Είναι τόση η αγριότητα των αλλαγών στο «DNA της λειτουργίας» των Πανεπιστημίων, που ακόμη και αυτή η κάστα των πανεπιστημιακών, που εκπροσωπείται στο ανώτατο επίπεδο (Πρυτάνεις) και αποτελεί θεσμό του αστικού συστήματος εξουσίας, δεν άντεξε να τη σηκώσει στις πλάτες της. Αισθανόμενη ταυτόχρονα ότι η κυβέρνηση την φτύνει κατάμουτρα (οι υποτιμητικές, εξευτελιστικές αναφορές των Παπανδρέου-Διαμαντοπούλου στα ελληνικά Πανεπιστήμια και το έργο τους έδωσαν και πήραν κατά την παρουσίαση των προτάσεων, αλλά και οι ίδιες οι προτεινόμενες ρυθμίσεις στο κείμενο «διαλόγου» έχουν στον πυρήνα τους αυτή την ποταπή αντιμετώπιση), η 65η Σύνοδος των Πρυτάνεων, μετά την κατάθεση του «κειμένου διαβούλευσης» από τη Διαμαντοπούλου εξέδωσε ψήφισμα, όπου αναφέρει ότι «αντιμετωπίζει το προς διαβούλευση κείμενο με ιδιαίτερη επιφύλαξη, δεδομένου ότι εκτός των άλλων εγείρονται σοβαρά θέματα συνταγματικότητας σε προτεινόμενες θέσεις».
Η Σύνοδος των Πρυτάνεων (ως σώμα), που μέχρι πρόσφατα τασσόταν αναφανδόν υπέρ της αναγκαιότητας των αλλαγών, κάνοντας πως δεν ήξερε την κατεύθυνση στην οποία αυτές θα πραγματοποιηθούν, σ’ ένα περιβάλλον, ευρωπαϊκό, διεθνές και εγχώριο καθαρά αντιεκπαιδευτικό (Μπολόνια, αντιδραστικές αλλαγές με μια σειρά νόμους, Διά Βίου Μάθηση, κ.λπ.), για πρώτη φορά κρατά αποστάσεις και δίνει ισχυρό ράπισμα στην κυβέρνηση και τη Διαμαντοπούλου βγάζοντας το κείμενο καθαρά αντισυνταγματικό. Επίσης, η Σύνοδος σημειώνει ότι «μια πραγματική βάση συζήτησης για τη Σύνοδο θα ήταν η πλήρης κατοχύρωση της αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων και η διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα τους. Η επιδίωξη μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας στην οργάνωση και λειτουργία των Πανεπιστημίων επιτυγχάνεται με όρους δημοκρατίας και ακαδημαϊκών αρχών».
Με τα παραπάνω η Σύνοδος υπονοεί σαφέστατα ότι το κείμενο αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει βάση διαλόγου (άρα και απορρίπτεται στο σύνολό του), γιατί δεν κατοχυρώνει το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ και δεν διασφαλίζει τον δημόσιο χαρακτήρα τους, ενώ καταλογίζει στην κυβέρνηση αντιδημοκρατική συμπεριφορά και επιδιώξεις έξω από τις ακαδημαϊκές αρχές. Από το ρεπορτάζ εφημερίδων μάλιστα μαθαίνουμε ότι η Σύνοδος έβγαλε το παραπάνω ψήφισμα μόλις πήρε στα χέρια της το κείμενο «διαβού-λευσης», πριν ακόμη εκφωνήσει τις αλλαγές η Διαμαντοπούλου, ενώ χολωμένη η υπουργός Παιδείας δήλωνε πως έπρεπε πρώτα να την ακούσουν.
Ισχυρό χαστούκι στην κυβέρνηση ήταν επίσης και η άρνηση του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου να πάρει μέρος στη Σύνοδο και να γίνει «γλάστρα» στις ανακοινώσεις της Διαμαντοπούλου, ενώ συνεχείς είναι και οι δηλώσεις αντίθεσης στον Τύπο από Πανεπιστήμια (Αιγαίου, Θεσσαλίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ) και πανεπιστημιακούς.
Μέχρι και ο κολαούζος της κυβέρνησης, το προεδρείο της ΠΟΣΔΕΠ «θεωρεί ότι το συγκεκριμένο κείμενο του υπουργείου Παιδείας δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αποτελέσει τη βάση για τη διαβούλευση», αν και λίγο παρακάτω επιβεβαιώνει τον εξωνημένο ρόλο που έχει αναλάβει, σπεύδοντας να κάνει «έκκληση σε όλες τις συνιστώσες του ακαδημαϊκού χώρου για νηφαλιότητα και σύνεση», αντιλαμβανόμενο ότι οι αλλαγές θα ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων και θα προκαλέσουν απρόβλεπτες καταστάσεις.
Πάντως, αν και η εναντίωση των πανεπιστημιακών έχει τη σημασία της, τον τελευταίο και καθοριστικό ρόλο θα έχει το φοιτητικό κίνημα, που πρέπει να εγερθεί ξανά μαζικό, δυναμικό, ανατρεπτικό.








