Το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας ξανα-ζωντανεύει τον μπαμπούλα της αξιολόγησης, τον οποίο ανεπιτυχώς προσπάθησαν όλες οι προηγούμενες «μεταρρυθμίσεις» να επαναφέρουν. Η Διαμαντοπούλου, μέσα στο γενικό κλίμα σοκ και δέους ευελπιστεί ότι τώρα ήρθε η ώρα να τον αναστήσει και προδιαγράφει την πιλοτική εφαρμογή της αξιολόγησης από το Σεπτέμβρη στα σχολεία.
Και ενώ η υπουργός Παιδείας έχει κηρύξει τον πόλεμο, οι πουλημένες συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες σφυρίζουν αδιάφορα, υπενθυμίζοντας τις θέσεις «του κλάδου», των κυρίαρχων δηλαδή παρατάξεων ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ, που είναι υπέρ της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού, που δεν θα έχει, όμως, «τιμωρητικό» χαρακτήρα, αλλά «συμβουλευτικό» και «βελτιωτικό». Αρκετοί δε είναι εκείνοι στην ελληνική εργαζόμενη κοινωνία που διερωτώνται αν μια τέτοια πρόταση είναι βάσιμη και αν η αξιολόγηση θα είναι προς το καλό των σχολείων και των παιδιών τους.
Για να διερευνήσουμε αυτό το ερώτημα, ας δούμε καταρχάς το ρόλο του σχολείου στον καπιταλισμό. Το σχολείο δε μορφώνει ολόπλευρα την προσωπικότητα του νέου ανθρώπου, μέσω της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των ικανοτήτων και δεξιοτήτων του και δεν του δίνει τη δυνατότητα να ζήσει και να χαρεί τον συσσωρευμένο πλούτο του υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Είναι ένα σχολείο που στραγγαλίζει τα χαρίσματα και την προσωπικότητα και που στρεβλά την κατευθύνει να αναπτύξει μόνο τη δεξιότητα ή τις δεξιότητες που απαιτούνται για την επάνδρωση της παραγωγής, ενώ αναλαμβάνει και τον ιδεολογικό και πολιτικό επηρεασμό της νεολαίας, για να διαμορφωθούν χαρακτήρες υπάκουοι στη βουλιμία του κεφαλαίου. Είναι, δηλαδή, το σχολείο ένας ισχυρός μηχανισμός αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή και επιβολής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γι’ αυτό το αστικό κράτος ουδέποτε θα εκχωρήσει αυτόν τον μηχανισμό σε άτομα, δομές ή μηχανισμούς που θα αμφισβητήσουν αυτό το ρόλο του και θα θέσουν σε κίνδυνο την πραγμάτωση των στόχων του (η ανάθεση από τους εμπνευστές της περίφημης «αποκέντρωσης» στις «τοπικές κοινωνίες» -που στο κάτω-κάτω δεν απαρτίζονται από τίποτε επαναστάτες, αλλά από Δημοτικούς άρχοντες, παρατρεχάμενους της εξουσίας, επιχειρηματίες, συλλόγους και λοιπούς επίδοξους «χορηγούς»- της διαμόρφωσης του αναλυτικού προγράμματος κατά ένα ποσοστό μόνο 15%, επιβεβαιώνει τούτη την αλήθεια). Ειδικά στις μέρες μας, της θεοποίησης των «αναγκών της παραγωγής», χάνεται παντελώς κάθε εναπομείναν ίχνος ανθρωπιστικής παιδείας και όλα τα γρανάζια δουλεύουν για τη διαμόρφωση ενός φθηνού και ευέλικτου ανθρώπινου δυναμικού, απόλυτα διαχειρίσιμου από το κεφάλαιο. Το «νέο σχολείο» της Διαμαντοπούλου, το υπογραμμίζει αυτό χαρακτηριστικά. Λόγος γίνεται, λοιπόν, για «τη βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα» και για ένα «εκπαιδευτικό σύστημα ανταγωνιστικό στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στο διεθνή χώρο», που θα διαμορφώνεται με βάση τους «μετρήσιμους» στόχους για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, που θέτει η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ. Εξ ου και η προώθηση όλων των συμπαρομαρτούντων, της διά βίου μάθησης, του εθνικού πλαισίου προσόντων, των κατευθύνσεων της Μπολόνια, της αναγόρευσης των κολεγίων ουσιαστικά σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, που σκόπιμα ταυτίζουν την εκπαίδευση με την κατάρτιση. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι χρήσιμη γνώση είναι αυτή που μπορεί να πουληθεί, αυτή που έχει ανάγκη η καπιταλιστική αγορά εργασίας, δηλαδή ο ιεραρχικός μηχανισμός του εργοστασιακού κάτεργου, ότι δε μετράει η εκπαίδευση που κρύβεται πίσω από ένα πτυχίο, αλλά το «αποτέλεσμα», δηλαδή το πόσο καλός «απασχολήσιμος» μπορεί να γίνει κάποιος.
Σ’ αυτό το πλαίσιο καλούνται να αξιολογηθούν τα σχολεία, το εκπαιδευτικό έργο και ο εκπαιδευτικός. Σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση θα θέτει ως προμετωπίδα την προσαρμογή στους στόχους που βάζει για την εκπαίδευση η αστική τάξη, που είναι και η κυρίαρχη τάξη. Ο «βελτιωτικός» δηλαδή χαρακτήρας της εκεί ακριβώς θα αναφέρεται, ενώ θα είναι οπωσδήποτε «τιμωρητική», αφού η αστική τάξη έχει ανάγκη από πειθάρχηση και υποταγή, ειδικά όταν είναι να προωθήσει μέτρα που αποσκοπούν στην απίσχνανση της γνώσης, στο στραγγάλισμα της προσωπικότητας του μαθητή, στη συρρίκνωση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του σχολείου, στην πλέρια υποταγή του σχολείου στην αγορά, στην ένταση των ταξικών φραγμών (κάθε είδους αξιολογικές κρίσεις των μαθητών, εξετάσεις, εθνικό απολυτήριο, υπολειτουργία ή και εξαφάνιση κάθε υποστηρικτικού θεσμού των αδύναμων ομάδων των μαθητών κ.λπ.), ώστε από νωρίς να ψαλιδίζονται οι ελπίδες για παραμονή στο σχολείο των παιδιών των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο πέλεκυς της τιμωρίας θα πέφτει βαρύς πάνω στους εκπαιδευτικούς που υψώνουν ανάστημα, που αρνούνται να υποκύψουν, ενώ οι χαμερπείς και τα «καλά παιδιά» θα βρίσκουν πάντα ανοιχτούς δρόμους επιβίωσης και ανέλιξης. «Τα πρότυπα (που χρειάζεται η νεολαία) είναι από δω και όχι από κει» είπε προκλητικά η Διαμαντοπούλου και έδειξε διαδοχικά μπροστά της τους εκπαιδευτικούς που βράβευε για τη συμμετοχή στα «καινοτόμα προγράμματα» και πίσω της τους εκπαιδευτικούς που διαμαρτύρονταν για το χειροπιαστό σκοτάδι που έχει πλακώσει το δημόσιο σχολείο και τη ζωή τους.
Το πολυνομοσχέδιο της Διαμαντοπούλου, περιγράφοντας ενδεικτικά τα κριτήρια της αξιολόγησης (που καταρχήν θα είναι «αυτοαξιολόγηση» για να μην τρομάξουν οι εκπαιδευτικοί, όπως σημειώνει το υπουργείο Παιδείας), αναφέρει ως τέτοια:
♦ Την εξεύρεση πόρων της σχολικής μονάδας (οικονομικών και ανθρώπινων) για τη στήριξη της υλικοτεχνικής υποδομής. Ως παράδειγμα αναφέρεται εκτός από το Δήμο και ο Σύλλογος Γονέων που μπορεί να ενισχύει οικονομικά το σχολείο. Το κόστος, δηλαδή της λειτουργίας του σχολείου μετατοπίζεται από το Δήμο σιγά-σιγά στους γονείς, ενώ στη γωνία καραδοκούν οι πάσης φύσεως «χορηγοί», που θα συνδράμουν με το αζημίωτο.
♦ Την αξιοποίηση από τη διοίκηση του σχολείου των μέσων και των πόρων. Αναζητού-νται, λοιπόν, διευθυντές-μάνατζερ στα πρότυπα των επιχειρήσεων, που θα αναζητούν πόρους, νοικιάζοντας π.χ. την αυλή του σχολείου ως πάρκινγκ, τις αίθουσες για την πραγματοποίηση εξωσχολικών εκδηλώσεων, κ.λπ.
♦ Την εφαρμογή του προγράμματος χωρίς απώλεια διδακτικών ωρών. Φωτογραφίζονται οι απεργίες των εκπαιδευτικών και οι μαθητικές κινητοποιήσεις-καταλήψεις.
♦ Τη συμμετοχή στα «καινοτόμα προγράμματα». Εύλογα διερωτάται κανείς, γιατί τα προγράμματα αυτά, αφού αναφέρονται στον πολιτισμό, στο περιβάλλον, στην αγωγή υγείας, κ.λπ. δεν εντάσσονται υποχρεωτικά στο αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων. Το υπουργείο, σκόπιμα επιμένει στην «εθελοντική» συμμετοχή για να περιορίσει τις δαπάνες που απαιτεί η υλοποίησή τους και για να τα χρησιμοποιεί ως μοχλό αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και κατ’ επέκταση ως μηχανισμό επιδίωξης αποκόμισης πόρων από «τρίτους».
♦ Τα αποτελέσματα της φοίτησης, επίδοσης των μαθητών. Το κριτήριο αυτό αναπόφευκτα θα εισάγει τρόπους «αντικειμενικής» αξιολόγησης των μαθητών, δηλαδή τεστ και εξετάσεις πανελλαδικού τύπου, ώστε να υπάρχει ενιαίος τρόπος αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών. Το κριτήριο αυτό παραγκωνίζει τελείως το βάρος της «προίκας» που κουβαλούν οι μαθητές εξαιτίας της κοινωνικοοικονομικής τους θέσης και καθιστά αποκλειστικά υπεύθυνο της επιτυχίας τους εκπαιδευτικούς, όταν τα αναλυτικά προγράμματα, η μαθησιακή διαδικασία, το εύρος των δυνατοτήτων της υλικοτεχνικής υποδομής των σχολείων, είναι δεδομένα και επιβεβλημένα από τα πάνω.
Είναι προφανές ότι η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης θα οδηγήσει στην κατάταξη των σχολικών μονάδων και στην κατηγοριοποίησή τους. Το επόμενο βήμα θα είναι η σύνδεση της χρηματοδότησής τους με την αξιολόγηση. Η εφαρμογή της στα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών οδήγησε στο κλείσιμο πολλών σχολικών μονάδων, ειδικά φτωχών περιοχών.
Από τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο ότι οι φοβισμένοι και υποταγμένοι εκπαιδευτικοί (που θα παίζουν το κεφάλι τους, διακινδυνεύοντας τη διατήρηση της θέσης τους στο σχολείο και το ύψος του μισθού τους), θα πρεσάρουν ακόμα πιο πολύ τους μαθητές, θα συγκατατίθενται στο οικονομικό άρμεγμα των γονιών, προκειμένου το σχολείο να ανταποκριθεί στα κριτήρια της αξιολόγησης, στη λειτουργία του σχολείου με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, στη συρρίκνωση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του.
Κοντολογίς, η αξιολόγηση οποιασδήποτε μορφής στον καπιταλισμό θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για τα σχολεία, τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τις οικογένειες των εργαζόμενων.
Η άρνηση της αξιολόγησης δεν παραπέμπει από την πλευρά μας στον ωχαδερφισμό, στην αδιαφορία για το σχολειό, το μαθητή. Ο εκπαιδευτικός έχει χρέος (επειδή έχει συνείδηση ότι έχει στα χέρια του τα παιδιά της εργατικής τάξης, των εργαζόμενων και επειδή ξέρει ότι ακόμη και αυτές οι γνώσεις που προσφέρει το αστικό σχολείο είναι κέρδος για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων) να δώσει όλες του τις δυνάμεις, για να μεταδώσει γνώσεις, να ανοίξει χαραμάδες στον πολιτισμό, να αφυπνίσει νεανικά μυαλά, να σμιλεύσει ανθρώπους με αγωνιστικό ήθος, αξιοπρέπεια και συλλογικό πνεύμα. Εχει χρέος ν’ ανοίξει μέτωπο με κάθε είδους ιδεοληψίες, αντιδραστικές θεωρίες, προγράμματα και πρακτικές, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με κάθε υποστηρικτή τους. Αυτού του είδους την αξιολόγηση επιδιώκει ο εκπαιδευτικός με ταξική συνείδηση. Την αξιολόγηση από τα νεανικά μάτια, τους εργαζόμενους γονείς, κατά πόσο προωθεί τα ανεξάρτητα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και μέσα απ’ τη δουλειά του και μέσα από τη στάση ζωής του και μέσα από τη συμμετοχή του στους κοινωνικούς αγώνες. Οι πυρήνες των εκπαιδευτικών με συνείδηση είναι σίγουρο ότι θα γίνουν πλήθος όταν θα δούμε να αναγεννιέται το ταξικό κίνημα συνολικά στην κοινωνία.
Γιούλα Γκεσούλη