Τη δεκαετία του 70 ήταν γνωστός (και καταγέλαστος) ο τρόπος με τον οποίο έλληνες φοιτητές που σπούδαζαν στην Ιταλία περνούσαν μαθήματα και τελικά έπαιρναν πτυχίο, μεταπηδώντας από πόλη σε πόλη και από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο, ανάλογα με τη δυσκολία/ευκολία του αντίστοιχου μαθήματος και τον διδάσκοντα καθηγητή. Η ευκολία δε με την οποία αποκτούσαν πτυχίο φοιτητές, που στην Ελλάδα δεν φημίζονταν για τις εκπαιδευτικές τους επιδόσεις στο σχολείο και είχαν αποτύχει να μπουν στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων, είχαν δημιουργήσει μια τάση άρνησης απορρόφησής τους από την εγχώρια αγορά εργασίας (τουλάχιστον όσον αφορά στα ελεύθερα επαγγέλματα, π.χ. αρχιτέκτονες, κ.λπ.).
Τη φιλοσοφία του «ταξιδιώτη» φοιτητή, που «τσιμπολογά» «γνώσεις», συμμετέχοντας σε σπουδές-σούπα από διάφορα πανεπιστήμια ασπάστηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ακολουθώντας το πνεύμα της Μπολόνια (κινητικότητα φοιτητών, φοιτητές-πελάτες, ευέλικτες σπουδές-σούπα με αντίστοιχες πιστοποιήσεις, συμμετοχή ιδρυμάτων και δομών και εκτός τυπικής εκπαίδευσης, συλλογή πιστωτικών μονάδων, που οδηγούν σε πολλαπλά πτυχία, αποδεκτά από τις εκάστοτε ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας).
Στις 26 Ιούλη του 2019, η ΕΕ ανακοίνωσε τα πρώτα 17 πανεπιστήμια (έκαναν αίτηση 54) που θα «αποτελέσουν μέρος των πρώτων συνασπισμών ‘’ευρωπαϊκών πανεπιστημίων’’».
Από το σχετικό δελτίο Τύπου μαθαίνουμε το ιστορικό της απόφασης:
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε αυτή τη νέα πρωτοβουλία στους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης πριν από τη διάσκεψη κορυφής του Γκέτεμποργκ για κοινωνικά θέματα τον Νοέμβριο του 2017. Η πρωτοβουλία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2017, το οποίο ζήτησε τη δημιουργία τουλάχιστον 20 ευρωπαϊκών πανεπιστημίων έως το 2024, και εντάσσεται στην προσπάθεια δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Εκπαίδευσης έως το 2025».
Μαθαίνουμε επίσης ότι: «Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια είναι διακρατικές συμμαχίες ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από ολόκληρη την ΕΕ, τα οποία έχουν κοινή μακροπρόθεσμη στρατηγική και προωθούν τις ευρωπαϊκές αξίες και την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η πρωτοβουλία αποσκοπεί στο να ενισχύσει σημαντικά την κινητικότητα των φοιτητών και του προσωπικού και να προωθήσει την ποιότητα, τη συμπεριληπτικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης…
Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θα γίνουν διαπανεπιστημιακοί χώροι στους οποίους οι φοιτητές, οι υποψήφιοι διδάκτορες, το προσωπικό και οι ερευνητές θα μπορούν να μετακινούνται απρόσκοπτα. Θα συγκεντρώσουν την εμπειρογνωμοσύνη τους, τις πλατφόρμες και τους πόρους τους για να προσφέρουν κοινά προγράμματα σπουδών ή ενότητες που καλύπτουν διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Τα εν λόγω προγράμματα σπουδών θα είναι πολύ ευέλικτα και θα επιτρέπουν στους φοιτητές να εξατομικεύουν την εκπαίδευσή τους, επιλέγοντας το αντικείμενο, τον τόπο και τον χρόνο των σπουδών τους, καθώς και να λάβουν ευρωπαϊκό πτυχίο. Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θα συμβάλουν επίσης στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών όπου βρίσκονται, καθώς οι φοιτητές τους θα συνεργάζονται στενά με εταιρείες, δημοτικές αρχές, πανεπιστημιακούς και ερευνητές με σκοπό την εξεύρεση λύσεων για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι περιφέρειές τους.
Συνολικά, διατίθεται προϋπολογισμός έως 85 εκατ. Ευρώ για τα πρώτα 17 ‘’ευρωπαϊκά πανεπιστήμια’’. Κάθε συμμαχία θα λάβει έως και 5 εκατ. ευρώ κατά τα προσεχή τρία έτη για να αρχίσει την υλοποίηση των σχεδίων της και να δείξει τον δρόμο σε άλλα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ολόκληρη την ΕΕ…».
Από τα ελληνικά πανεπιστήμια επιλέχθηκαν τρία (3): Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθήνας, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο.
Ωστόσο το «φιλόδοξο» πρόγραμμα σκόνταψε, καθώς δεν έχουν αποδεσμευτεί τα ποσά της εθνικής συμμετοχής (ef.syn).
Κούρσα προς αναζήτηση φοιτητών-πελατών
Στα ανοίγματα αυτά κυβερνήσεων και πανεπιστημίων, με στόχο την αύξηση της δεξαμενής των φοιτητών-πελατών και τη λειτουργία των ιδρυμάτων με όρους επιχείρησης έχει προσχωρήσει από καιρό τώρα, χωρίς ενδοιασμούς, και το πανεπιστημιακό κατεστημένο στην Ελλάδα. Η τακτική αυτή έγινε κυρίαρχη ιδιαίτερα στα χρόνια της πενιχρότατης κρατικής χρηματοδότησης.
Ετσι, η σύνοδος των Πρυτάνεων, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβρη του 2019 σε ξενοδοχείο της περιοχής του αεροδρομίου, με παρουσία των ΜΑΤ (για να αποφευχθεί η προσέγγιση των φοιτητών) υποδέχθηκε την Κεραμέως σε «ιδιαίτερα θετικό κλίμα», καθώς η υπουργός εκπροσωπούσε μια κυβέρνηση, που με πάθος και επιμονή προωθεί την επιχειρηματική λειτουργία των δημόσιων πανεπιστημίων, στο όνομα της «εξωστρέφειας», αφού απέτυχε να καταργήσει το άρθρο 16 του Συντάγματος και να ιδρύσει γνήσια ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Οι Πρυτάνεις, προκειμένου να αυξήσουν τη δεξαμενή των φοιτητών-πελατών και το παραδάκι να πηγαίνει απευθείας στα ιδρύματα χωρίς μεσολαβητές, ζήτησαν από την Κεραμέως και την κυβέρνηση του Μητσοτάκη:
♦ Την ανάπτυξη ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών, χωρίς την εμπλοκή του Διεθνούς Πανεπιστημίου.
♦ Την παροχή εξ’ αποστάσεως προγραμμάτων σπουδών χωρίς τη συνεργασία με το ΕΑΠ. Προτείνεται επίσης και η θεσμοθέτηση της δυνατότητας διδασκαλίας μαθημάτων εν μέρει σε ξένη γλώσσα για φοιτητές Πανεπιστημίων χωρών της Ε. Ε., ώστε να διευκολυνθεί η κινητικότητα των φοιτητών μέσω του προγράμματος Erasmus και η συμμετοχή των Πανεπιστημίων στο εγχείρημα της Ενωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων για τη δημιουργία του «Πανεπιστημίου της Ευρώπης».
♦ Συντάχθηκαν με την πρόταση του υπουργείου Παιδείας για «απελευθέρωση» των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) στο όνομα της «ουσιαστικής απλοποίησης της διαδικασίας διαχείρισής τους». Ουσιαστικά τάχθηκαν υπέρ της γενίκευσης των διδάκτρων.
♦ Εκλεισαν το μάτι στα κάθε λογής κολλέγια, που συνάπτουν συμφωνίες δικαιόχρησης με πανεπιστήμια του εξωτερικού, ζητώντας να «απλοποιηθεί η διαδικασία αναγνώρισης ξενόγλωσσου προπτυχιακού τίτλου σπουδών για την αποδοχή φοιτητή/τριας σε ΠΜΣ ή/και πρόγραμμα διδακτορικών σπουδών Ελληνικού Πανεπιστημίου», με το επιχείρημα της «ενίσχυσης των ξενόγλωσσων Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών», προκειμένου να αυξήσουν τον αριθμό των φοιτητών-πελατών.
Η όλη διαδικασία ήταν «σικέ». Ο ένας έκοβε (οι Πρυτάνεις), ο άλλος έραβε (Κεραμέως, κυβέρνηση). Τα περισσότερα που «πρότειναν» οι Πρυτάνεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπευσε να τα ικανοποιήσει.
Πλην, όμως, για το «άνοιγμα» στο εξωτερικό Κεραμέως και Μητσοτάκης, αμερικανοσπουδαγμένοι (και «αμερικανολαλούμενοι», καταπώς έλεγε ένας παλιός σύντροφος), εκπροσωπώντας τους παραδοσιακούς δεσμούς της δεξιάς με τις ιμπεριαλιστικές ΗΠΑ, επέλεξαν, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση, τα αμερικανικά πανεπιστήμια, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους συμμετέχοντες στο «Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο».
Στην κατεύθυνση αυτή έκανε «δουλίτσα» και ο πολυπράγμων πρέσβης Jeffrey Pyatt.
Προσδοκία για «ζεστό δολάριο»
Είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές επεμβαίνουν διαχρονικά στην Ελλάδα και στον τρόπο άσκησης της εξουσίας από τις ντόπιες αστικές κυβερνήσεις. Το αμερικανικό «ενδιαφέρον» συγκεντρώνουν ιδιαίτερα τα θέματα «ασφάλειας» αλλά και η εκπαίδευση. Οσον αφορά στην εκπαίδευση, έντονες είναι οι επεμβάσεις και πιέσεις που ασκούνται για την αναγνώριση των αμερικανικών κολλεγίων και ουσιαστικά την ανωτατοποίησή τους (απαγορεύεται από το Σύνταγμα) που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Το «ενδιαφέρον» αυτό για τα αμερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ιδίως όσον αφορά την έκδοση αδειών, την αναγνώριση πτυχίων και τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων, αποτυπώνεται και στα αμέτρητα τηλεγραφήματα του τέως πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ελλάδα Σπέκχαρντ (2009), που διέρρευσαν με τα γνωστά Wikileaks (περισσότερα στην Κόντρα, αρ. φύλ. 1023).
Με την ανάληψη του υπουργικού θώκου της Παιδείας, η Νίκη Κεραμέως συνέχισε εντατικά την προσπάθεια που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί της (Διαμαντοπούλου, Λοβέρδος, Γαβρόγλου) και την επέκτεινε όχι μόνο στην αναγνώριση ως πανεπιστημίων, ουσιαστικά, των αμερικανικών κολλεγίων στην Ελλάδα, αλλά και με τις συνεργασίες ελληνικών ΑΕΙ και αμερικανικών πανεπιστημίων.
Προς τούτο, επισκέφθηκε τις ΗΠΑ και επιστρέφοντας δήλωσε τα εξής: «Στις ΗΠΑ πραγματοποίησα συναντήσεις με πανεπιστημιακούς και κρατικούς φορείς και συζήτησα τις δυνατότητες ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ σε θέματα εκπαίδευσης, και ειδικότερα την εκπόνηση κοινών προγραμμάτων σπουδών μεταξύ ελληνικών και αμερικανικών πανεπιστημίων, τη συμμετοχή αλλοδαπών φοιτητών σε ξενόγλωσσα και σε θερινά προγράμματα στη χώρα μας, την ανταλλαγή φοιτητών και ερευνητών… Ηδη, σε συνεργασία με την πρεσβεία των ΗΠΑ, δρομολογείται ένα πρόγραμμα επισκέψεων Ελλήνων στελεχών εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, και σε συνεργασία με το Διεθνές Ινστιτούτο για την Εκπαίδευση (ΙΙΕ) σχεδιάζεται επίσκεψη αντιπροσωπείας αμερικανικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα κατά το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, με στόχο τη σύναψη συνεργασιών με ελληνικά πανεπιστήμια…».
Συναντήθηκε επίσης στο υπουργείο Παιδείας «με εκπροσώπους της Αμερικανικής Κυβέρνησης, στο πλαίσιο του 2ου Στρατηγικού Διαλόγου Ελλάδας-ΗΠΑ, με στόχο τη διεύρυνση και εμβάθυνση των διμερών σχέσεων σε θέματα εκπαίδευσης». Στην αμερικανική αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Philip Reeker, υφυπουργό Εξωτερικών, αρμόδιο για την Ευρώπη και την Ευρασία, συμμετείχαν ο πρέσβης Geoffrey Pyatt, στελέχη της αμερικανικής πρεσβείας στην Ελλάδα και συνεργάτες της υφυπουργού Παιδείας και Πολιτισμού Marie Royce.
Το επιστέγασμα όλου αυτού του πάρε-δώσε ήταν η τηλεδιάσκεψη Μητσοτάκη-Κεραμέως-Διγαλάκη-Δημητρόπουλου (ο τελευταίος είναι ο Γενικός Γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης) την περασμένη Δευτέρα με τoν επικεφαλής του Ινστιτούτου Διεθνούς Εκπαίδευσης των ΗΠΑ Allan Goodman, τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Jeffrey Pyatt και εκπροσώπους των πανεπιστημίων. Συμμετείχαν επίσης εκ μέρους της ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής, η προεδρεύουσα της Συνόδου των Πρυτάνεων, Χρυσή Βιτσιλάκη, καθώς και η διευθύνουσα σύμβουλος του Fulbright στην Ελλάδα Αρτεμις Ζενέτου (σ.σ. το ίδρυμα Fulbright στην Ελλάδα δημιουργήθηκε προς το τέλος του εμφυλίου, το 1948, όταν οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές εγκαθίδρυαν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα. Μέσω των παρεμβάσεών του στους χώρους της επιστήμης, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, κ.λπ. στρατολογούνται ελληνικά «μυαλά» στην υπηρεσία προώθησης των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων).
«Η τηλεδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος συνεργασίας που εγκαινίασε τον περασμένο Σεπτέμβριο το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, από κοινού με το Ινστιτούτο Διεθνούς Εκπαίδευσης (Institute of International Education – IIE)».
Στόχος η «διευκόλυνση της προσέγγισης Αμερικανικών και Ελληνικών Πανεπιστημίων, ώστε να δρομολογηθούν μακροπρόθεσμες συνέργειες, όπως η εκπόνηση κοινών και διπλών προγραμμάτων σπουδών, η συμμετοχή φοιτητών από χώρες του εξωτερικού σε ξενόγλωσσα και θερινά προγράμματα στη χώρα μας, οι ‘’ανταλλαγές’’ φοιτητών, ακαδημαϊκών, ερευνητών και τεχνογνωσίας, καθώς και άλλες μορφές συνεργασίας που τα ίδια τα Ιδρύματα θα αποφασίσουν».
Στο εν λόγω πρόγραμμα συμμετέχουν όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια και 27 αμερικανικά πανεπιστήμια (μεταξύ αυτών και τα Columbia University, Harvard University – Harvard T.H. Chan School of Public Health, Johns Hopkins, Princeton University, UC Berkeley, University of Southern California – Viterbi School of Engineering, κ.ά.).
Στην τηλεδιάσκεψη, ο Μητσοτάκης εξήγησε για ποιο λόγο επιλέγεται αυτός ο τρόπος «συνεργασίας» με τα δημόσια πανεπιστήμια, «επειδή στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμη ιδιωτικά πανεπιστήμια, καθώς το Σύνταγμα της χώρας εξακολουθεί να απαγορεύει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων».
Και όπως και στην περίπτωση του ΕΣΥ, με αφορμή την πανδημία του κοροναϊού, ανακάλυψε πόσο σπουδαίους γιατρούς έχουμε για να προωθήσει στη συνέχεια την ίδια αντιδραστική πολιτική ιδιωτικοποίησης της δημόσιας Υγείας, έτσι και στην εκπαίδευση «διαπίστωσε» «ότι στα δημόσια πανεπιστήμιά μας υπάρχει ένα εκπληκτικό σύνολο ταλαντούχων ανθρώπων με πάρα πολύ μεγάλη αξία και δυνατότητες που δεν έχουν αναδειχτεί».
Γι’ αυτό και πρέπει «να ανοίξουμε αυτό το σύνολο των ανθρώπων στον υπόλοιπο κόσμο, ενισχύοντας τη διεθνή του παρουσία, και ουσιαστικά να τους δώσουμε την ευκαιρία να δημιουργήσουν συνεργασίες με ιδρύματα του εξωτερικού».
Ο Μητσοτάκης, προσδοκά σε «ζεστό δολάριο» γι’ αυτό και όπως δήλωσε «συμμετέχουμε ήδη σε ένα ευρωπαϊκό δίκτυο συνεργασιών, αλλά αισθανθήκαμε ότι μπορούμε να καταφέρουμε πολλά περισσότερα, συνάπτοντας συνεργασίες μεταξύ ελληνικών και αμερικανικών πανεπιστημίων με έναν καλύτερα δομημένο τρόπο».
Εδωσε δε ρεσιτάλ ξενοδουλείας, δηλώνοντας: «Προσφέρουμε μεγάλη δυνατότητα επιλογών ως προς τις μορφές των συνεργασιών που μπορούμε να αναπτύξουμε, όπως κοινά πτυχία, μαθήματα ξένων γλωσσών, θερινούς κύκλους μαθημάτων, ερευνητικές πρωτοβουλίες. Ουσιαστικά θέλουμε εσείς να ορίσετε τους τομείς ενδιαφέροντος και εμείς να μην παρεμβαίνουμε αλλά να επιτρέψουμε στα ίδια τα πανεπιστήμια να συνάψουν συνεργασίες με δική τους πρωτοβουλία. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο για εσάς, ωστόσο στο παρελθόν το Υπουργείο Παιδείας ασκούσε πολύ αυστηρό, κατ’ εμέ, έλεγχο στα δημόσια πανεπιστήμια, και αυτό που εμείς ουσιαστικά κάναμε είναι να δώσουμε στα πανεπιστήμια τη δυνατότητα να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες από μόνα τους, και να προβαίνουν σε τέτοιου είδους συνεργασίες… Είμαι βέβαιος ότι όσο περισσότερο εξοικειώνεστε με την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας, θα διαπιστώνετε ότι υπάρχουν μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης ισχυρών συνεργασιών ανάμεσα σε αμερικανικά και ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα» (οι εμφάσεις δικές μας).
Το πατόκορφο γλείψιμο και τους τεμενάδες οσφυοκαμψίας αναγνώρισε και ο Πάιατ, που δήλωσε: «Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο τόπο από την Ελλάδα».
Κοντολογίς, αφού η κυβέρνηση της ΝΔ δεν μπόρεσε να καταργήσει τη συνταγματική επιταγή της απαγόρευσης ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα (άρθρο 16), διά της πλαγίας οδού προσπαθεί να την παρακάμψει. Τα αμερικανικά πανεπιστήμια μέσω αυτών των «συνεργασιών», θα ιδρύσουν παραρτήματά τους στη χώρα μας, οι δε φοιτούντες σε αυτά θα καταβάλλουν τσουχτερά δίδακτρα, που θα βουλώσουν «τρύπες» της ελλειπέστατης κρατικής χρηματοδότησης των ελληνικών ΑΕΙ.
Γιούλα Γκεσούλη