Δεν περιμένει ούτε απαιτεί κανείς από ένα παιδί δεκάξι χρονών να αρθεί πάνω από απόψεις που αποτελούν πλευρές της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας.
Ιδιαίτερα αν το παιδί αυτό έχει κοπιάσει πολύ και περιμένει να του αποδοθούν τα εύσημα που αυτό το σύστημα του υπόσχεται.
Και ακόμη περισσότερο αν το παιδί αυτό, όντας παιδί μεταναστών, έχει γευτεί την πίκρα απ’ την καχυποψία, την ξενοφοβική και ρατσιστική συμπεριφορά, που ξεχειλίζει από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και από όλους εκείνους τους μηχανισμούς της προπαγάνδας, που διαμορφώνουν αυτό που αποκαλούμε «κοινή γνώμη».
Μάλιστα αισθάνεται πως με την προσωπική του πορεία κατήγαγε μια μικρή νίκη απέναντι σ’ όλους αυτούς που το θέλουν στο περιθώριο και διεκδικεί -με λόγο στρωτό, δείγμα άλλωστε των ικανοτήτων του- τη θέση και τα «έπαθλα» που αυτή ορίζει στο σύστημα της εκπαίδευσης αλλά και γενικότερα στο κοινωνικό σύστημα.
Απέναντι σε τούτο το χαρισματικό, είναι αλήθεια, παιδί σηκώνεται τώρα ένα τείχος αντίδρασης και κατακραυγής. Που δεν αποτελείται μόνο απ’ τα γνωστά φασιστοειδή και τους ελληναράδες. Αλλά και από ανθρώπους απλούς, ανθρώπους του μόχθου, που έχουν δηλητηριαστεί απ’ τη γενικευμένη και εκ των άνω κατευθυνόμενη ξενοφοβική και ρατσιστική προπαγάνδα. Καθημερινά τα δελτία του τρόμου στέλνουν την τηλεοπτική εικόνα μέσα στα σπίτια μας των «εγκληματιών» και «ύποπτων» μεταναστών που ευθύνονται για τα κακά του τόπου μας και το κακό το ριζικό μας, καθημερινά η κρατική καταστολή εξαντλεί την αγριότητά της πάνω στα ταλαιπωρημένα κορμιά τους.
Και αφού οι μετανάστες ευθύνονται για την ανεργία μας και τα εγκλήματά μας, πάει πολύ να βγαίνουν τώρα μπροστά τα νιάνιαρά τους και να υποσκελίζουν τα δικά μας παιδιά. Ε, όχι να μας πάρουν την πρωτιά και οι δούλοι! Ε, όχι να σηκωθούν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι!
Σε τούτη την καταθλιπτική και πολύ επικίνδυνη πλευρά στέκεται υποτίθεται πολέμια η πλευρά του επίσημου πολιτικού κόσμου, των «φωτισμένων» αστών, που παπαγαλίζουν τα περί μετεχόντων της ελληνικής παιδείας. Αποδεικνύουν με τα λόγια τους, αλλά και με τα έργα τους όταν κατέχουν κυβερνητικά πόστα, ότι επιζητούν την πλήρη αφομοίωση των μεταναστών σε βαθμό που να συνεπάγεται την απώλεια κάθε δικής τους ιδιαίτερης ιστορικής, εθνολογικής και πολιτιστικής ταυτότητας και μνήμης. Η δομή του ελληνικού σχολείου, που φιλοξενεί παιδιά μεταναστών, το αποδεικνύει αυτό.
Ολος, λοιπόν, αυτός ο «καλός κόσμος», που διακατέχεται υποτίθεται από αισθήματα ανωτερότητας και φιλίας αδιαφορούσε σκόπιμα, σιωπούσε αν όχι και υπέθαλπε γεγονότα που στάλαζαν το φαρμάκι του ρατσισμού και του φασισμού στις ψυχές και τα μυαλά της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας. Νωπά είναι τα γεγονότα με τη νίκη της εθνικής ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία, νωπές οι εικόνες της έκδηλης «εθνικής συγκίνησης», των αυτοκινήτων που διασχίζουν ακόμα τους δρόμους με τις ελληνικές σημαίες στις κεραίες τους. Νωπό το «ρίγος» και η «εθνική περηφάνια» που σκόρπισε η Ολυμπιάδα της Αγγελοπουλίνας και οι γελοίες, φασιστοειδείς δηλώσεις ανεγκέφαλων ολυμπιονικών «μας» που τους τιμούσαν σαν ήρωες.
Και βεβαίως σκόπιμη η παρασιώπηση απ’ όλους της υπενθύμισης ότι η προβολή αυτού του εθνικού συμβόλου υπήρξε αγαπημένη συνήθεια αιμοσταγών δικτατόρων και πως η υποκριτική προάσπισή του έγινε αφορμή για πολλαπλά εγκλήματα κατά του λαού.
Τόσο πολύ ντοπάρισμα πια της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας, μέσα σε συνθήκες αδυναμίας της ταξικής φωνής και γνήσιας αριστερής κατεύθυνσης, φυσικό ήταν να αποδώσει καρπούς.
Ο λόγος για τη μικρή μαθήτρια από την Αλβανία που διεκδικούσε να παρελάσει με την ελληνική σημαία.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες η ίδια ιστορία…
Γιούλα Γκεσούλη








