Στην πρόταση του υπουργείου Παιδείας για το «νέο Λύκειο» δεν περιλαμβανόταν ο τρόπος εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο. Απλά δόθηκαν κάποιοι άξονες, ότι οι εξετάσεις θα γίνονται κεντρικά, ότι θα αφορούν ένα μικρό αριθμό βασικών μαθημάτων και τα ΑΕΙ θα καθορίζουν το συντελεστή βαρύτητας των μαθημάτων αυτών, ότι στη Γ΄ Λυκείου θα διενεργούνται εξετάσεις «προσομοίωσης» και ότι οι εξετάσεις θα έχουν «διαφορετικά και καινοτομικά στοιχεία που δε θα απαιτούν αποστήθιση και αντιγραφή». Παράλληλα, είναι γνωστό, από το «κείμενο διαβούλευσης» για την Ανώτατη Εκπαίδευση, ότι δρομολογείται η εισαγωγή σε Σχολή και όχι σε Τμήμα για ένα «προπαρασκευαστικό έτος», γεγονός που επιβάλλει στην ουσία διπλές εισαγωγικές εξετάσεις, μία για την καταρχήν είσοδο στο Πανεπιστήμιο και μία για την κατάταξη του υποψήφιου στο Τμήμα. Παρόλο που το υπουργείο Παιδείας αποφεύγει σκόπιμα να μπει από τώρα σε λεπτομέρειες, φοβούμενο έναν γενικό ξεσηκωμό κυρίως των μαθητών, είναι φανερό ότι περιγράφει έναν ακόμη πιο σκληρό τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, έναν εξεταστικό εφιάλτη-μείγμα πολλών προηγούμενων εξεταστικών συστημάτων, με πρόσθετα επιβαρυντικά στοιχεία (καθορισμός συντελεστών από τα Πανεπιστήμια, εισαγωγή σε «προπαρασκευαστικό έτος»), περιγράφει ένα σκληρό σύστημα επιλογής, που θα πλήξει με ιδιαίτερη μανία τα παιδιά των μικρομεσαίων και φτωχών λαϊκών στρωμάτων και θα δημιουργήσει νέες «κοινότητες» φροντιστηρίων (επεξεργασίας «ερευνητικών εργασιών», προετοιμασίας για την κατάταξη από τη Σχολή στο Τμήμα).
Τη δημοσιοποίηση της πρότασης {την οποία, σημειωτέον, δεν υποδέχτηκαν εν χορδαίς και οργάνοις ούτε τα κόμματα και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που συμμετέχουν στο Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (κατηγόρησαν το υπουργείο Παιδείας για προσχηματικό διάλογο)} ακολούθησαν διευκρινιστικές τοποθετήσεις της Αννας Διαμαντοπούλου, όπως ότι θα «παίζει ρόλο όλο το Λύκειο» για την εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ ή ότι δεν θα υπάρχει συγκεκριμένη ύλη, γεγονός που αυξάνει σημαντικότατα το βαθμό δυσκολίας. Οσο περνούν οι μέρες μαθαίνουμε και άλλα στοιχεία από τις «μύχιες» σκέψεις της υπουργού για τον τρόπο εισαγωγής. Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου του ραδιοφωνικού σταθμού Flash (1/4/011), για το αν «τα μαθήματα του σχολείου θα συνδέονται με την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, αν θα μετρούν οι επιδόσεις ενός μαθητή, αν θα είναι κίνητρο για έναν μαθητή να πηγαίνει καλά στο Λύκειο ούτως ώστε να μπει στο Πανεπιστήμιο», η Αννα Διαμαντοπούλου είπε τα εξής:
«Το ιδανικό θα ήταν να συνδέονται, αυτό θα γίνει στην πορεία όταν θα έχουμε εμπιστοσύνη και στους βαθμούς του Λυκείου, θα έχει λοιπόν μια μικρή συμμετοχή. Τα μαθήματα που θα δίνει το παιδί θα είναι λοιπόν ένας μικρός αριθμός, δε θα είναι πολλά και δε θα χρειάζεται να κάνει εκτός του σχολείου μάθημα, γιατί επειδή μειώνονται τα μαθήματα… Θα θέλει να δώσει αρχαία ελληνικά; Θα κάνει 6 ώρες και θα κάνει και 2 ώρες βοήθεια επιπλέον από τις 6 ώρες. Θα πάει λοιπόν μετά στις σχολές που επιλέγει, στις κατηγορίες των σχολών που επιλέγει, θα είναι κεντρική επιλογή για να είναι αδιάβλητη, θα γίνεται σε συγκεκριμένο αριθμό μαθημάτων, θα υπάρχει μία στάθμιση και από τα Πανεπιστήμια, δηλαδή θα λένε τα Πανεπιστήμια λίγο-πολύ τί συντελεστή βάζουν εκεί που θέλει να υπάρχει ειδικό βάρος, αλλά οι εξετάσεις δε θα είναι οι εξετάσεις που έχουμε σήμερα, πάω να γράψω, παράγραφος από ‘δω μέχρι εκεί, άσκηση τάδε, επίλυση τάδε. Θα είναι όλο το σύστημα της εξέτασης διαφορετικό, με συνδυασμό κριτικής δυνατότητας, συνδυασμού ακόμα και μαθημάτων μεταξύ τους, με ερωτήσεις πολλαπλών απαντήσεων και με κείμενα. Δηλαδή η μεγάλη διαφορά θα είναι στο ότι το παιδί θα πρέπει να έχει μια συνολική γνώση πια αυτών που γίνονται στο Λύκειο».
Τι διαβάζουμε, λοιπόν, πίσω από την απάντηση της υπουργού Παιδείας; Οτι θα υπάρξουν «αντικειμενικοί» τρόποι στάθμισης της «απόδοσης» των μαθητών στο Λύκειο, αφού τίθεται θέμα εμπιστοσύνης στον τρόπο βαθμολογίας των μαθητών (π.χ. εξετάσεις πανελλαδικού τύπου σε όλες τις τάξεις του Λυκείου), ότι το Λύκειο είναι σχολείο απόλυτης εξειδίκευσης, που προσανατολίζει το μαθητή αυστηρά στα μαθήματα που καθορίζονται από το είδος των πανεπιστημιακών σπουδών που θέλει να ακολουθήσει, ότι περιορίζεται πολύ ο αριθμός των επιλογών που έχει ο υποψήφιος, ότι θα δημιουργηθούν εξετάσεις διαφόρων ταχυτήτων, ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας που θα επιβάλλει κάθε Σχολή για την εισαγωγή σ’ αυτήν και ότι δεν θα υπάρχει καθορισμένη ύλη και θα εξετάζεται όλο το φάσμα των γνώσεων του μαθητή.