των βαθμολογιών των πανελλαδικών: «Εχουμε πει ως Υπουργείο ότι συζητούμε, δεν βιαζόμαστε, προκειμένου να προχωρήσουμε στην αλλαγή του συστήματος επιλογής των παιδιών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εχει διατυπωθεί μια άποψη από την Επιτροπή Διαλόγου υπό τον κ. Λιάκο. Συζητούμε. Οποιαδήποτε αλλαγή στο σύστημα επιλογής των παιδιών για τα πανεπιστήμια, προϋποθέτει αλλαγή του Λυκείου, αλλά και των πανεπιστημίων σε κάποιες πλευρές».
Παρόλο που τα θέματα αυτή τη χρονιά ήταν γενικώς «εύκολα», δεν έχουμε έκρηξη αριστούχων. Αντίθετα έχουμε μείωση των μαθητών που πέφτουν κάτω από τη βάση και συγκέντρωση των υποψήφιων στις μεσαίες βαθμολογίες.
Το γεγονός αυτό δείχνει πόσο αβασάνιστα είναι τα συμπεράσματα για καλούς και κακούς μαθητές, για μαθητές άξιους να περάσουν στις υψηλόβαθμες σχολές ή για την επιβολή «κοφτών», όπως αυτού της βάσης του 10. Δείχνει ότι οι εξετάσεις είναι σώμα ξένο και επένθετο στην εκπαιδευτική διαδικασία, που μετρά απλώς την αντοχή στην αγωνία, μέσο επιλογής των μαθητών και βαλβίδα ρύθμισης της ροής προς την τριτοβάθμια εξέταση.
Δείχνει ακόμα πως η όποια απόδοση των μαθητών σε αυτές είναι συνάρτηση κοινωνικών παραγόντων και όχι μόνο της μέγιστης ή ήσσονος προσπάθειας. Γιατί το μορφωτικό και οικονομικό περιβάλλον του μαθητή, κοντολογίς η ταξική θέση της οικογένειάς του στην κοινωνία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το ενδιαφέρον του και το μέγεθος της προσπάθειας που καταβάλλει, αλλά και το αποτέλεσμα της προσπάθειας.
Τις επιλογές του τώρα, σε σχέση με τις σχολές της προτίμησής του, θα καθορίσουν και η βαθμολογία την οποία πέτυχε στις εξετάσεις, αλλά και η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, σε συνάρτηση με τον τόπο κατοικίας. Η κρίση έχει τσακίσει τα μεσαία και χαμηλά στρώματα της εργαζόμενης κοινωνίας, με αποτέλεσμα αυτά να μην είναι σε θέση να στηρίξουν τις όποιες επιλογές των παιδιών τους, τη φοίτηση σε πολυδάπανες σχολές, σε σχολές μακριά από τον τόπο κατοικίας. Το ρόλο τους, βέβαια, παίζουν και η αίγλη που ασκούν οι πολύφερνες σχολές των Πανεπιστημίων και οι πιθανότητες επαγγελματικής αποκατάστασης (;).
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων
♦ Στην Ομάδα των Ανθρωπιστικών Σπουδών:
Στα Αρχαία Ελληνικά έγραψε πάνω από τη βάση το 47,35% των υποψήφιων, ενώ αρίστευσε το 2,78%. Στα Λατινικά το 69,09% και στην Ιστορία το 52,23%.
Στη Νεοελληνική Γλώσσα το 87% έγραψε πάνω από τη βάση. Εχουμε, όμως, μεγάλη συγκέντρωση των βαθμολογιών στη μεσαία κλίμακα.
Στα Μαθηματικά Γενικής Παιδείας το 66,19% των υποψήφιων έπεσε κάτω από τη βάση και το 6,56% συγκέντρωσε βαθμολογίες από 18-20.
♦ Στην Ομάδα των Θετικών Σπουδών:
Στα Μαθηματικά πάνω από τη βάση έγραψε το 53,24%, στη Φυσική το 69,5%, στη Βιολογία το 75,46% και στη Χημεία το 75,27%.
Στα Μαθηματικά τη μεγάλη συγκέντρωση την έχουμε στις μεσαίες βαθμολογίες. Αριστα (18-20) έγραψε το 2,5%.
Στη Φυσική από 18-20 έγραψε το 6,13%, στη Χημεία το 8,09% και στη Βιολογία το 6,25%.
Στην Ιστορία Γενικής Παιδείας έχουμε Βατερλό, αφού το 84,48% έγραψε κάτω από τη βάση.
♦ Στην Ομάδα Οικονομίας και Πληροφορικής:
Στα Μαθηματικά το 77,89% των υποψήφιων έγραψε κάτω από τη βάση. Καλύτερες ήταν οι επιδόσεις στην Ανάπτυξη Εφαρμογών και στις Αρχές Οικονομικής Θεωρίας, με τα ποσοστά αντίστοιχα των υποψήφιων που έγραψαν πάνω από τη βάση να είναι 60,54% και 72,84%.
Οι άριστοι (18-20) ήταν στα Μαθηματικά ελάχιστοι (ποσοστό 0,85%), στην Ανάπτυξη Εφαρμογών 15% και στις Αρχές Οικονομικής Θεωρίας 32,34%.
Στα Μαθήματα Γενικής Παιδείας (σε όλες τις Ομάδες) πάνω από τη βάση έγραψαν στη Νεοελληνική Γλώσσα το 87,97%, στην Ιστορία το 17,36%, στα Μαθηματικά το 33,81 και στη Βιολογία το 73,04%.
Και αυτή τη χρονιά δεκάδες υποψήφιοι δεν θα μπορέσουν να πετύχουν την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, αφού στις φετινές εξετάσεις μετείχαν συνολικά 103.402 υποψήφιοι για 69.985 θέσεις σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Αμέσως, αμέσως δηλαδή 33.417 υποψήφιοι μένουν εκτός νυμφώνος. Οι 84.441 υποψήφιοι είναι αυτοί των Γενικών Λυκείων. Αυτοί θα διεκδικήσουν 57.991 θέσεις. Εκτός ΑΕΙ-ΤΕΙ μένουν δηλαδή «με το καλημέρα» 26.450 υποψήφιοι.
Σημειώνουμε ότι ο αριθμός των εισακτέων φαίνεται για την ακαδημαϊκή χρονιά 2016-2017 αυξημένος κατά 1.640 θέσεις. Η αύξηση αυτή παρουσιάζεται λόγω της αύξησης του αριθμού των εισακτέων στα ΤΕΙ, ενώ στα Πανεπιστήμια έχουμε 345 θέσεις λιγότερες. Και οι συριζαίοι ακολούθησαν την πολιτική των προκατόχων τους, αυξάνοντας τις θέσεις στα ΤΕΙ και μειώνοντας αυτές των Πανεπιστημίων για να στρέψουν τη νεολαία της εργαζόμενης κοινωνίας και ιδιαίτερα αυτή που προέρχεται από τα χαμηλά στρώματα στη λεγόμενη Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση.








