«Πιστεύουμε στην . Πρέπει να έχουμε τον τρόπο να καταλάβουμε τι πάει καλά και τι στραβά και να το διορθώνουμε. Οχι επειδή πέρασε από το μυαλό του αρμόδιου, αλλά μέσα από μία διαδικασία. Η αξιολόγηση είναι . Είναι το κίνητρο για βελτίωση. Να σεβόμαστε τα χρήματα του φορολογούμενου, τα οποία πρέπει να πιάνουν τόπο. Η αξιολόγηση δεν είναι μπαμπούλας. Με αυτόν τον τρόπο θα παίρνουμε Είναι έντιμο και διαφανές. Δεν είναι δική μας πατέντα, γίνεται και στο εξωτερικό». (Κ. Χατζηδάκης στο Sport24 Radio 103,3 , οι εμφάσεις δικές μας).
Χρόνια τώρα έχουν φροντίσει να απαξιώσουν το δημόσιο και να λοιδορήσουν συλλήβδην τους δημόσιους υπάλληλους, φορτώνοντάς τους τα κακά δαιμόνια της κατάντιας του ελληνικού καπιταλισμού.
Την ίδια στιγμή εκμεταλλεύονται την κρίση, την απογοήτευση και τη συντηρητικοποίηση μεγάλου μέρους της εργαζόμενης κοινωνίας. Εκμεταλλεύονται την απουσία ταξικής συνείδησης και μαζικού διεκδικητικού κινήματος που συνενώνουν τους εργαζόμενους ενάντια στον κοινό στόχο, το κεφάλαιο και το αστικό πολιτικό σύστημα, τους μόνους υπεύθυνους για τα δεινά που έχουν σωρευτεί στα λαϊκά στρώματα. Εχουν πάρει αέρα από τα φαινόμενα βίας που στρέφονται -ειδικά στα χρόνια της κρίσης- συχνά-πυκνά ενάντια σε εκπαιδευτικούς από γονείς που θεωρούν ότι υπαίτιοι για τα προβλήματά τους είναι οι δάσκαλοι των παιδιών τους.
Με τα μάτια, λοιπόν, στραμμένα στα συντηριτικά και καθυστερημένα πολιτικά στρώματα, στα οποία αποδίδουν την ψευδαίσθηση του τιμωρού και, μέσω της τιμωρίας των «ασυνείδητων» και «ανεπαρκών» εκπαιδευτικών, το ρόλο του καθοριστικού ρυθμιστή της εικόνας και της λειτουργίας του «άριστου σχολείου», η ΝΔ αναφέρεται στην αξιολόγηση των σχολικών μονάδων από τους γονείς.
Μπορεί να χάνει το εκπαιδευτικό ακροατήριο (άλλωστε, ποιο είναι το μεγεθός του;), αλλά κερδίζει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους. Ετσι σκέφτεται η ΝΔ, που θέλει σχολεία κατηγοριοποιημένα, με εκπαιδευτικούς υποταγμένους, τρομοκρατημένους, δούλους, έρμαια στη βούληση των κακοπροαίρετων, που δε συλλογίζονται ότι μια τέτοια κατάσταση θα είναι σε βάρος πρώτα απ’ όλα των ίδιων των παιδιών τους.
Αλλά και στο στόχο της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων αναφέρθηκε ο Κωστής Χατζηδάκης: «Παρότι εδώ … Ο κ. Τσίπρας έχει επιβάλλει την άποψή του για μη κρατικά πανεπιστήμια στους βουλευτές του. . Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να έχουμε μία απελευθέρωση από το σοβιετικό μοντέλο, με . Επίσης, να οργανώσουμε και , στα πανεπιστήμια της Κρήτης, του Αιγαίου και του Ιονίου. Να συνδυάζουν οι φοιτητές τα μαθήματά τους με τις διακοπές τους. Οπως και να ενθαρρύνουμε τη ».
Ο Χατζηδάκης ομολογεί ότι σε αυτήν τη φάση δεν είναι δυνατή η κατάργηση του άρθρου 16 του συντάγματος, που απαγορεύει την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Βέβαια, αποδίδει την αδυναμία αυτή στις… εμμονές των συριζαίων που δε συναίνεσαν κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος. Ξέρει πολύ καλά, όμως, κι ας μην το ομολογεί, ότι το πραγματικό εμπόδιο είναι η νεολαία (κυρίως το φοιτητικό κίνημα), που σε κάθε τέτοια απόπειρα στο παρελθόν πρόβαλε μεγάλη αντίσταση και τελικά ακύρωσε την κατάργηση του άρθρου 16 (το παράδειγμα του Γιωργάκη Παπανδρέου δεν είναι πολύ μακρινό).
Προτείνει, λοιπόν, ενδιάμεσους και όχι τόσο φανερούς τρόπους, μέσω των οποίων ιδιωτικοποιούνται πλευρές του δημόσιου πανεπιστήμιου (προπτυχιακά και μεταπτυχιακά ξενόγλωσσα μαθήματα στα δημόσια πανεπιστήμια, Summer Schools και Universities, συνεργασία των ελληνικών με γνωστά ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια για κοινά πτυχία) και διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση που θα λειτουργήσει ως ώριμο φρούτο σε μια μελλοντική αναθεώρηση του συντάγματος.
Προσβλέποντας στο συντηρητικό ακροατήριο, ο Χατζηδάκης επαναλαμβάνει τα γνωστά επιχειρήματα για την Ελλάδα που είναι το μόνο «μαύρο πρόβατο» που δεν έχει ιδιωτικά πανεπιστήμια και αναγκάζει τους νέους να φεύγουν στο εξωτερικό.
Ψηφοθηρεί κυρίως στα μεσαία στρώματα, αφού οι γόνοι των μεγάλων αστικών οικογενειών, των πολιτικών τζακιών και των κεφαλαιοκρατών έτσι κι αλλιώς οδεύουν ασυζητητί για τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, προετοιμαζόμενοι από τις οικογένειές τους να αναλάβουν διάδοχα πόστα στις οικογενειακές επιχειρήσεις ή στην πολιτική και τον κρατικό μηχανισμό.
Πέρα από το ιδεολογικό ζήτημα που θέτει η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, ότι δηλαδή αποθεώνεται ο κάθετος ταξικός διαχωρισμός και τίθεται υπό αίρεση το αδιαπραγμάτευτο (τουλάχιστον έτσι οφείλει να είναι) δικαίωμα της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας στη μόρφωση και στην πρόσβαση σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, έως την ανώτατη, η πρόταση της ΝΔ έχει και πρακτικό αντίκρισμα.
Γιατί αποτελεί και πρόταση των επιχειρηματιών της γνώσης που επιθυμούν επιτέλους να ευοδωθούν οι προσδοκίες τους. Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και το αίτημα του ΣΕΒ για κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, όπως προκύπτει και από την ειδική έκθεσή του για την εκπαίδευση «Η έξοδος από την κρίση ξεκινάει από τα θρανία».
Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος, γράφαμε σχετικά (Κόντρα, αρ. φύλ. 995 Φλεβάρης 2019): Είναι γνωστό ότι στην ελληνική πραγματικότητα, με άπειρα νομικίστικα κόλπα και νομοθετικά «παράθυρα», που έχουν θεσπίσει όλες οι κυβερνήσεις, ευδοκιμούν δεκάδες «κολλέγια», που διαφημίζουν ότι συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού [είναι γνωστό ότι πανεπιστημιακά ιδρύματα κοινοτικών και τρίτων χωρών, προκειμένου να επιβιώσουν και να αντλήσουν πρόσθετους πόρους, πωλούν και ενοικιάζουν τους τίτλους τους σε «κολλέγια». Η χορήγηση πτυχίων βάσει συμφωνιών πιστοποίησης (validation) από διεθνείς οργανισμούς πιστοποίησης και δικαιόχρησης (franchising), είναι μια καλή μπίζνα, που διευκολύνεται και από το καθεστώς που επέβαλε στα πανεπιστήμια του εξωτερικού η κακόφημη Μπολόνια].
Η κατάργηση της συνταγματικής επιταγής (άρθρο 16), θα επιτρέψει σε όλους αυτούς τους καπιταλιστές, που δραστηριοποιούνται στον τομέα της εκπαίδευσης, να αποκτήσουν και τη σφραγίδα του πανεπιστημιακού ιδρύματος και όχι να λανσάρονται εμμέσως, πλην σαφώς, ως οιονεί ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Γι’ αυτό χολοσκάνε η ΝΔ και ο Κούλης, που για να θολώσει τα νερά και να μη θεωρηθεί η πρότασή του εξόχως αντιδραστική, ταξική και υπηρετούσα τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, μιλάει για «μη κερδοσκοπικά ιδιωτικά πανεπιστήμια». Δηλαδή, για ιδρύματα που θα είναι μεν ιδωτικά, πλην, όμως δεν θα μοιράζουν κέρδη στους μετόχους.
Και αυτά, όμως, θα απαιτούν δίδακτρα και μάλιστα πολύ υψηλά. Και βέβαια, δεν πρόκειται για πανεπιστημιακά ιδρύματα αξιώσεων (όλοι γνωρίζουμε σε τι συνθήκες λειτουργούν τα «κολλέγια»). Ενα πανεπιστημιακό ίδρυμα αξιώσεων (ειδικά π.χ. αν περιλαμβάνει ιατρικές ή πολυτεχνικές σχολές) απαιτεί επαρκείς κτιριακές εγκαταστάσεις, εργαστήρια, υψηλού βαθμού υλικοτεχνική υποδομή και βεβαίως ανάλογο σε ποιότητα και αριθμό επιστημονικό διδακτικό και βοηθητικό προσωπικό. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει επένδυση εκατομμυρίων ευρώ. Γι’ αυτό, οι επιχειρηματίες των «κολλεγίων» αρκούνται σε «προγράμματα σπουδών» εξειδικευμένα σε μια κατεύθυνση, που δεν έχουν τις παραπάνω απαιτήσεις, και είναι κυρίως της «πλάκας».
Τέλος, όσον αφορά στα ΤΕΙ που έχουν συγχωνευθεί πλέον με τα Πανεπιστήμια, ο Κ. Χατζηδάκης είπε τα εξής: «Εμείς πιστεύουμε ότι όλα αυτά έπρεπε να γίνουν με αξιολόγηση. Αυτό δεν μας το είπε η αξιολόγηση ή κάποια κριτήρια, κάποιες, όμως, αποφάσεις ενός υπουργού. Μάλιστα όλo αυτό έγινε με νομοθετικές τροπολογίες, οι 12 εκ των οποίων -νομίζω- ήταν και εκπρόθεσμες. . Εμείς θέλουμε να υπάρχει η και στα ανώτατα ιδρύματα, για να είναι » (οι εμφάσεις δικές μας).
Κοντολογίς, η ΝΔ δηλώνει ότι παίρνει τη σκυτάλη από κει που αφήνει τα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ, όσον αφορά στο έργο των «συγχωνεύσεων-συνεργειών-συνεργασιών» Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Θυμίζουμε ότι και κατά τη διάρκεια συζήτησης του σχετικού νόμου, η μοναδική ένσταση της ΝΔ ήταν ότι δεν προηγήθηκε «αξιολόγηση» από την ΑΔΙΠ. Η «αξιολόγηση» θα είναι το όχημα της επόμενης κυβέρνησης για το «λουκέτο» σε κάποια τμήματα ή σχολές που είτε είναι στα «αζήτητα» των προτιμήσεων των μαθητών είτε δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει η σκληρή «ανταγωνιστικότητα» και «αποδοτικότητα» των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Τελευταία Νέα :