Γιατί αυτά που συμφώνησε η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου με τους δανειστές όχι μόνο γυρίζουν την εκπαίδευση και τους ανθρώπους της στα δεδομένα του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά φέρνουν και νέα δυσβάσταχτα και επώδυνα μέτρα.
Συγκεκριμένα στο πρώτο πεδίο («Αγορά εργασίας και ανθρώπινο κεφάλαιο») της υποπαραγράφου 4 («Διαρθρωτικές πολιτικές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης») της παραγράφου Γ «Συμφωνία δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» αναφέρονται τα εξής:
Για την Αξιολόγηση
«Οι αρχές θα διασφαλίσουν τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του τομέα της εκπαίδευσης σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ και αυτό θα τροφοδοτήσει την προγραμματισμένη ευρύτερη στρατηγική ανάπτυξης. Οι αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν, έως τον Απρίλιο του 2016, την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011.
Η εν λόγω επανεξέταση θα καλύπτει όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων των δεσμών μεταξύ έρευνας και εκπαίδευσης και της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας (βλ. επίσης ενότητα 4.2).
…Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων θα συνάδει με το γενικό σύστημα αξιολόγησης της δημόσιας διοίκησης».
Δηλαδή η αξιολόγηση σε όλα τα επίπεδα (και του εκπαιδευτικού ατομικά) θα εφαρμοστεί και στην εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και θα συνάδει με αυτή που θα εφαρμοστεί γενικά στον δημόσιο τομέα. Τούτο σημαίνει ότι βαδίζουμε στην κατεύθυνση της μη ακώλυτης βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης και στη σύνδεση αξιολόγησης (το παλιό σλόγκαν για την «παραγωγικότητα»)-βαθμού-μισθού. Εξ ου και η επίμονη άρνηση της κυβέρνησης να ξεπαγώσει τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών όλο το προηγούμενο διάστημα.
Το σύστημα αξιολόγησης θα εκπονήσει ο ΟΟΣΑ μαζί με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα βασιστεί στην έκθεση που έκανε ο ΟΟΣΑ το 2011 για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και θα φορεθεί «καπέλο» στην ελληνική κυβέρνηση.
Οσον αφορά τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, η αξιολόγηση θα εξετάζει το βαθμό σύνδεσής τους με τις επιχειρήσεις, διότι έτσι νοείται η ανάπτυξη της «επιχειρηματικότητας» και της «καινοτομίας». Το σημείο αυτό έχει και τις σχετικές «ουρές», όπως είναι στη συνέχεια και η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων και η διαχείριση από μέρους τους του ανθρώπινου δυναμικού τους.
Για το «Νέο Σχολείο» και την τριτοβάθμια εκπαίδευση
«Μεταξύ άλλων, η επανεξέταση θα αξιολογήσει την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του ‘’Νέου Σχολείου’’, το περιθώριο περαιτέρω εξορθολογισμού (των τάξεων, σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και διακυβέρνηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων και την αξιολόγηση και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα. Η επανεξέταση θα προτείνει συστάσεις σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ. Με βάση τις συστάσεις της επανεξέτασης, οι αρχές θα εκπονήσουν επικαιροποιημένο εκπαιδευτικό σχέδιο δράσης και θα υποβάλουν προτάσεις για δράσεις το αργότερο έως τον Μάιο του 2016, οι οποίες θα εγκριθούν έως τον Ιούλιο του 2016, και εφόσον είναι δυνατόν, τα μέτρα θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ πριν από το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017».
Δηλαδή, ο ΟΟΣΑ και οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες θα εξετάσουν το βαθμό υλοποίησης του «Νέου Σχολείου» της Διαμαντοπούλου και θα προτείνουν περαιτέρω «εξορθολογισμό», προφανώς σε χειρότερη κατεύθυνση.
Θυμίζουμε ότι το «Νέο σχολείο» δεν είναι παρά ένα σχολείο που στην πραγματικότητα προωθεί την αμορφωσιά και τον αυταρχισμό. Οι στόχοι του είναι: 1) Η «βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα» και όχι η ολόπλευρη μόρφωση, δηλαδή η καλλιέργεια και ανάπτυξη μόνο των απαραίτητων δεξιοτήτων για την αγορά εργασίας (λίγα ελληνικά, λίγα αγγλικά, βασικές γνώσεις μαθηματικών και φυσικών επιστημών και χρήση των νέων τεχνολογιών). 2) Η «προώθηση της διά βίου μάθησης», που παραπέμπει στη σκόπιμη ταύτιση της εκπαίδευσης με την κατάρτιση. Πρόκειται για χυδαία άποψη που σηματοδοτεί τη γενίκευση της αμορφωσιάς. Χρήσιμη γνώση είναι αυτή που μπορεί να πουληθεί, αυτή που έχει ανάγκη η καπιταλιστική αγορά εργασίας. Είναι φθηνή και ευέλικτη, γρήγορα αποχτιέται και γρήγορα χάνεται, γεννώντας την ανάγκη για επανακατάρτιση και συνδυάζεται με το προφίλ του «απασχολήσιμου». 3) Τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών αντικαθίστανται από ένα minimum εκπαιδευτικών στόχων έμπνευσης ΕΕ και είναι «ανοικτά, ευέλικτα και διαφοροποιημένα». Δημιουργούνται έτσι σχολεία πολλών ταχυτήτων με εμφανέστατες τις ταξικές διαφορές, ενώ ανοίγει πεδίον δόξης λαμπρόν για την παρέμβαση στο σχολείο των λεγόμενων «τοπικών κοινωνιών» και των επιχειρήσεων. 4) Στα κριτήρια αξιολόγησης των σχολείων, μεταξύ των «μετρήσιμων» κριτηρίων περιλαμβάνονται και οι επιδόσεις των μαθητών, σε σχέση με τους στόχους της ΕΕ για την εκπαίδευση και την κατάρτιση (κατηγοριοποίηση μαθητών – σχολείων – εκπαιδευτικών), η εφαρμογή «καινοτόμων» προγραμμάτων, η εξεύρεση πόρων (οικονομικών και ανθρώπινων) για τη στήριξη της υλικοτεχνικής υποδομής, πέρα από την κρατική χρηματοδότηση, η υλοποίηση του προγράμματος χωρίς απώλεια διδακτικών ωρών, που στοχοποιεί τα σχολεία στα οποία οι μαθητές έκαναν καταλήψεις ή οι εκπαιδευτικοί απεργίες. 5) Ο «επαναπροσδιορισμός της σχέσης του εκπαιδευτικού με την εκπαίδευση», δηλαδή διορισμοί μόνο μετά από διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, με ευθύνη των Διευθύνσεων σε επίπεδο νομού, ώστε να γίνονται προσλήψεις με το σταγονόμετρο, εφαρμογή του θεσμού του «δόκιμου εκπαιδευτικού», που είναι στην κατεύθυνση της άρσης της μονιμότητας, ταχύρυθμες επιμορφώσεις, κ.λπ.
Οσον αφορά το Λύκειο, η αξιολόγηση των μαθητών γίνεται βαρύς πέλεκυς και εκτείνεται σε όλες τις τάξεις. Προκρίνεται η επιλογή της Τράπεζας θεμάτων που μετατρέπει τις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις σε όλες τις τάξεις, σε εξετάσεις πανελλαδικού τύπου. Ο στόχος είναι προφανής: ο δραστικός περιορισμός των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που επιζητά μια θέση στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.
Το Μνημόνιο-3 έχει και ειδική αναφορά στη «λειτουργία και διακυβέρνηση» των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, «δείχνοντας» προς την κατεύθυνση των κακόφημων Συμβουλίων διοίκησης, που είναι οι θεματοφύλακες του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου, τα οποία η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, παρά τις εξαγγελίες και το έτοιμο πολυνομοσχέδιο-κουρελού (που δεν πρόλαβε να ψηφίσει λόγω της «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τα αφεντικά και το βέτο της ΝΔ) δεν κατήργησε.
Ολα τα παραπάνω πρέπει να έχουν τελειώσει μέχρι τον Ιούλιο του 2016 και να εφαρμοστούν πριν το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017.
Για τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη και το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών
«Ειδικότερα, οι αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τον αριθμό διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και την αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό, με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018».
Οπως θα δούμε παρακάτω, στην έκθεση του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, επισημαίνεται ως αρνητικό στοιχείο το γεγονός ότι οι έλληνες εκπαιδευτικοί έχουν λιγότερες διδακτικές ώρες από τους συναδέλφους τους των χωρών της ΕΕ (μέγα ψέμα σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε στο παρελθόν η ΟΛΜΕ) και ότι η Ελλάδα έχει μικρότερες σε αριθμό μαθητών τάξεις.
Προοιωνίζεται, λοιπόν, και νέα αύξηση των διδακτικών ωρών (ήδη έχουν αυξηθεί κατά δύο ώρες στη δευτεροβάθμια, ενώ ο Μπαλτάς μιλούσε το καλοκαίρι και για νέα αύξηση, όπως είδαμε όχι τυχαία), ενώ θα συνεχιστούν και οι καταργήσεις-συγχωνεύσεις σχολείων και τμημάτων.
Για την εξίσωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος με όλους τους ιδιωτικούς φορείς παροχής εκπαίδευσης
«Οι αρχές θα διασφαλίσουν τη δίκαιη μεταχείριση όλων των φορέων παροχής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών ιδρυμάτων, καθορίζοντας ελάχιστα πρότυπα».
Η εξίσωση της δημόσιας εκπαίδευσης με «όλους» τους ιδιωτικούς φορείς παροχής εκπαίδευσης, στο όνομα της δίκαιης μεταχείρισης, ασφαλώς και θα γίνει προς τα κάτω, πλήττοντας ιδιαίτερα τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος και τους μισθούς τους.
Κοντολογίς, θα έχουμε υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, ενώ η παραπάνω επισήμανση θα ωφελήσει και τα κολλέγια, που «αγωνίζονται» να γίνουν πανεπιστήμια.
ΟΟΣΑ: Καλύτερες επιδόσεις και επιτυχείς μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση – Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα
Στην αρχή είδαμε ότι το Μνημόνιο-3 αναφέρει πως η επανεξέταση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να γίνουν σχέδια δράσης για την αναμόρφωσή του, θα γίνει από τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και σημείο αναφοράς θα είναι η έκθεση του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στην Ελλάδα και οι καλές πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ.
Ας δούμε, λοιπόν, κάποιες από τις «κακοδαιμονίες» της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, που πρέπει να διορθωθούν και ποιες είναι οι καλές πρακτικές που προτείνονται, για να αντιληφθούμε προς τα πού θα κατευθυνθούν οι «μεταρρυθμίσεις», που αποδέχτηκε η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου.
«Κακοδαιμονίες»
– Η μισθολογική δαπάνη ανά μαθητή είναι άνω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, κυρίως επειδή οι έλληνες εκπαιδευτικοί έχουν λιγότερες διδακτικές ώρες και η Ελλάδα έχει μικρότερες σε αριθμό μαθητών τάξεις.
– Σχολικό δίκτυο από χιλιάδες σχετικά μικρά σχολεία, με χαμηλή αναλογία μαθητών/εκπαιδευτικών.
– Οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν σημαντικά λιγότερες ώρες ετησίως από όλες σχεδόν τις άλλες χώρες στην Ευρώπη.
– Η δομή του κόστους του συστήματος είναι μη βιώσιμη και μη αποδοτική και είναι συμφυής μιας παρωχημένης αναποτελεσματικής κεντρικής εκπαιδευτικής δομής.
– Συγκεντρωτικά σχεδιασμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Οι άλλες χώρες έχουν προχωρήσει στην αποκέντρωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, την αύξηση της ευελιξίας και της ανταπόκρισης των σχολείων και των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων απέναντι στις ανάγκες των φοιτητών.
– Δεν υπάρχει εξωτερική αξιολόγηση της μάθησης ή εξωτερική αξιολόγηση σχολικών μονάδων και της διδασκαλίας. Δεν υπάρχουν αξιόπιστοι δείκτες που να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος.
– Οι σχολικοί διευθυντές έχουν την πιο περιορισμένη αρμοδιότητα συγκριτικά με άλλες χώρες σε σχέση με τη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων.
– Μικρότερο ποσοστό φοιτητών που εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ολοκληρώνει τις προπτυχιακές σπουδές εντός του προβλεπόμενου χρόνου φοίτησης.
– Ο αριθμός Τμημάτων-Ιδρυμάτων, ιδιαίτερα στα ΤΕΙ, έχει πολλαπλασιαστεί, οδηγώντας σε υψηλά επίπεδα αλληλοεπικάλυψης σε ορισμένους τομείς και τμήματα με ελάχιστους ή καθόλου φοιτητές.
– Περιορισμένη παράδοση στήριξης σε ιδιωτικούς φορείς για εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών (π.χ. συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων).
– Ισχυρά εργατικά σωματεία. Συχνές απεργίες, διαδηλώσεις εναντίον διαφαινόμενων απειλών για τα εργασιακά δικαιώματα.
– Ενεργός πολιτική συμμετοχή, που αντικατοπτρίζεται με εκτεταμένη συμμετοχή σε πολιτικές παρατάξεις και ηχηρές διαδηλώσεις.
– Υψηλός ατομικός και οικογενειακός βαθμός αφοσίωσης στην εκπαίδευση. Σημαντικές επενδύσεις της οικογένειας εκτός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (σ.σ. π.χ. για τα φροντιστήρια).
-Συνταγματική επιταγή για δωρεάν εκπαίδευση.
– Υψηλό ποσοστό εργασίας στο δημόσιο τομέα με ισχυρότερα προνόμια και εργασιακή ασφάλεια από ό,τι συνηθίζεται στον ιδιωτικό τομέα.
– Οι πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις δεν είναι ασφαλείς (σ.σ. φωτογραφίζεται η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, που στη συνέχεια επέβαλε ο νόμος Διαμαντοπούλου, στον οποίο παρέμειναν προσηλωμένοι και οι συριζαίοι, παρά την ψευδεπίγραφη αναφορά στο πανεπιστημιακό άσυλο).
– Η πολιτικοποίηση των πανεπιστημίων και συγκεκριμένα η πολιτικοποίηση των φοιτητών είναι «πέρα από τα λογικά όρια». Αυτό συνεισφέρει στην υποβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης.
Στα θετικά η έκθεση του ΟΟΣΑ πιστώνει το νόμο Διαμαντοπούλου για το «Νέο Σχολείο», την ύπαρξη μέντορα για τους νεοδιόριστους, τη δημιουργία της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας για την Ανώτατη Εκπαίδευση, την ψήφιση του νόμου-πλαίσιο της Γιαννάκου, το προσχέδιο νόμου της Διαμαντοπούλου για το νέο νόμο-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια (σ.σ. η έκθεση είναι του 2011), το «σχέδιο Αθηνά» δραστικής συρρίκνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τη μείωση του αριθμού εισακτέων, το νόμο για τη διά βίου μάθηση και το νόμο για το Πλαίσιο Εθνικών Προσόντων.
Προτεινόμενες δράσεις
– Να αυξηθεί ο φόρτος εργασίας των εκπαιδευτικών. Αύξηση διδακτικών υποχρεώσεων με 4-5 ώρες την εβδομάδα. Οι αλλαγές να εστιάσουν στην αύξηση του φόρτου εργασίας των πιο έμπειρων και καλύτερα προετοιμασμένων εκπαιδευτικών (π.χ. στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ο έχων 0-10 χρόνια υπηρεσίας να υποστεί αύξηση στο διδακτικό του ωράριο 1 ώρα, δηλαδή από 24 ώρες να διδάσκει 25 ώρες, ενώ ο έχων από 20 χρόνια και πάνω αντί τις 21 ώρες που διδάσκει τώρα να διδάσκει 25 ώρες. Κάτι αντίστοιχο προβλέπεται και για τη δευτεροβάθμια).
– Προσλήψεις εκπαιδευτικών με διευρυμένες διαδικασίες επιλογής (συνεντεύξεις, προετοιμασία σχεδίων μαθημάτων, επίδειξη προσόντων διδασκαλίας). Ουσιαστικότερος ρόλος στα σχολεία για την επιλογή των εκπαιδευτικών. Αυξημένος ρόλος διευθυντών επ’ αυτού.
– Κάθε βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος να αναλάβει ευθύνη για την αποδοτική χρήση των πόρων της. Αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων.
– Ενδυνάμωση σχολικής ηγεσίας. Ρόλος αξιολογητή στο διευθυντή.
– Διευκόλυνση των εκπαιδευτικών και του σχολείου να χαράζει στρατηγική και αλλαγές στο πρόγραμμα μαθημάτων και τη διδακτική πρακτική.
– Περισσότερη ανάμειξη των γονέων στα σχολεία.
– Οι νέοι εκπαιδευτικοί, με προϋπηρεσία 1-2 έτη να βρίσκονται υπό εντατική επιτήρηση. Απαιτείται η παρουσία μέντορα και διαρκής θεωρητική επιμόρφωση.
– Η εξέλιξη των εκπαιδευτικών να συνδέεται με τους ευρύτερους στόχους εξέλιξης του σχολείου και με την αξιολόγηση.
– Να γίνεται ανανέωση πιστοποιητικών διδασκαλίας (σ.σ. τορπιλίζεται η μονιμότητα).
– Οι εκπαιδευτικοί να έχουν τη δυνατότητα και τη στήριξη να βελτιωθούν. Αν δεν το κάνουν ενδέχεται να τοποθετηθούν είτε σε άλλες θέσεις είτε εκτός εκπαιδευτικού συστήματος.
– Οι αξιολογήσεις να έχουν «ουσιώδεις συνέπειες» για τους αξιολογούμενους για να αντιμετωπίζεται η αξιολόγηση με «σοβαρότητα».
– Αυτοαξιολόγηση σχολικών μονάδων. Τακτική εξωτερική αξιολόγηση ανά τετραετία (σ.σ. οι ράμπο της εκπαίδευσης).
– Να σχεδιαστεί ένα εθνικό σύστημα αξιολόγησης του μαθητή, κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί σε πολλά επίπεδα. Να αξιολογούνται τα μαθησιακά αποτελέσματα. Να υπάρχει εξωτερική αξιολόγηση, δηλαδή τυποποιημένες εξετάσεις που σχεδιάζονται και βαθμολογούνται εκτός των σχολικών μονάδων. Συνδυασμός αξιολόγησης από εκπαιδευτικό και εξωτερική αξιολόγηση. Δημιουργία κεντρικής Τράπεζας θεμάτων, που μπορούν να χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί, που να συνδέεται με συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα συγκρίσιμα σε βάθος χρόνου.
– Αποκέντρωση διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων, προϋπολογισμού και επενδύσεων.
Για την τριτοβάθμια προτείνονται:
– Αποκέντρωση αρμοδιοτήτων από το υπουργείο Παιδείας στα σώματα διοίκησης των ιδρυμάτων.
– Συμβούλια διοίκησης από εξωτερικά μέλη, με συμμετοχή εκπροσώπων των φοιτητών και του διδακτικού προσωπικού. Βασική ευθύνη του Συμβουλίου να είναι ο διορισμός του πρύτανη.
– Προγραμματικές συμφωνίες των ιδρυμάτων με το κράτος. Αποτίμηση κόστους υπηρεσιών. Τα ιδρύματα να διαθέτουν ευελιξία μέχρι του βαθμού διαμόρφωσης των πακέτων αποδοχών του προσωπικού.
Στις «καλές πρακτικές» αναφέρονται πλείστα όσα αντιδραστικά μέτρα είτε πάρθηκαν από τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις είτε πρέπει να παρθούν και τα οποία υποσκάπτουν το μέλλον του δημόσιου πανεπιστήμιου. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δεκάδες τέτοια μέτρα που σημειώνονται. Ενδεικτικά παραθέτουμε τα παρακάτω:
– Αντικατάσταση του υφιστάμενου συστήματος δωρεάν συγγραμμάτων για τους φοιτητές με κουπόνι συγγραμμάτων για κάθε φοιτητή για κάθε έτος αξίας αισθητά μικρότερης από το κόστος των βιβλίων που θα χρειαζόταν.
– Εναρξη διαλόγου με τις ενώσεις φοιτητών και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς αναφορικά με μακροπρόθεσμες εναλλακτικές επιμερισμού κόστους (βλ. Πλαίσιο II.9). Διεύρυνση της διαθεσιμότητας των φοιτητικών δανείων, όπως προτείνεται στο νέο νόμο πλαίσιο, ώστε να βοηθηθούν οι φοιτητές και οι οικογένειες που δεν διαθέτουν τα μέσα να χρηματοδοτήσουν το κόστος της ανώτατης εκπαίδευσης (κατοικία, εκπαιδευτικά υλικά που δεν παρέχονται δωρεάν, κ.λπ.).
– Καθιέρωση βασικών κριτηρίων σχετικά με την παρακολούθηση πανεπιστημιακών μαθημάτων και την ικανοποιητική ακαδημαϊκή πρόοδο. Για παράδειγμα, να είναι προαπαιτούμενο οι φοιτητές να παρουσιάζουν ένα συνεπές πρότυπο συμπεριφοράς ως προς την παρακολούθηση μαθημάτων και τη συμμετοχή τους σε εξετάσεις και να σημειώνουν ικανοποιητική ακαδημαϊκή πρόοδο κατά την ακαδημαϊκή τους πορεία, ώστε να προκρίνονται για το πρώτο πτυχίο. Διακοπή όλων των φοιτητικών προνομίων σε κάθε φοιτητή που αδυνατεί να διατηρήσει ένα συγκεκριμένο ελάχιστο επίπεδο παρακολούθησης. Καθιέρωση νέων κανόνων για τις μετεγγραφές.
– Μείωση των εισακτέων στην ανώτατη εκπαίδευση σε ποσοστά παρόμοια με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ και σαφέστερη διαφοροποίηση στις προϋποθέσεις εισαγωγής μεταξύ πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Αύξηση του ποσοστού των εισακτέων στα ΤΕΙ σε σχέση με τα πανεπιστήμια. Εξέταση ενδεχόμενων περαιτέρω μειώσεων για το 2011-12, με επακόλουθο περαιτέρω κλείσιμο μικρών τμημάτων.