Σημαντικές είναι οι ομοιότητες σε βασικές κατευθύνσεις-στόχους ανάμεσα στην πολιτική που προώθησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην Παιδεία και το πρόγραμμα της ΝΔ. Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ θολώνει αρκετές φορές τις επιλογές του με φράσεις και προπαγάνδα που υποδηλώνουν τάχα μια παιδαγωγικά προοδευτική προσέγγιση, ενώ η ΝΔ δεν έχει πρόβλημα να πει τα πράγματα ωμά και ξεκάθαρα και σε μερικές περιπτώσεις να προτείνει μέτρα με αντιεκπαιδευτικό περιεχόμενο σαφώς περισσότερο ασφυκτικό.
Οι χαρακτηριστικότερες ομοιότητες ανάμεσα στις δύο αυτές φαινομενικά διαφορετικές αντιλήψεις στα θέματα Παιδείας-εκπαίδευσης είναι οι εξής:
1. Υποβάθμιση της γενικής μόρφωσης. Στροφή στην ειδίκευση.
Και οι δυο πόλοι του αστισμού σπεύδουν να υπηρετήσουν τη νέα κατεύθυνση που τις τελευταίες δεκαετίες υποδεικνύει το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Την υποβάθμιση της γενικής μόρφωσης και τη στροφή στην πρώιμη ειδίκευση. Αυτό γίνεται σαφές με το «νέο Λύκειο» τόσο του Γαβρόγλου όσο και της ΝΔ και παράλληλα με τα συνεχή φτιασιδώματα και «βαφτίσια» της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης, ώστε αυτή να αποτελέσει «συνειδητή επιλογή» για τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, τη διατήρηση των δύο τύπων Λυκείου (Γενικό και Επαγγελματικό), τους διαρκώς αναβαθμιζόμενους ταξικούς φραγμούς που διευκολύνουν αποτελεσματικά αυτήν την «επιλογή».
Σε ανώτερο επίπεδο η κατεύθυνση αυτή εκφράστηκε με τη δημιουργία των διετών προγραμμάτων σπουδών υπό την αιγίδα των Πανεπιστημίων, που θα αποτελέσουν τα νέα «καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς» και θα απευθύνονται στους απόφοιτους των ΕΠΑΛ. Η ΝΔ δεν είχε καμιά αντίρρηση επ’ αυτού και η μόνη της έγνοια, που εκφράστηκε διά στόματος Κεραμέως, ήταν πότε θα λειτουργήσουν αυτές οι δομές και με τι πόρους.
Διαχρονικά όλοι οι διαχειριστές του ελληνικού καπιταλισμού ανησυχούσαν και ανησυχούν από την ισχυρή τάση της νεολαίας της εργατικής τάξης και της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση, διότι αυτή εγκυμονεί τον κίνδυνο της δημιουργίας του «στρατού της ανατροπής». Γι’ αυτό παίρνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να πετύχουν την ανακοπή αυτής της τάσης.
Από την άλλη, η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας και της πληροφορικής είχε ως αποτέλεσμα το πέρασμα μεγάλου μέρους της γνώσης στις μηχανές και το απογύμνωμα του εργαζόμενου από βασικές και περισσότερο σφαιρικές γνώσεις και δεξιότητες. Το κεφάλαιο έχει ανάγκη από «χέρια», εξ ου και ο στόχος για τη δημιουργία «μερικών» ανθρώπων, με γνώσεις που γρήγορα αποχτιούνται και γρήγορα χάνονται, «ευέλικτους», αναλώσιμους, μισοειδικευμένους-μισοκαταρτισμένους και με χαμηλό επίπεδο διεκδικήσεων. Αυτό επιτάσσει και τη στροφή του σχολείου στην πρώιμη ειδίκευση και στην υποβάθμιση της γενικής μόρφωσης.
Η τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση αποτελεί πεδίο παρέμβασης των επιχειρήσεων, που συνδιαμορφώνουν τα προγράμματα σπουδών και καθορίζουν τους τομείς και τις ειδικότητες σύμφωνα με τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αγοράς (π.χ. διετή προγράμματα σπουδών). ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συμφωνούν σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ενώ από την πλευρά της η ΝΔ ζητά περισσότερη και πιο δυναμική παρέμβαση των δυνάμεων της αγοράς. Π.χ. ενεργό ρόλο των εκπροσώπων της «τοπικής οικονομίας» στη διαμόρφωση των προγραμμάτων, ίσο αριθμό εκπροσώπων της στη διοίκηση των πρότυπων ΕΠΑΛ μέσω του Συμβουλίου Σύνδεσης με την Παραγωγή και την Αγορά Εργασίας.
Κοινός τόπος επίσης είναι η γενίκευση του θεσμού της Μαθητείας, που εξασφαλίζει στο κεφάλαιο τσάμπα εργατικό δυναμικό και εισάγει τους νέους στο status του καπιταλιστικού κάτεργου, με τη ΝΔ να προτείνει την εφαρμογή της και για τους απόφοιτους του Γυμνασίου(!), κάτι που σηματοδοτεί την επέκταση της παιδικής εργασίας.
2. Περιορισμός της χρηματοδότησης με κάθε μέσο
Η σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία, η απαρέγκλιτη εφαρμογή της οποίας εποπτεύεται από τους ιμπεριαλιστές δανειστές, είναι ένας ακόμη στόχος των ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.
Ενας τρόπος για να επιτευχθεί η περικοπή των δαπανών είναι η επίκληση και από τους δύο της «αυτονομίας» της σχολικής μονάδας (βεβαίως η «αυτονομία» διευκολύνει και την εφαρμογή της αξιολόγησης, αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε στη συνέχεια). Αυτονομία παιδαγωγική, διοικητική και οικονομική.
Η αναφορά στην παιδαγωγική αυτονομία, που δήθεν υπηρετεί τη δημιουργική πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού, είναι ένα τεράστιο ψέμα. Το σχολείο αποτελεί ισχυρότατο μηχανισμό αναπαραγωγής και διαιώνισης της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή, γι’ αυτό το αστικό κράτος ουδέποτε θα επιτρέψει να κινδυνεύσει το περιεχόμενό του από τις παρεμβάσεις ατόμων, ειδικά εχθρικών προς τους στόχους του. Η ψευδαίσθηση της «αυτονομίας» θα υπηρετείται με κάποια ελεγχόμενα, σε κάθε περίπτωση, προγράμματα (αγωγής υγείας, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, πολιτιστικά), που και σήμερα πραγματοποιούνται. Η διαφορά είναι ότι τώρα αυτά θα αποτελέσουν και κριτήρια για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών.
Το ενδιαφέρον των κυβερνώντων (όλων των κυβερνώντων) εστιάζεται κυρίως στη διοικητική και την οικονομική αυτονομία. Η διοικητική παραπέμπει ευθέως στην αποκέντρωση, μέσω της οποίας το αστικό κράτος απαλλάσσεται από τις ευθύνες του, της επαρκούς χρηματοδότησης του δημόσιου σχολείου, τις οποίες μεταφέρει στους καταχρεωμένους Δήμους και αυτοί με τη σειρά τους μετακυλίουν το κόστος στους πολίτες με τα ανταποδοτικά τέλη. Η οικονομική αυτονομία προϋποθέτει την αναζήτηση πόρων από «τρίτους», ώστε να εξασφαλίζεται η επιβίωση των σχολείων. Γι’ αυτό και μιλούν για «ενισχυμένο ρόλο του διευθυντή» του σχολείου, δηλαδή για έναν διευθυντή-μάνατζερ.
Η περικοπή των δαπανών έχει την αντανάκλασή της και στους μηδενικούς διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να δημαγωγήσει προεκλογικά με τους 4.500 μόνιμους διορισμούς στην Ειδική Αγωγή και άλλους 10.000 την επόμενη τριετία, όταν, δηλαδή, δεν θα είναι κυβέρνηση, όμως τίποτε ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί και όλα είναι στον αέρα.
Ο Μητσοτάκης κάτω από την πίεση του εκπαιδευτικού κινήματος, που την προεκλογική χρονιά που διανύσαμε έδωσε βροντερό παρών και επειδή η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο, μίλησε για «προγραμματισμό προσλήψεων μόνιμων εκπαιδευτικών». Στη συνέχεια, όμως, έσπευσε να ακυρώσει αυτήν τη δήλωση, αναφέροντας ότι αυτός -ο προγραμματισμός- θα γίνει «βάσει πραγματικών αναγκών, δημογραφικών εξελίξεων και δημοσιονομικών δυνατοτήτων».
Εκείνο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι διορισμοί θα γίνουν μόνον εάν και όταν το επιτρέψουν οι ιμπεριαλιστές δανειστές. Αλλωστε, η κατάργηση της μονιμότητας στο δημόσιο και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση αποτελεί στόχο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και αυτήν τη στιγμή στη δημόσια εκπαίδευση υπηρετούν γύρω στους 25.000 αναπληρωτές (συμβασιούχοι) που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Ενισχύοντας το ασφυκτικό πλαίσιο διορισμών, η ΝΔ, προτείνει επιπλέον την επαναφορά του «διαγωνισμού της ντροπής», του ΑΣΕΠ.
ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συμφωνούν επίσης στη σταδιακή εφαρμογή της διετούς υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής (από τα τέσσερα χρόνια).
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα στην περικοπή των δαπανών με κάθε μέσο, η ΝΔ προτείνει την εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα (π.χ. ξένες γλώσσες) σε σχολεία απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών όταν υπάρχει αδυναμία κάλυψης των θέσεων.
Τα παιδιά του κατώτερου θεού θα πρέπει να στερηθούν αυτονόητων δικαιωμάτων τους, να έχουν δηλαδή τους δασκάλους που απαιτούνται για τη μόρφωσή τους.
Για όλα τα μέσα που χρησιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας για να πετσοκόψει τις δαπάνες (μεγάλος αριθμός μαθητών ανά τμήμα, πολυπληθή τμήματα, κατάργηση υπεύθυνου δάσκαλου για το ολοήμερο σχολείο, ανάθεση δεύτερης και τρίτης ειδικότητας σε εκπαιδευτικούς και πλείστα άλλα), δεν είδαμε, βεβαίως, τη ΝΔ να σηκώνει τους αντιπολιτευτικούς τόνους, συμφωνώντας με αυτήν την πρακτική.
3. Αξιολόγηση – Καταστολή
Είναι γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με το νόμο για τις «Υποστηρικτικές Δομές» στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση εισήγαγε την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, κάνοντας το πρώτο προσεκτικό βήμα για την αξιολόγηση και των εκπαιδευτικών. Εκανε αυτήν την επιλογή παίρνοντας μαθήματα από τη μαζική και μαχητική αντίσταση των εκπαιδευτικών, που ακύρωσε όλες τις προηγούμενες προσπάθειες επιβολής της αξιολόγησης. Ετσι, θεωρεί ότι αυτήν τη στιγμή προέχει η καλλιέργεια «κουλτούρας αξιολόγησης» στους εκπαιδευτικούς και ότι όλα τα άλλα θα έρθουν με το πλήρωμα του χρόνου.
Η «αυτοαξιολόγηση» της σχολικής μονάδας, που εισάγεται υπό τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Συλλογικός προγραμματισμός και ανατροφοδοτική αποτίμηση» του εκπαιδευτικού έργου, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αξιολόγησης του Αρβανιτόπουλου: Προγραμματισμό στην αρχή της σχολικής χρονιάς, διατύπωση «στόχων», «επιλογή στοχευμένων δράσεων», κατάρτιση «σχεδίων δράσης», κριτική αποτίμηση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου στο τέλος της χρονιάς. Για να μην υπάρξουν παρασπονδίες εξεδόθη και η ΥΑ, με την οποία καθορίζονται «οι θεματικοί άξονες», καθώς και «ο τύπος των σχετικών εκθέσεων».
Αξιολόγηση, όμως, και των ίδιων των εκπαιδευτικών έχουμε και με τη ρύθμιση στον ίδιο νόμο (άρθρο 53), που προβλέπει τις αρμοδιότητες του ΙΕΠ.
Η αξιολόγηση εισάγεται και με το προσοντολόγιο που προβλέπεται για τους διορισμούς εκπαιδευτικών, καθώς και με το θεσμό του «δόκιμου εκπαιδευτικού».
Από τη μεριά της, η ΝΔ, δεν έχει κανένα πρόβλημα να αναφερθεί στην αξιολόγηση των σχολικών μονάδων από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές με χρήση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων και ευθέως στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Και οι δύο μιλούν υποκριτικά για μια αξιολόγηση που δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα. Με δεδομένο, όμως, το ρόλο του σχολείου στον καπιταλισμό, ο οποίος πρέπει να υπηρετείται χωρίς κλυδωνισμούς, είναι βέβαιο ότι η αξιολόγηση θα είναι πάντα τιμωρητική, ειδικά για τους εκπαιδευτικούς που σηκώνουν κεφάλι και αντιστέκονται με λόγια και πράξεις στην αντιλαϊκή , αντιεκπαιδευτική πολιτική.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε και την πρόβλεψη στο Μνημόνιο-3 ότι η αξιολόγηση «των εκπαιδευτικών και των σχολικών µονάδων θα συνάδει µε το γενικό σύστηµα αξιολόγησης της δηµόσιας διοίκησης».
4. Λύκειο ειδίκευσης και όχι γενικής μόρφωσης. Πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για λίγους κι εκλεκτούς.
Η υποταγή στις ανάγκες της αγοράς, η διαμόρφωση ανθρώπων μερικών εργαλείων, επιτάσσουν την υποχώρηση της γενικής μόρφωσης έναντι της πρώιμης ειδίκευσης. Το Λύκειο εμπλουτίζεται με νέους ταξικούς φραγμούς που δυσχεραίνουν την πρόσβαση των μαθητών των προερχόμενων από την εργατική τάξη και τα κατώτερα λαϊκά στρώματα στις πανεπιστημιακές σχολές, ειδικά αυτές αυξημένου κοινωνικού γοήτρου και δυνατοτήτων επαγγελματικής αποκατάστασης.
Και ενώ ο συσσωρευμένος πλούτος των γνώσεων και του πολιτισμού της ανθρωπότητας έχει γιγαντωθεί και ο άνθρωπος θα έπρεπε να γίνει κοινωνός του, διαμορφώνοντας ολόπλευρη προσωπικότητα με ευρύτητα πνεύματος και κριτική σκέψη (14χρονο σχολείο γενικής και πολυτεχνικής μόρφωσης), ο αστισμός προκρίνει την επιστροφή στο παρελθόν.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι τα όποια ψήγματα γενικής μόρφωσης πρέπει να σταματούν στη Β΄ Λυκείου και η Γ΄ Τάξη να γίνει προπαρασκευαστική, τάξη-φροντιστήριο για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ταυτόχρονα θεσμοθετεί νέους ταξικούς φραγμούς με το «αναβαθμισμένο» Απολυτήριο [μίνι πανελλαδικές εξετάσεις στα τέσσερα εξάωρα μαθήματα (τα ίδια που θα δώσουν οι μαθητές στις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ), που βαφτίζονται ενδοσχολικές εξετάσεις. Το 40% του βαθμού του απολυτήριου θα προκύπτει από τις εξετάσεις αυτές, στις οποίες τα θέματα θα μπαίνουν από τους καθηγητές της ομάδας σχολείων. Επιτηρητές θα είναι καθηγητές άλλων σχολείων και διαφορετικής ειδικότητας από την ειδικότητα των καθηγητών του εξεταζόμενου μαθήματος, τα γραπτά των μαθητών θα έχουν καλυμμένα τα ονόματα και θα βαθμολογούνται από καθηγητή άλλου σχολείου].
Η δε ΝΔ προτείνει ένα διαφορετικό μείγμα ταξικών φραγμών ασφυκτικότερο αυτού του ΣΥΡΙΖΑ: Εθνικό Απολυτήριο, στο βαθμό του οποίου συνυπολογίζονται οι βαθμοί και των 3 τάξεων του Λυκείου με ειδικό συντελεστή ανά τάξη, γραπτές προαγωγικές εξετάσεις από τάξη σε τάξη για όλες τις τάξεις του Λυκείου με επιλογή θεμάτων από Τράπεζα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, καθορισμός ελάχιστης βάσης για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και δυνατότητα στα ανώτατα ιδρύματα να καθορίζουν τον ετήσιο αριθμό εισακτέων και να μπορούν να ορίζουν βάση εισαγωγής υψηλότερη της ελάχιστης βάσης.
Πέρα από τις διαφοροποιήσεις και οι δύο, με την εμμονή στις πανελλαδικές εξετάσεις, καταρρίπτουν παντελώς το μύθο του «αυτόνομου» μορφωτικού χαρακτήρα του Λυκείου.
Και οι δύο ευνοούν την κατηγοριοποίηση σχολών και τμημάτων και των φοιτητών (ο ΣΥΡΙΖΑ με τις σχολές χαμηλής ζήτησης και επομένως ελεύθερης πρόσβασης και τις σχολές υψηλής ζήτησης με πανελλαδικές εξετάσεις και η ΝΔ με το δικαίωμα των ιδρυμάτων να επιβάλλουν υψηλότερες βάσεις εισαγωγής).
5. Ανώτατη εκπαίδευση στο πνεύμα της Μπολόνια
Η διαμόρφωση του «Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας» με «αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη», η «ακόμα μεγαλύτερη ενοποίηση του τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού τομέα», αποτελούν κατεύθυνση που υποδεικνύει ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός ΟΟΣΑ στην έκθεσή του για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Αυτή η κατεύθυνση που υλοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ με το νόμο για τις «Συνέργειες Πανεπιστημίων και ΤΕΙ κ.λπ» και με την οποία δε διαφωνεί ουσιαστικά η ΝΔ (η ένστασή της ήταν ότι δεν υπήρξε εμπλοκή της ΑΔΙΠ), υποκρύπτει τη δραστική μείωση των δαπανών (οι ελλείψεις σε υποδομές, υλικοτεχνική υποδομή και προσωπικό θα καλυφθούν με αλληλοκαλύψεις, ενώ θα έχουμε και μείωση του αριθμού των φοιτητών στο μέλλον), την ανακοπή της τάσης της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την υλοποίηση της κακόφημης Διακήρυξης της Μπολόνια.
Είναι χαρακτηριστική η αναφορά που γίνεται για την τελευταία -τη Μπολόνια- στην αιτιολογική έκθεση του νόμου για τις «συνέργειες» του ΕΚΠΑ, του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου, κ.λπ. Οι συριζαίοι αναφέρονται στη Μπολόνια «και τη συγκρότηση κατόπιν του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ) που άνοιξε διάπλατα την πόρτα στη μείωση των σπουδών στα πανεπιστήμια από τέσσερα σε τρία χρόνια… ως μια προσπάθεια επιτάχυνσης των εξελίξεων που δρομολογήθηκαν από το 1990 στην «‘’ανώτερη τεχνική’’ εκπαίδευση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες», χωρίς να αρνούνται τον πυρήνα αυτής της διαδικασίας, επειδή «ήταν αδιανόητο να μέναμε στο καθεστώς απομονωτισμού των ιδρυμάτων». Η συνέχεια ήταν η «ενοποίηση» Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, αφού πρώτα τα ΤΕΙ «ανωτατοποιήθηκαν» με διαδικασίες «ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε» το 2001 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας είναι αναμφίβολα η υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών και πτυχίων, η υποταγή όλων στο τι είναι χρήσιμο για τις «αγορές».
Προσκολημμένη στο δόγμα «νόμος και τάξη», που ανέδειξε έντονα όλο το προηγούμενο διάστημα με τη φιλολογία περί «βίας και ανομίας» στα ιδρύματα, η ΝΔ, έχει στο πρόγραμμά της και επιπλέον μέτρα που δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο εντείνοντας την κατασταλτική λογική. Αναφέρονται η κατάργηση των νόμων Μπαλτά, Φίλη, Γαβρόγλου, η καθιέρωση νέου νόμου-πλαίσιο, η αναθεώρηση ρυθμιστικού πλαισίου για την ιδιωτική εκπαίδευση, η κατάργηση του ασύλου (και όχι η ψευδεπίγραφη επαναφορά του από τον ΣΥΡΙΖΑ), το ανώτατο χρονικό όριο ολοκλήρωσης των προπτυχιακών σπουδών (ν+2), η αξιολόγηση σε όλα τα επίπεδα, η κρατική χρηματοδότηση που θα συνδέεται με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, κ.λπ.
ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ διευκολύνουν με όλους τους τρόπους την επιχειρηματική λειτουργία των Ιδρυμάτων, με τη ΝΔ να προτείνει επιπλέον την επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρύματος, που θα αναλαμβάνουν ιδιαίτερα τις σχέσεις του Πανεπιστήμιου με την καπιταλιστική αγορά.
6. Τα κολλέγια γίνονται Πανεπιστήμια
Η αντίθεση των συριζαίων στην πρόταση της ΝΔ για κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος αποδείχθηκε κραυγαλέα υποκριτική μετά τη γνωστή ρύθμιση Γαβρόγλου στο πολυνομοσχέδιο για τις «συνέργειες», με την οποία ανωτατοποιούνται ουσιαστικά τα κολλέγια και γίνονται πανεπιστήμια.
Η ΝΔ επικροτεί και επαυξάνει, αναφέροντας στο πρόγραμμά της το εξής: «Το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ) αποδίδει άμεσα με αυτοματοποιημένες διαδικασίες στους απόφοιτους ξένων πανεπιστημίων και κολλεγίων την αναγνώριση των προσόντων τους, χωρίς τη σημερινή καθυστέρηση».
Γιούλα Γκεσούλη