Σαν μπακάληδες και όχι σαν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι λειτουργούν οι πρυτάνεις των Πανεπιστημίων, ζητώντας από τον υπουργό Παιδείας το δικαίωμα να συναποφασίζουν, μαζί με την ΑΔΙΠ και το υπουργείο, τον αριθμό των εισαγόμενων φοιτητών. Κοντολογίς, ζητούν να βγάζουν τα ψαλίδια και να κόβουν και να ράβουν τον αριθμό των φοιτητών, σύμφωνα με τις δυνατότητες των ιδρυμάτων, οι οποίες, όπως γνωρίζουμε, ήταν και είναι πάντοτε περιορισμένες στον καπιταλισμό και σήμερα ιδιαίτερα ελάχιστες.
Τι θα έπρεπε να ζητήσουν οι πρυτάνεις, αν όντως τιμούσαν το ρόλο τους ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι; Πρώτον, ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστημιακά ιδρύματα για όσους νέους θέλουν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους να σπουδάσουν, ανεξάρτητα από το επάγγελμα που θα ακολουθήσουν (ή θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν) στη ζωή, ξεκινώντας από την αρχή ότι η μόρφωση είναι αναφαίρετο δικαίωμα και όχι διακύβευμα υπό την αίρεση των ταξικών κριτηρίων. Ελεύθερη πρόσβαση γιατί γνωρίζουν ότι τα παιδιά των εχόντων και κατεχόντων τελικά σπουδάζουν είτε εδώ στα ιδιωτικά κολλέγια, που συμβάλλονται με Πανεπιστήμια του εξωτερικού, και βγαίνουν στην αγορά εργασίας με πτυχία, που το αστικό κράτος φρόντισε να τα κάνει ισότιμα με αυτά των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστήμιων, είτε σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ελεύθερη πρόσβαση γιατί η γνώση, ακόμη και αυτή που προσφέρεται στο πλαίσιο του αστικού συστήματος, είναι δύναμη, συμβάλλει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ελεύθερη πρόσβαση, γιατί αυτό το αίτημα είναι σε σύζευξη με τον ιστορικά διαμορφωμένο πόθο της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση.
Δεύτερον, γενναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες των ιδρυμάτων και όχι διαιώνιση και ανακύκλωση της μιζέριας.
Κι αν όντως ένιωθαν ότι είναι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και όχι συμμαχία «προθύμων» με την κυβερνητική πολιτική, δε θα κλαψούριζαν, αλλά θα στέκονταν αποφασιστικά στο πλάι αυτών που αγωνίζονται για το δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Επειδή, όμως, δεν είναι τίποτε από αυτά που θα έπρεπε να είναι (ο θεσμικός ρόλος της πανεπιστημιακής κάστας στο πλαίσιο του αστικού συστήματος εξουσίας είναι δεδομένος), αποφασίζουν και πράττουν εις τρόπον ώστε να μη δημιουργούν σοβαρά προσκόμματα στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής μέσα στο Πανεπιστήμιο, όταν δεν τη διευκολύνουν και δεν την εφαρμόζουν με χέρια και πόδια.
Ετσι, στην 77η Σύνοδο των πρυτάνεων, τα ΜΑΤ υποδέχθηκαν και πάλι τους φοιτητές. Στον δε εκπρόσωπο των διοικητικών υπάλληλων, μετά βίας δόθηκε η δυνατότητα να αρθρώσει λίγες λέξεις.
Σ’ αυτή τη Σύνοδο, οι πρυτάνεις, «έκλαψαν» για μια ακόμη φορά για την έλλειψη των διοικητικών υπάλληλων, χαρακτηρίζοντας το μέτρο της διαθεσιμότητας «παράλογο, αναίτιο και αναποτελεσματικό». Και ζήτησαν «την άμεση ανάκληση όλων των σχετικών υπουργικών αποφάσεων», τη στιγμή που και αυτοί ήταν στη συμπαιγνία εκείνων που έμπηξαν πισώπλατα το μαχαίρι στους διοικητικούς υπάλληλους στην κορύφωση της ηρωικής απεργίας τους.
Η Σύνοδος ζήτησε από την Πολιτεία «να αυξήσει τις δαπάνες φοιτητικής μέριμνας που χρησιμοποιούνται για τη δωρεάν σίτιση και στέγαση των φοιτητών», όταν σε κάθε περίπτωση στέκεται εχθρικά απέναντι στους δίκαιους αγώνες των φοιτητών, τους οποίους αντιμετωπίζει με τη βοήθεια των ορδών των δυνάμεων καταστολής, όταν αποδέχεται τη δημιουργία οργανισμών και εσωτερικών κανονισμών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο Διαμαντοπούλου, όταν δέχεται να διαγραφούν οι «αιώνιοι φοιτητές», όταν προσκυνά την «αξιολόγηση» των ιδρυμάτων με τους όρους της αγοράς.
Ζήτησε επίσης να γίνει «νομοθετική ρύθμιση η οποία θα επιτρέπει στα Πανεπιστήμια να μεταφέρουν συγκεκριμένους πόρους του Τακτικού Προϋπολογισμού στις Εταιρείες Διαχείρισης και Αξιοποίησης Περιουσίας των Ιδρυμάτων, οι οποίες θα έχουν την ευθύνη της διαδικασίας της σύναψης των συμβάσεων για την καθαριότητα, τη φύλαξη και τη συντήρηση των εγκαταστάσεων των Πανεπιστημίων». Κοντολογίς, η Σύνοδος στηρίζει το απάνθρωπο και εργατοκτόνο καθεστώς των εργολαβιών στην καθαριότητα, τη φύλαξη και συντήρηση των εγκαταστάσεων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που έχει πετάξει έξω από τα Πανεπιστήμια το μόνιμο προσωπικό και έχει δημιουργήσει εξαθλιωμένους εργαζόμενους με εργασιακές σχέσεις γαλέρας.
Οι πρυτάνεις δήλωσαν ότι «η μείωση του Τακτικού Προϋπολογισμού (ΤΠ) πλέον του 40% στην περίοδο 2010-14 και η περαιτέρω μείωση για το 2015 δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας στη λειτουργία των Ιδρυμάτων. Οι προϋπολογισμοί αυτοί δεν επαρκούν για το 2015 και, επομένως, δεν μπορούν να εκτελεστούν αν δεν υπάρξουν σημαντικοί πρόσθετοι πόροι για τα Πανεπιστήμια». Οι διαμαρτυρίες τους, όμως, είναι ανέξοδες, αφού περιορίζονται μόνο στα λόγια και όχι στα έργα. Για τους πρυτάνεις το «ανοιχτό» Πανεπιστήμιο, με κάθε μέσο και κόστος είναι θέσφατο, ενώ συκοφαντούν και επιτίθενται στις φοιτητικές καταλήψεις, τις δυναμικές φοιτητικές ενέργειες και τις απεργίες των διοικητικών. Διευκολύνουν έτσι τη συγκυβέρνηση στο έργο της, του ευτελισμού του δημόσιου Πανεπιστήμιου.