Ψηφίστηκε τελικά την προηγούμενη εβδομάδα, παρά τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών και των αναπηρικών σωματείων, το νομοσχέδιο για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση (ΕΑΕ). Ο νέος νόμος παραδίδει την ειδική αγωγή στα ιδιωτικά συμφέροντα, αφού θεσπίζει την υποχρεωτικότητα, χωρίς παράλληλα να λαμβάνει κανένα μέτρο για την υποστήριξή της, όπως ακριβώς έγινε και με την καθιέρωση ενός έτους υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Μπορεί το υπουργείο Παιδείας να κάνει σπέκουλα με τη «θετική» αυτή ρύθμιση (υποχρεωτικότητα), όμως η παντελής έλλειψη απαραίτητων προϋποθέσεων για την εφαρμογή της, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα οδηγήσει τα Ατομα με Ειδικές Ανάγκες (ΑμΕΑ), στις αγκάλες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των κάθε λογής «φιλάνθρωπων». Συγκεκριμένα, όπως καταγγέλλει και η ΟΛΜΕ, δεν υπάρχει καμιά εμπεριστατωμένη μελέτη για τη συνολική καταγραφή των ατόμων με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Δεν υπάρχει καμιά μελέτη και έρευνα για την καταγραφή των αναγκών, με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης, καμιά έγκυρη και αντικειμενική εκτίμηση για τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα εκπαιδευτικής πολιτικής στον τομέα αυτό. Δεν προβλέπεται γενναία χρηματοδότηση της Ειδικής Αγωγής από τον κρατικό προϋπολογισμό, παρά μόνο μπαλώματα μέσω εοκικών κονδυλίων, δεν προβλέπεται δημιουργία σχολικών μονάδων ειδικής αγωγής όλων των τύπων σε κάθε Νομαρχία, κατάλληλη και επαρκής υλικοτεχνική υποδομή και δεν διασφαλίζεται η μετακίνηση των μαθητών και η πλήρης πρόσβαση των ΑμΕΑ στις σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και στα «κανονικά» σχολεία, στα οποία φοιτούν άτομα με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Από την άλλη, δεν υπάρχει καμιά δέσμευση ότι η ΕΑΕ, αυτός ο τόσο σημαντικός τομέας υποτίθεται «κοινωνικής ευαισθησίας», θα είναι αποκλειστικά Δημόσια και Δωρεάν για όλα τα άτομα που έχουν την ανάγκη της και επομένως καμιά πρόβλεψη για την κατάργηση της ιδιωτικής ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης. Με δεδομένο ότι οι υπάρχουσες κρατικές δομές βρίσκονται σε μαρασμό, λόγω υποχρηματοδότησης και γραφειοκρατικής λειτουργίας και ότι τα ΑμΕΑ και στη χώρα μας είναι χιλιάδες, αναμένεται νέα ώθηση στα κέρδη των ιδιωτικών ιδρυμάτων.
Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ΟΛΜΕ, η οποία επικαλείται την επίσημη καταγραφή του υπουργείου Παιδείας και της ΕΣΥΕ, το 2004 υπήρχαν στη χώρα μας 200.000 άτομα με ειδικές ανάγκες και από αυτά μόνο 18.500 (ποσοστό 9%) βρίσκονταν ενταγμένα σε κάποια εκπαιδευτική διαδικασία αμφίβολης ποιότητας. Τα στατιστικά, όμως, δεδομένα της ΕΕ αναφέρουν ότι το 1/10 των ευρωπαίων πολιτών ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, ενώ η UNESCO και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζουν ότι το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 15% του πληθυσμού. Με βάση αυτούς τους υπολογισμούς προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός ΑμΕΑ στη χώρα μας είναι πολύ μεγαλύτερος (σε 100.000 υπολογίζονται τα άτομα που έχουν ανάγκη ειδικής αγωγής και πάνω από 180.000 τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες).
Ο νόμος σπεκουλάρει και με τη λεγόμενη «συνεκπαίδευση» στο γενικό σχολείο, υποστηρίζοντας ότι θα υπάρξουν μέτρα ενισχυτικής διδασκαλίας. Στόχος δεν είναι η «αποϊδρυματοποίηση», αλλά ο δραστικός περιορισμός της ανέγερσης και λειτουργίας ειδικών σχολείων, η «χύμα» ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες στα γενικά σχολεία, ώστε να γλιτώσει το κράτος το μεγάλο κόστος. Μπούσουλας υπήρξε και εδώ το αγγλοσαξωνικό παράδειγμα και στη συνέχεια το θατσερικό μοντέλο ακολούθησε όλη η ΕΕ.
Ο νέος νόμος αντιμετωπίζει το μέλλον της επαγγελματικής εκπαίδευσης των ΑμΕΑ, όπως ακριβώς και αυτό της επαγγελματικής γενικής εκπαίδευσης: ελλιπής εξοπλισμός εργαστηρίων, ελλιπές προσωπικό, γνώσεις μιας χρήσης και αυτές χωρίς σχεδιασμό, ανάλογα με το πού φυσάει ο άνεμος. Αποτέλεσμα; Τα πιο ανίσχυρα ΑμΕΑ, κατεξοχήν μαθητές αυτών των δομών, να καταλήγουν στην επαιτεία και στα φιλανθρωπικά επιδόματα μιας άθλιας πρόνοιας.
Σύμφωνα με το νόμο, τα παλιά ΚΔΑΥ (Κέντρα Διάγνωσης, Αξιολόγησης και Υποστήριξης ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών) βαφτίζονται ΚΕΔΔΥ (Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης) και λειτουργούν κυρίως ως διοικητικοί και γραφειοκρατικοί μηχανισμοί και όχι ως μηχανισμοί εκπαιδευτικής και παιδαγωγικής υποστήριξης. Στελεχωμένα από 5 άτομα, στα οποία περιλαμβάνεται ένας μόνο εκπαιδευτικός, λειτουργούν κυρίως στις πρωτεύουσες των νομών, σηκώνοντας το βάρος μιας τεράστιας «πελατείας». Κατά συνέπεια, αδυνα- τούν να παράσχουν ουσιαστική βοήθεια και περιορίζονται απλά σε διαγνώσεις, πολλές φορές εκ του προχείρου. Εξω απ’ τις προβλέψεις του νόμου αφήνονται και πάλι τα άτομα με «γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες» (μετανάστες, αθίγγανοι, Πομάκοι, κ.λ.π.). Παραπέμπονται στην κατ’ ευφημισμόν «αντισταθμιστική αγωγή» (ενισχυτική διδασκαλία, τάξεις υποδοχής, κ.λπ.).
Την τελευταία στιγμή και αφού προηγήθηκαν αντιδράσεις, το υπουργείο Παιδείας έκανε πίσω από την περικοπή των επιδομάτων (ειδικής αγωγής, εξωδιδακτικό, κίνητρο απόδοσης) από το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό και από το Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό που υπηρετεί στην ειδική αγωγή. Παρέμειναν όμως απείραχτες οι διατάξεις που διαιωνίζουν την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και τις ελαστικές μορφές απασχόλησης. Αναπληρωτές και ωρομίσθιοι δίνουν και εδώ το παρόν, μειώνοντας το «κόστος» της ειδικής αγωγής.
Ο νόμος δεν έχει στόχευση το δικαίωμα κάθε προσώπου με ειδικές ανάγκες για μόρφωση και πλήρη ένταξη στο κοινωνικό και εργασιακό γίγνεσθαι. Εχει στόχο τη διαχείριση και διαιώνιση του ζητήματος, με γνώμονα το συμφέρον του καπιταλιστικού συστήματος, στο οποίο οι ανθρώπινες ανάγκες δεν είναι υπολογίσιμο μέγεθος, πόσο μάλλον εκείνες περιθωριοποιημένων ομάδων του πληθυσμού. Και βέβαια, το φαινόμενο αποκτά τεράστιες διαστάσεις σε περιόδους όπως η σημερινή, όπου το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» τείνει να εξαφανιστεί και πισωγυρίζουμε σε καταστάσεις μεσαιωνικής βαρβαρότητας.








