Η Β΄ Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της βουλής εκτιμά ότι η ρύθμιση που υπάρχει στο άρθρο 1, παράγραφος 4, του σχεδίου νόμου για τη «διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση-σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων-παράρτημα διπλώματος» μπορεί «να μην συνάδει με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση της ανώτατης εκπαίδευσης».
Συγκεκριμένα, στην έκθεσή του το Επιστημονικό Συμβούλιο αναφέρει: «Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του Νσχ, οι διαδικασίες αξιολόγησης που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν μπορούν να υποκατασταθούν από άλλες μορφές διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας που δεν προβλέπονται από τις διατάξεις του. Η προτεινόμενη αυτή ρύθμιση, με τη συγκεκριμένη νομοτεχνική διατύπωση, θα μπορούσε να δημιουργήσει ερμηνευτικές αμφιβολίες για το κανονιστικό της περιεχόμενο. Εάν η αληθής έννοια της διάταξης είναι ότι τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης δεν μπορούν αυτοβούλως να τροποποιήσουν τις συγκεκριμένες διαδικασίες αξιολόγησης, η ρύθμιση είναι περιττή ως αυτονόητη, με βάση την αρχή της νομιμότητας που διέπει τη διοικητική δράση. Εάν όμως σκοπός της ρύθμισης είναι να απαγορεύσει στα ΑΕΙ και ΤΕΙ να αναζητήσουν και άλλους τρόπους ¨διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας¨ (πχ μια παράλληλη εσωτερική αξιολόγηση με διαφορετικά κριτήρια, για τον καλύτερο προγραμματισμό δράσης του ιδρύματος) τότε ενδεχομένως η ρύθμιση αυτή να μην συνάδει με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση της ανώτατης εκπαίδευσης».
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι ό,τι καλύτερο για την κυβέρνηση, που επιθυμεί την χωρίς προσκόμματα ψήφιση του σχετικού σχεδίου νόμου για την αξιολόγηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Ειδικά όταν αυτό πέρασε από χίλια μύρια κύματα (ξεκίνησε επί ΠΑΣΟΚ, επαναδιατυπώθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, αφού συζητήθηκε και στον «κοινωνικό διάλογο», του οποίου υποτίθεται ότι μορφοποίησε τον προβληματισμό) και συνάντησε την αντίδραση των πανεπιστημιακών και την οργή του φοιτητικού κινήματος (έστω και αυτού του υποτονικού που υπάρχει σήμερα).
Βεβαίως, η κρίση αυτή του Επιστημονικού Συμβούλιου δεν μπορεί να παρεμποδίσει τη συνέχιση της συζήτησης του σχεδίου νόμου στη βουλή και την ψήφισή του.
Σε περίπτωση, όμως, που υπάρξει προσφυγή στη συνέχεια στο Συμβούλιο της Επικρατείας από άλλους φορείς, τότε σίγουρα δρα ενισχυτικά προς αυτή.
Σε κάθε δε περίπτωση ήταν μια πράξη που τραυμάτισε την εικόνα του νομοσχέδιου και αποτελεί ένα παραπέρα ατού στα χέρια αυτών που αντιδρούν στην αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ.