Οι επιδόσεις των υποψηφίων που συμμετείχαν στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις δείχνουν τη γενική κατεύθυνση, στην οποία θα κυμανθούν οι βάσεις εισαγωγής: πτώση σε όλα γενικά τα επιστημονικά πεδία.
Με την ανακοίνωση των στατιστικών στοιχείων των βαθμολογιών, βγήκαν και τα πρώτα συμπεράσματα:
– Μείωση, σε σχέση με πέρυσι, σχεδόν στο μισό των αριστούχων, αυτών δηλαδή που πέτυχαν βαθμολογίες από 18-20. Πέρυσι οι αριστούχοι ήταν 7.428 (ποσοστό 9,48%) και φέτος 4.010 (ποσοστό περίπου 5%).
– 25.059 (ποσοστό 32%) υποψήφιοι όλων των κατευθύνσεων σημείωσαν βαθμολογίες 0-10.
Στη θεωρητική κατεύθυνση το ποσοστό αυτών που έγραψαν κάτω από τη βάση είναι 33% των υποψηφίων της θεωρητικής, στη θετική κατεύθυνση 16%, στην τεχνολογική Ι 26% και στην τεχνολογική ΙΙ 37%.
Αντίστοιχα, τα ποσοστά των αριστούχων (βαθμολογίες 18-20) ανά κατεύθυνση είναι: 4,59% – 10,61% – 9,03% – 3,3%.
Εκτός, όμως, από τα γενικά συμπεράσματα, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των βάσεων στα διάφορα επιστημονικά πεδία και στις διάφορες σχολές των ΑΕΙ, παίζουν και οι επιδόσεις των υποψηφίων στα επιμέρους μαθήματα και μάλιστα σε αυτά που είναι αυξημένης βαρύτητας.
– Στη θεωρητική κατεύθυνση, οι μισοί σχεδόν υποψήφιοι (49,66%, ένας στους δύο δηλαδή), έγραψαν κάτω από τη βάση στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών και στην ιστορία κατεύθυνσης το 41,15%. Μόνο ένα 0,95% έγραψε από 18 έως 20 στα αρχαία! Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει τις βάσεις στις υψηλόβαθμες Νομικές Σχολές, στις Φιλολογικές Σχολές, στα Τμήματα Ψυχολογίας και ΜΜΕ.
– Στη θετική κατεύθυνση, που έχει πάντα τις πιο σταθερές επιδόσεις, σημειώθηκε πατατράκ στα μαθηματικά κατεύθυνσης και τη φυσική κατεύθυνσης, λόγω της μεγάλης δυσκολίας των θεμάτων. Το 39% των υποψηφίων έγραψε κάτω από τη βάση στα μαθηματικά και το 47,4% στη φυσική. Αντίστοιχα, τα ποσοστά αυτών που έγραψαν από 18 έως 20 είναι 4,53% (πέρυσι 15,12%) και 5,18% (18,03% πέρυσι).
– Στις τεχνολογικές κατευθύνσεις (Ι και ΙΙ), τα ποσοστά αποτυχίας (κάτω από τη βάση) στα μαθηματικά και τη φυσική είτε αγγίζουν το 50% είτε το υπερβαίνουν κατά πολύ (π.χ. 69, 97% στα μαθηματικά και 79,16% στη φυσική στην τεχνολογική ΙΙ). Ενώ το 9,03% και το 3,3% της τεχνολογικής Ι και ΙΙ αντίστοιχα έγραψαν από 18 έως 20.
Οι χαμηλές επιδόσεις γενικά στα μαθηματικά και τη φυσική αναμένεται να οδηγήσουν σε θεαματική βουτιά στις σχολές υψηλής ζήτησης, όπως τα Πολυτεχνεία και σε πτώση των βάσεων στις Ιατρικές Σχολές.
Τις βάσεις προς τα κάτω σπρώχνουν και οι άσχημες επιδόσεις στα μαθηματικά γενικής παιδείας (44,37%).
Ολες οι παραπάνω παράμετροι, τεχνικής φύσεως θα λέγαμε, που έχουν σχέση με το βαθμό δυσκολίας των θεμάτων, καθώς και ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων, ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων (κλειστός αριθμός εισακτέων), το καθεστώς των περιορισμένων για φέτος μετεγγραφών θα παίξουν το ρόλο τους στη διαμόρφωση των βάσεων και στον αριθμό αυτών που θα εισαχθούν τελικά σε ΑΕΙ-ΤΕΙ. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε την τεράστια αδυναμία των λαϊκών νοικοκυριών να στηρίξουν τις σπουδές των παιδιών τους μακριά από τον τόπο κατοικίας, αδυναμία που έχει αγγίξει «ταβάνι» στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όπως και τις μεγάλες μειώσεις στις κρατικές δαπάνες για τη φοιτητική μέριμνα (σίτιση-στέγαση), που καθιστούν απαγορευτική τη φοίτηση των παιδιών των φτωχών λαϊκών στρωμάτων σε Ιδρύματα εκτός του τόπου οικογενειακής εστίας. Φέτος υπολογίζεται ότι θα δεχθούν μεγαλύτερο πλήγμα οι σχολές χαμηλής ζήτησης της περιφέρειας, αφού θα τις δηλώσουν λιγότεροι υποψήφιοι (άλλωστε και η δυνατότητα μετεγγραφής έχει περιοριστεί), από αυτές των μεγάλων αστικών κέντρων, που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των προλεταριακών στρωμάτων.
Τα παραπάνω δεν αφορούν την ουσία του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών, που καθορίζεται από πιο ουσιαστικές συνιστώσες, όπως είναι η ίδια η φύση του αστικού σχολείου που προσανατολίζει στις δεξιότητες και την κατάρτιση και όχι στη γνώση, τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και η ταξική θέση των οικογενειών των μαθητών στην κοινωνία, που επηρεάζει αποφασιστικά το μορφωτικό τους επίπεδο και τους προσφέρει ή μη τις οικονομικές δυνατότητες να στηρίξουν με φροντιστήρια το βαθμό «απόδοσής» τους, στο πλαίσιο του αστικού σχολείου.
Τα παραπάνω, είναι απλώς τα επιφαινόμενα που αναπτύσσονται πάνω στο έδαφος ενός σκληρού ταξικού φραγμού, όπως είναι οι εισαγωγικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο «κλειστός αριθμός» εισακτέων είναι το φράγμα που εμποδίζει την πρόσβαση της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας στα πανεπιστήμια και η συνθήκη αυτή υπηρετεί τις ανάγκες του καπιταλισμού στην αγορά εργασίας και στις δημόσιες δαπάνες και την ανάγκη επιβίωσης και διαιώνισής του, αφού ισχύει το «αμόρφωτος λαός, άρα και διαχειρίσιμος» και δεν υπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας (που έχει π.χ. μεγάλες ανάγκες σε σωστά σχολεία με ολιγομελή τμήματα μαθητών και δασκάλους, σε νοσοκομεία στελεχωμένα με γιατρούς, νοσηλευτικό προσωπικό, κ.λπ.). Και δεν καθορίζουν σε καμιά περίπτωση τις ικανότητες των νέων παιδιών να σπουδάσουν. Αλλωστε, αυτοί που έχουν την οικονομική άνεση, ακόμη κι αν απορριφθούν από το σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων, τελικά σπουδάζουν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Κοντολογίς, το πρόβλημα είναι κοινωνικό-ταξικό και όχι τεχνικό, πρόβλημα «απόδοσης» των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις.