Στην αναγνώριση των κολεγίων, που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, ουσιαστικά ως ιδιωτικών πανεπιστημίων στο ελληνικό έδαφος, παρεμβαίνει δραστήρια και έχει τον πρώτο λόγο το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Γι’ αυτό και η Αννα Διαμαντοπούλου πάνω απ’ όλα δε θέλει να συγκρουστεί με την ΕΕ και να της χαλάσει τα σχέδια. Αλλωστε, ουδέποτε το ΠΑΣΟΚ αμφισβήτησε την ύπαρξη των κολεγίων και ουδέποτε έθεσε θέμα τερματισμού της λειτουργίας τους. Δια της πλαγίας οδού, λοιπόν, επιτυγχάνεται η παρουσία των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα (αφού δεν κατέστη δυνατόν αυτή να διασφαλιστεί μέσω του ορθού δρόμου, της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος), ένθερμος υποστηρικτής της οποίας υπήρξε πάντοτε ο Γιώργος Παπανδρέου. Από την άλλη, η Αννα Διαμαντοπούλου έχει να αντιμετωπίσει τη σύσσωμη αντίθεση και του πανεπιστημιακού κατεστημένου και των καθηγητών των ΤΕΙ και προπαντός την οργή των φοιτητών, την οποία φοβάται όσο τίποτε άλλο μην ξεσπάσει, προκαλώντας ανάσχεση στα γενικότερα σχέδια του υπουργείου Παιδείας και της κυβέρνησης. Γι’ αυτό, ως προς το θέμα που προέκυψε, με τη χορήγηση των αδειών λειτουργίας στα 40 -με τα παραρτήματά τους- κολέγια, στο παρά πέντε των εκλογών από τον Σπηλιωτόπουλο, κρατά μια μεσοβέζικη στάση, προσπαθώντας να αγοράσει χρόνο. Αυτό σημαίνει η «επανεξέταση όλων των φακέλων και των αδειών λειτουργίας», που μπορεί να οδηγήσει ίσως και στην αφαίρεση κάποιων αδειών, ώστε να κρατηθούν τα προσχήματα, ενώ θα αφήνεται ανέγγιχτη η ίδια η ουσία αυτής της πολιτικής, που στο βάθος της έχει την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της κοινοτικής οδηγίας 36/05 για την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των απόφοιτων των κολεγίων, που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αλλωστε, η ίδια η Διαμαντοπούλου δεν μπορούσε να το πει σαφέστερα: «προτεραιότητά μας είναι μια συνολική πολιτική που αφορά και στην Ευρώπη αλλά και σε εθνικό επίπεδο, για διαδικασίες ελέγχου και πιστοποίησης στο σύνολο της μεταλυκειακής ιδιωτικής εκπαίδευσης, στην οποία ανήκουν τα κολέγια», δήλωσε, ανακοινώνοντας το «πάγωμα» των αδειών λειτουργίας των κολεγίων. Πλην όμως, σε όλα αυτά τα «μαγαζιά» δόθηκε προθεσμία 2-3 μηνών, ώστε να προσαρμοστούν στα «νέα δεδομένα» που θα θέσει το υπουργείο Παιδείας. Από δω και μπρος τα γνωστά παπαγαλάκια του Τύπου ανέλαβαν να επεξεργαστούν την «κοινή γνώμη», παίζοντας στο επικοινωνιακό παιχνίδι, στο οποίο έχει επιδοθεί με τα μπού-νια η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Και τι δε γράφουν στις φυλλάδες τους, για έλεγχο, λέει στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών των κολεγίων, στα ακαδημαϊκά προσόντα του διδακτικού προσωπικού και στις υποδομές. Ομως, όλοι γνωρίζουν (και παλιότερα επί Στυλιανίδη και Σπηλιωτόπουλου το επεσήμαναν στην αρθρογραφία τους, ενώ τώρα το έχουν «ξεχάσει») και το υπουργείο Παιδείας πολύ περισσότερο γνωρίζει, πως καμιά τέτοια παρέμβαση, κανέναν τέτοιον έλεγχο δεν μπορεί να ασκήσουν οι ελληνικές αρχές.
Ας θυμηθούμε τις χαρακτηριστικές αποστροφές από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου, που καταδίκασε την Ελλάδα για την παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας για την αναγνώριση των διπλωμάτων, και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:
♦ «Με το σύστημα της οδηγίας 89/48 (προπάτορα της οδηγίας 36/05), ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα». «Οι σπουδές δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχουν πραγματοποιηθεί σε πανεπιστήμιο ή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα… αρκεί να πρόκειται για ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου». Πρόκειται για πλήρη απαξίωση της αξίας της εκπαίδευσης, που βρίσκεται πίσω από ένα πτυχίο, που αποδεικνύει περίτρανα ότι για το μόνο που νοιάζεται το ευρωπαϊκό κεφάλαιο είναι η απόκτηση βασικών δεξιοτήτων, που θα καθιστούν εφικτό το μέγιστο βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και την «ελεύθερη» διακίνησή τους.
♦ «Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε το δίπλωμα είναι αποκλειστικώς» υπεύθυνη να κρίνει αν ένα ίδρυμα είναι του «αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου» με ένα πανεπιστήμιο ή ένα ανώτατο ίδρυμα. Δηλαδή, στην περίπτωση των κολεγίων, που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, την πιστοποίηση των σπουδών και των «διπλωμάτων» αναλαμβάνουν αποκλειστικά τα ξένα πανεπιστήμια.
♦ «Το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής προκειμένου περί σπουδών παρεχομένων βάσει συμφωνιών δικαιοχρήσεως, εφόσον αυτές εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα». Οπερ σημαίνει πως τα κολέγια, που έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης με ξένα πανεπιστήμια, αν και λειτουργούν σε ελληνικό έδαφος, δεν είναι ελληνικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις, αλλά ιδρύματα που εντάσσονται στο εκπαιδευτικό σύστημα των κρατών όπου εδρεύουν τα συνεργαζόμενα πανεπιστήμια και επομένως η Ελλάδα οφείλει να κάνει «τουμπεκί». Πρόκειται για ισχυρότατο χαστούκι στον ελληνικό καπιταλισμό και σε όλους τους επίδοξους διαχειριστές του από το κεφάλαιο των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών της ΕΕ.
Το αυστηρό μήνυμα της ΕΕ είχε λάβει η προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία είχε φροντίσει να το προωθήσει μέσω δυο υπουργικών αποφάσεων, που έκαναν «κόσκινο» τις αρχικές υποκριτικές διατάξεις του νόμου Στυλιανίδη για τα κολέγια, ενώ στο ίδιο πνεύμα ήταν και το ΠΔ ενσωμάτωσης της Οδηγίας 36/05, που η ΝΔ έκρυβε στα συρτάρια της χωρίς να προλάβει να το δημοσιεύσει. Εδώ λέγονται τα «σύκα-σύκα» και η «σκάφη-σκάφη»). Αφαιρείται εντελώς από το ελληνικό κράτος το δικαίωμα ελέγχου στα προγράμματα σπουδών των κολεγίων, που καταρτίζονται από τα συνεργαζόμενα ξένα πανεπιστήμια, ενώ και η δημαγωγία για τον «έλεγχο» των ακαδημαϊκών προσόντων του διδακτικού προσωπικού γρήγορα ξέφτισε, αφού το ποσοστό των διδασκόντων που κατέχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο (συνολικά) ορίζεται στο 30% (στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια για να γίνει κάποιος καθηγητής απαιτείται να κατέχει υποχρεωτικά διδακτορικό τίτλο σπουδών). Οι δε εκπτώσεις στις «αυστηρές προδιαγραφές» της υλικοτεχνικής και κτιριακής υποδομής έδωσαν και πήραν, για να φθάσουν τελικά να θεωρούνται επαρκή τα 300 τετρ. μέτρα!
Στο μεγαλοπρεπές αυτό φτύσιμο της ΕΕ, η Διαμαντοπούλου, τότε υπεύ-θυνη Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, έβλεπε απλώς πως «ψιχάλιζε» και μιλούσε «για στένεμα των περιθωρίων στα κράτη μέλη να θέτουν κριτήρια ποιότητας»! (sic). Πρότεινε δε τη δημιουργία Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοποίησης Ελέγχου και Αξιολόγησης των κολεγίων, κάτι που κάνει και σήμερα όντας υπουργός. Είναι σίγουρο, όμως, πως όποιος επιθετικός προσδιορισμός κι αν κοσμήσει την Αρχή που θα διεξάγει τον «έλεγχο», αυτή το μόνο που θα μπορεί να κάνει είναι να ελέγχει την πληρότητα των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών και τίτλων εκπαίδευσης, κ.λπ., που θα έχουν χορηγηθεί στους απόφοιτους των κολεγίων από τα συνεργαζόμενα ξένα πανεπιστήμια και θα αρκείται στον έλεγχο της αντιστοίχησης των σπουδών με τα ελληνικά πανεπιστήμια ή ΤΕΙ. Σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις (π.χ. αν η διάρκεια σπουδών είναι μικρότερη κατά ένα τουλάχιστον έτος από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα) θα μπορεί να απαιτήσει και κάποια πρακτική άσκηση προσαρμογής στον αιτούντα την αναγνώριση ή δοκιμασία επάρκειας. Αντε να μπουν και κάποια παραπάνω κριτήρια στην υλικοτεχνική υποδομή. Αλλωστε, ο πρόεδρος του Συνδέσμου των κολεγιαρχών Καρκανιάς, δήλωσε πως τα κολέγια επιζητούν τον έλεγχο (προφανώς αυτός έχει εξασφαλίσει τους δικούς του) για να αναγνωριστεί και πιστοποιηθεί στον ελληνικό λαό η αξία τους ως πανεπιστημίων.
Για να είστε σίγουροι για τη συνέχεια του έργου, ρίξτε μια ματιά στα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, που κάνουν λόγο για σχετικές μελέτες των υπηρεσιών της Κομισιόν να φάνε και τα κολέγια από την πίτα των κονδυλίων, που παίρνουν έως σήμερα μόνο τα δημόσια πανεπιστήμια και ΤΕΙ.
Γιούλα Γκεσούλη