Φάσκοντας και αντιφάσκοντας η υπουργός Παιδείας προσπαθούσε, ματαίως, να ξεγλιστρήσει από τις ερωτήσεις δημοσιογράφων, σχετικά με τις επισκέψεις σχολείων της Αττικής σε γνωστά πολυκαταστήματα και εμπορικά κέντρα (όπως το The Mall).
Με υπεκφυγές του τύπου ότι «αυτά δεν είναι σχολικές εκδρομές» ή ότι «δεν γίνονται μέσω των σχολείων», που αμέσως μετά ερμηνεύτηκαν, υπό την πίεση των ερωτήσεων, ως «εκπαιδευτικές επισκέψεις», μετατοπίζοντας την ευθύνη στην εκπαιδευτική κοινότητα του σχολείου και τους μαθητές που πήραν αυτή την απόφαση και πραγματοποίησαν αυτή την επίσκεψη και αποφεύγοντας ν’ απαντήσει στο ερώτημα αν η ίδια το εγκρίνει ως ενέργεια, επικαλούμενη το αστείο επιχείρημα ότι «εξαρτάται από το τι γινόταν (σ’ αυτή την επίσκεψη) και όχι ο προορισμός, ο οποίος αν θέλει να κάνει μάθημα π.χ. ο καθηγητής για θέματα κοινωνίας, υπερκατανάλωσης, θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο», η Μ. Γιαννάκου προκάλεσε για άλλη μια φορά τη νοημοσύνη μας.
Η υπουργός Παιδείας, όμως, «δε δικαιούται δια να ομιλεί» -και εδώ που τα λέμε δεν είχε σκοπό να το κάνει, αν δεν πιέζονταν απ’ τους δημοσιογράφους και αν το θέμα δεν έπαιρνε διαστάσεις λόγω και της ανακοίνωσης που εξέδωσε η ΟΛΜΕ.
Αλλωστε, η ίδια και οι συνεργάτες της στο υπουργείο Παιδείας έχουν επανειλημμένα βομβαρδίσει τα σχολεία με εγκυκλίους για τη διοργάνωση πανελλήνιων μαθητικών διαγωνισμών για την «ανταγωνιστικότητα» και την «επιχειρηματικότητα των νέων».
Τα βραβεία ενός εξ αυτών μόλις προχθές, 28 του Φλεβάρη, απένειμε σε τρία Ενιαία Λύκεια της χώρας (που για το σκοπό αυτό συνεργάστηκαν με πλήθος εταιριών) και τα συνόδεψε με τις εξής χαρακτηριστικές αποστροφές: «Το θέμα του διαγωνισμού δεν αναφερόταν απλώς στις αξίες της ελεύθερης οικονομίας, αλλά κυρίως στην αντίληψη των μαθητών για την επιστημονική, ερευνητική και κοινωνική προσέγγιση της οικονομικής παραγωγής ως προϋπόθεσης για τη σύνδεσή της με την αγορά εργασίας και την επίτευξη γενικότερης ευημερίας της κοινωνίας» «η καλλιέργεια επιχειρηματικού πνεύματος αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή προτεραιότητα της νέας διακυβέρνησης, γιατί πιστεύει ότι η επιχείρηση αποτελεί συστατικό στοιχείο της κοινωνίας και συνδέεται άμεσα με το μέλλον και την ευημερία της». Και συνεχίζοντας τόνισε την «ανάγκη δημιουργίας πολιτισμού επιχειρηματικότητας και απενεχοποίησης του επιχειρείν και του κέρδους».
Δικιά της (και της κυβέρνησης) πολιτική και πρακτική επίσης είναι η αποστολή εγκυκλίων π.χ. για την παραχώρηση του δικαιώματος στη Renault για την υλοποίηση του προγράμματος της «κυκλοφοριακής αγωγής» στα σχολεία ή για την υποχρεωτική εφαρμογή της Ευέλικτης Ζώνης, η οποία μπάζει, με όλους τους τύπους, τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις στην εκπαίδευση, που αναλαμβάνουν, για λογαριασμό του κράτους και του υπουργείου, την εκπόνηση (με το αζημίωτο βεβαίως, βεβαίως) διαφόρων προγραμμάτων (Αγωγής Υγείας, Υγιεινής Διατροφής κ.λπ).
Συνεπώς, απόλυτα συνεπείς με αυτό το πνεύμα εκμαυλισμού των συνειδήσεων των μαθητών και υποταγής τους σε αγοραίες «αξίες», που εκπορεύονται από το υπουργείο Παιδείας, φάνηκαν οι καθηγητές αυτών των σχολείων, όπως άλλωστε και οι εκπαιδευτικοί που τέθηκαν επικεφαλής των ομάδων εργασίας των μαθητών στο διαγωνισμό για την «ανταγωνιστικότητα».
Οι οποίοι είτε γιατί εμφορούνται από τις ίδιες αντιλήψεις με το υπουργείο Παιδείας, είτε γιατί παρασύρονται χωρίς σκέψη από τα δρώμενα, μες την τούρλα του Σαββάτου, αποδέχονται στην πράξη να γίνουν ιμάντας μεταβίβασης στους μαθητές επικίνδυνων συμπεριφορών και αντιλήψεων.
Συμπεριφορών ειλώτων και υποταγμένων ανθρώπων απέναντι στην ακόρεστη δίψα του κεφάλαιου για μεγαλύτερα κέρδη -στην περίπτωση της προώθησης της ιδέας της «ανταγωνιστικότητας», που πάνω απ’ όλα είναι η αύξηση της κερδοφορίας του κεφάλαιου μέσω της μείωσης του «κόστους εργασίας», δηλαδή της μείωσης μισθών, μεροκάματων, ασφαλιστικών δικαιωμάτων- και συμπεριφορών θεατών, υπερχρεωμένων καταναλωτών και χειραγωγούμενων πολιτών- στην περίπτωση της επίσκεψης στα εμπορικά κέντρα.
Στους χαλεπούς καιρούς μας, είναι χρέος των δασκάλων, αλλά και των γονιών, που τους έχει απομείνει έστω ένας κόκκος αξιοπρέπειας, να ορθώσουν ανάστημα και να αντιταχθούν.
Γιούλα Γκεσούλη