Ποιος είπε πως οι εξεταστικοί φραγμοί είναι «προνόμιο» της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Ο «εκσυγχρονισμός» και η «πρόοδος» επιβάλλουν την επέκτασή τους ακόμα και στα πρώιμα εκπαιδευτικά χρόνια του παιδιού. Ναι, καλά διαβάσατε. Σίγουρα με άλλο τρόπο, αλλά με την ίδια ουσία, την απόρριψη αυτών που «δεν κάνουν για γράμματα».
Η πρόταση της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρίας, που παρουσιάστηκε στις αρχές του χρόνου («Ελευθεροτυπία», 2/1/07) για την καθιέρωση ειδικού τεστ σε όλα τα παιδιά των Νηπιαγωγείων, προκειμένου να ανιχνευτεί η ωριμότητά τους για να φοιτήσουν στην Α’ Δημοτικού, ίσως φαντάζει αθώα, καθώς διατείνεται ότι έχει στόχο να αντιμετωπιστούν έγκαιρα τα αναπτυξιακά προβλήματα που εμποδίζουν την ομαλή ένταξη του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον και να προληφθεί η σχολική αποτυχία στα επόμενα χρόνια. Σαν επιχείρημα προστίθεται ότι ο προσχολικός έλεγχος γίνεται υποχρεωτικά στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ.
Προτείνεται λοιπόν η καθιέρωση ενός τεστ (που το ονομάζουν Α’ τεστ) για όλα τα παιδιά του Νηπιαγωγείου, το οποίο μέσα σε 10-15 λεπτά θα ελέγχει 4 πρακτικές και 4 λεκτικές ικανότητες των παιδιών, διαθέτοντας παράλληλα 2 συμπληρωματικές κλίμακες που ελέγχουν την υπερκινητικότητα και το επίπεδο προσοχής του παιδιού. Το τεστ, που απευθύνεται σε παιδίατρους και σχετικούς επαγγελματίες υγείας, μπορεί να γίνει σε πολλά παιδιά ταυτόχρονα και σύμφωνα με τους δημιουργούς του δεν δίνει ψευδώς θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, έτσι ώστε να μην ανησυχούν οι γονείς ότι θα κοπούν παιδιά που είναι έτοιμα ν’ αρχίσουν το σχολείο. Επισημαίνεται μάλιστα, ότι η βαθμολόγηση θα γίνεται από ειδικό ή παιδίατρο και η εξαγωγή των αποτελεσμάτων από ηλεκτρονικό υπολογιστή, εξασφαλίζοντας την αντικειμενικότητα της διαδικασίας.
Κάτω απ’ αυτές τις «αθώες» και επενδεδυμένες με «επιστημονικό κύρος» φράσεις ίσως κρύβεται κάτι χειρότερο: η εμπέδωση του συνδρόμου του looser στα παιδιά και τους γονείς (ιδιαίτερα τους δεύτερους) των εργατικών (πρώτα απ’ όλα) στρωμάτων και ο στιγματισμός των συνειδήσεών τους με την αντίληψη ότι τα παιδιά τους «δεν κάνουν για γράμματα» πόσο μάλλον για «πανεπιστήμια».
Θεωρείτε ακραίο το συμπέρασμα; Σκεφτείτε μόνο την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στα σχολεία με τα καινούργια βιβλία. Βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά και απαιτούν κάποιο μορφωτικό υπόβαθρο των γονέων τους, δημιουργώντας μαθητές δύο ταχυτήτων. Αυτούς που διαθέτουν ένα ήρεμο περιβάλλον στο σπίτι και μια ανάλογη στήριξη απ’ την οικογένεια και αυτούς που ζουν στο πετσί τους το άγχος της επιβίωσης των γονιών τους οι οποίοι ούτε χρόνο, ούτε ψυχική ηρεμία, ούτε τα εφόδια έχουν για να τα στηρίξουν στην εκπαιδευτική τους πορεία. Ισως αντιτείνει κανείς, ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό και θα έπρεπε να είναι καλοδεχούμενο ένα τέτοιο τεστ, για να προλάβει τη μελλοντική σχολική αποτυχία και να προστατέψει τα παιδιά που είναι ανέτοιμα να περάσουν στο Δημοτικό. Εδώ όμως θα πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα που γεννώνται αυθόρμητα σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο:
1. Είναι δυνατόν ένα 10 λεπτο -15 λεπτο τεστ να υποκαταστήσει την πολύμηνη παρακολούθηση της πορείας των παιδιών απ’ το νηπιαγωγό; Αν όντως ένα παιδί παρουσιάζει σοβαρό πρόβλημα που το αναγκάζει να επαναλάβει το νηπιαγωγείο, αυτό δεν είναι δυνατό να διαγνωστεί απ’ το νηπιαγωγό του;
2. Σύμφωνα με τους εμπνευστές του τεστ, υποστηρίζεται ότι «από πλήθος παιδαγωγικών μελετών φαίνεται ότι η προσχολική εκπαίδευση μικρών παιδιών σε παιδικούς σταθμούς και τα νηπιαγωγεία, όταν γίνεται σταθερά από ειδικευμένους παιδαγωγούς, αυξάνει σημαντικά την ετοιμότητα των παιδιών». Αν πραγματικά το κράτος ήθελε να αυξηθεί αυτή η ετοιμότητα, δεν θα έπρεπε να δώσει χρήματα για τη δημιουργία δωρεάν παιδικών σταθμών και να προσλάβει το απαραίτητο προσωπικό για να βοηθήσει τα παιδιά ν’ ανοίξουν τους ορίζοντές τους κι όχι για «παρκάρισμα», όπως γίνεται σήμερα (κι αυτό αν είναι «τυχερά» τα παιδιά και τα πάρουν);
3. Η μαζική εφαρμογή του τεστ, για να κριθεί αν ένα παιδί θα «περάσει» στο Δημοτικό, όσο κι αν διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους οι εμπνευστές του για το αντίθετο, δεν θα αποτελέσει κριτήριο απόρριψης, που θα πλήξει κυρίως τα παιδιά των εργατικών οικογενειών (εδώ μόνο σαν ανέκδοτο διαβάζεται η απαίτηση των «ειδικών» απ’ τους γονείς να διαβάζουν βιβλία και να συζητούν μαζί με τα παιδιά τους, όταν αυτοί δουλεύουν δυο και τρεις δουλειές);
4. Η σχολική αποτυχία δεν καθορίζεται (όχι αποκλειστικά αλλά τις περισσότερες φορές καθοριστικά) απ’ το κοινωνικό περιβάλλον; Αν ήθελε κανείς να εξασφαλίσει την εκπαιδευτική πρόοδο των παιδιών, δεν θα έπρεπε να ξεκινήσει από την καλυτέρευση της υλικής ζωής των οικογενειών τους και όχι από την αναζήτηση τρόπων για την απόρριψή τους;
Γι’ αυτά όμως δεν ενδιαφέρεται η «καθαρή επιστήμη». Οι «ειδικοί» δεν ασχολούνται με… πολιτικά θέματα. Σαν γνήσιοι Πόντιοι Πιλάτοι ασχολούνται μόνο με το πρόβλημα της σχολικής ετοιμότητας, χωρίς να τους απασχολεί τι σχολείο είναι αυτό που βιώνουν τα παιδιά και πώς βάζουν τη σφραγίδα τους οι κοινωνικές συνθήκες των οικογενειών στην εκπαιδευτική πορεία των παιδιών τους. Αλλωστε, η «πρόοδος» δεν επιβάλλει την προσαρμογή του σχολείου στις ανάγκες της εργαζόμενης κοινωνίας, αλλά την προσαρμογή της εργαζόμενης κοινωνίας στις ανάγκες του σχολείου, που θα προσφέρει τη «μόρφωση» σαν κονσέρβα για τους πολλούς και την απόλυτη εξειδίκευση για τους λίγους, πάντα προς όφελος αυτών που κατέχουν την πολιτική και οικονομική εξουσία. Αυτό που «ξεχνά» η Ελληνική Παιδαγωγική Εταιρία είναι ότι το σύστημα συμπεριφέρεται στα παιδιά των εργατικών οικογενειών σα να δίνεις κλοτσιά σ’ ένα αθλητή και να του ζητάς μετά να τρέξει.