Την ένταση του αυταρχισμού, της πειθάρχησης, της καταστολής, τη διαχείριση των οικονομικών και συνολικά της λειτουργίας του σχολείου με κριτήρια επιχείρησης, τη μετατροπή του συλλόγου διδασκόντων σε διακοσμητικό στοιχείο, σηματοδοτεί ο ερχομός του νέου διευθυντή-γενικού δερβέναγα. Πλευρές του υπό κατάρτιση σχεδίου νόμου («αναδιοργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών εκπαίδευσης») έχουν δημοσιευτεί ήδη στον αστικό Τύπο, δίνοντάς μας πρόγευση του νέου διοικητικού μοντέλου της εκπαίδευσης.
Πλην, όμως, από το Νοέμβριο ακόμη, όταν η Διαμαντοπούλου παρουσίασε το «σχέδιο δράσης για την υλοποίηση των προγραμματικών δεσμεύσεων» του ΠΑΣΟΚ στον τομέα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το πολυδιαφημισμένο «νέο σχολείο», γνωρίζαμε το γενικό πλαίσιο, που αναπόφευκτα απαιτούσε και αλλαγή στη «νοοτροπία» διοίκησης. Το «στοχοκεντρικό σχολείο», μέρος ενός «ανταγωνιστικού εκπαιδευτικού συστήματος στο πλαίσιο της ΕΕ και στο διεθνή χώρο», που θα επιδιώκει να εκπληρώσει τους «μετρήσιμους στόχους που θέτει για την εκπαίδευση και την κατάρτιση η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ», το «ανοικτό σχολείο», στο οποίο έχουν λόγο οι επιχειρήσεις και η «τοπική κοινωνία», το σχολείο του οποίου βασική παράμετρος είναι η «αυτοαξιολόγηση» σε πρώτη φάση και στη συνέχεια η αξιολόγηση, το σχολείο στο οποίο η θέση του εκπαιδευτικού τίθεται υπό συνεχή αμφισβήτηση, η λειτουργία συνολικά του εκπαιδευτικού συστήματος με όρους «αποτελεσματικότητας» και «αποτελεσματικότερης χρήσης πόρων» (το τελευταίο αποτελεί δέσμευση του Μνημονίου 3), είναι φανερό ότι οδηγούν σε ένα μοντέλο διοίκησης που προσιδιάζει σε αυτό της επιχείρησης.
Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία η καθιέρωση του διευθυντή-γενικού δερβέναγα και η μετατροπή του συλλόγου διδασκόντων από «κυρίαρχο όργανο» (τουλάχιστον στα χαρτιά, γιατί ανέκαθεν στο σχολείο η «σιωπηλή πλειοψηφία» διέθετε υπαλληλική νοοτροπία) σε διακοσμητικό στοιχείο. Το πρώτο μέρος αυτής της επίθεσης, έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Ονομάστηκε κομψά «επαναπροσδιορισμός των σχέσεων του εκπαιδευτικού με την εκπαίδευση» και δημιούργησε έναν πραγματικό Γολγοθά για το διορισμό, αλλά και για τη μονιμοποίηση και στη συνέχεια για την παραμονή του στο σχολείο (πιστοποιητικό παιδαγωγικής κατάρτισης, διορισμός με το σταγονόμετρο αποκλειστικά μέσω διαγωνισμού ΑΣΕΠ, ενεργοποίηση του θεσμού του δόκιμου εκπαιδευτικού με διετή θητεία, επιβολή του «μέντορα», μονιμοποίηση ύστερα από αξιολόγηση, καθιέρωση της «αυτοαξιολόγησης» σε πρώτη φάση και στη συνέχεια της αξιολόγησης, που θέτει υπό αμφισβήτηση το ύψος του μισθού, αλλά και τη θέση του εκπαιδευτικού, καθιέρωση του θεσμού του αναπληρωτή μειωμένου ωραρίου). Το δεύτερο μέρος αναμένεται με την αλλαγή του διοικητικού μοντέλου.
Σύμφωνα με όσα δημοσιεύτηκαν στον Τύπο, ο νέος διευθυντής της σχολικής μονάδας:
♦ Απαλλάσσεται πλήρως από τα διδακτικά του καθήκοντα, εφόσον προΐσταται μεγάλης σχολικής μονάδας. Αυτό δε γίνεται μόνο γιατί θα έχει αυξημένες αρμοδιότητες, αλλά για να αποκοπεί τελείως από το διδασκαλικό σώμα, να απαλλαγεί από κάθε παιδαγωγική, συγκαταβατική και «συντροφική» προς τους «συναδέλφους» του νοοτροπία, για να μπορέσει να παίξει με επιτυχία το ρόλο του αξιολογητή και του πειθαρχικού προϊστάμενου.
♦ Μετέχει (προφανώς, μαζί με άλλους, ίσως το σχολικό σύμβουλο, σύμφωνα με τους νόμους Αρσένη) στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών του σχολείου. Η πειθάρχηση, η υποταγή στις απόψεις και τις οδηγίες του διευθυντή, ο οποίος θα είναι φορέας των αποφάσεων του υπουργείου Παιδείας, θα αποτελεί απαρέγκλιτο όρο για τη μονιμοποίηση των νεοδιόριστων, αλλά και για τη μισθολογική (σύνδεση μισθού-απόδοσης με το νέο μισθολόγιο) και βαθμολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών και τέλος για τη μονιμότητά τους, αφού ο φασιστικός Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας ορίζει πως αν ο δημόσιος υπάλληλος κριθεί δυο φορές μη προακτέος, τότε παραπέμπεται με το ερώτημα της απόλυσης.
♦ Είναι υπεύθυνος, σε συνεργασία με τα στελέχη Παιδαγωγικής Καθοδήγησης, για την κατάρτιση προγραμμάτων ενδοσχολικής επιμόρφωσης, των ταχύρρυθμων δηλαδή επιμορφώσεων της πλάκας που δρομολογεί το υπουργείο Παιδείας.
♦ Εχει την ευθύνη για την οργάνωση των διαδικασιών «αυτοαξιολόγησης» της σχολικής μονάδας. Θυμίζουμε ότι η Διαμαντοπούλου δήλωσε ότι το τέχνασμα αυτό γίνεται για να μην προκληθεί σε πρώτη φάση «άγχος» στους εκπαιδευτικούς (οι μνήμες του επιθεωρητισμού εξακολουθούν να είναι έντονες μέσα στους εκπαιδευτικούς, γι’ αυτό και όλα τα σχέδια αξιολόγησης, αλλά και ψηφισμένοι νόμοι, έχουν μείνει ως τώρα στα χαρτιά). Στη συνέχεια θα έρθει το μπουγιουρντί της αξιολόγησης.
♦ Εχει την αποκλειστική ευθύνη της ηλεκτρονικής ενημέρωσης των ατομικών υπηρεσιακών φακέλων των εκπαιδευτικών και των οικονομικών δεδομένων και των στοιχείων της αυτοαξιολόγησης. Σύμφωνα με όσα περιγράφονται στο σχέδιο δράσης για το «νέο σχολείο», η «αυτοαξιολόγηση»/αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, που δήθεν συμβάλλει στη «βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης», θα αφορά στους πόρους της σχολικής μονάδας (μεταξύ των οποίων και οικονομικοί πόροι, που σηματοδοτεί ευθεία αναφορά σε αποκόμιση πόρων από «τρίτους»), στη διοίκηση της σχολικής μονάδας, όπου θα κρίνονται η διαμόρφωση-εφαρμογή του σχολικού προγράμματος και η αξιοποίηση μέσων και πόρων, στην υλοποίηση του προγράμματος χωρίς απώλεια διδακτικών ωρών (φωτογραφίζονται οι μαθητικές κινητοποιήσεις, οι καταλήψεις, οι απεργίες του εκπαιδευτικού προσωπικού), στο κλίμα και στις σχέσεις μεταξύ των παραγόντων της εκπαιδευτικής κοινότητας, στην εφαρμογή «καινοτόμων προγραμμάτων», στα αποτελέσματα της φοίτησης-επίδοσης των μαθητών (προαναγγέλλεται μαραθώνιος αξιολογικών κρίσεων και εξετάσεων, για να υπάρξει «αντικειμενικό» κριτήριο).
Κοντολογίς, περιγράφεται ένας διευθυντής που θα έχει άμεση εμπλοκή στη συγκρότηση του φακέλου του εκπαιδευτικού και ένας διευθυντής-μάνατζερ, κυνηγός πόρων για τη στήριξη της υλικοτεχνικής υποδομής και της λειτουργίας του σχολείου, απευθυνόμενος σε επιχειρηματίες, ιδιώτες και λοιπούς σπλαχνικούς «χορηγούς», στους οποίους θα εκχωρεί ένα μέρος του αναλυτικού προγράμματος να το διαμορφώσουν σύμφωνα με τις «ανάγκες» τους (εδώ υπεισέρχονται και τα «καινοτόμα προγράμματα»), καθώς και τους χώρους του σχολείου για τις παντός είδους δραστηριότητές τους («ανοιχτό σχολείο», αρχής γενομένης από τη πραγματοποίηση της φάμπρικας της «διά βίου μάθησης»).
Στην επιβολή αυτού του μοντέλου διευθυντή συνηγορεί η δραστική περικοπή των κρατικών δαπανών για την Παιδεία. Περιγράφεται ένας διευθυντής με αστυνομική νοοτροπία, που θα καταστέλλει κάθε μαθητική κινητοποίηση και θα λειτουργεί ως μπαμπούλας απέναντι σε κάθε εκπαιδευτικό που θα διανοηθεί να απεργήσει, κουνώντας την απειλή της κατάταξης του σχολείου στον πάτο της αξιολογικής κλίμακας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρηματοδότησή του, τους μαθητές και τους δασκάλους του.
♦ Είναι ο πειθαρχικός προϊστάμενος για το προσωπικό της σχολικής μονάδας και μπορεί να επιβάλλει στον εκπαιδευτικό από έγγραφη επίπληξη μέχρι και πρόστιμο ίσο με το ένα έκτο των μηνιαίων αποδοχών του!
Στον αντίποδα, ο Σύλλογος Διδασκόντων περιορίζεται σε διακοσμητικό ρόλο. Ο καιρός των άγριων μεταρρυθμίσεων δεν επιτρέπει πολλά «κορδελάκια» και γυαλιστερά περιτυλίγματα, που έρχονται από το παρελθόν και που καθιερώθηκαν στα σχολεία ως εξιλέωση του συστήματος για το φασισμό της εφταετίας και του καραμανλικού κράτους και επιβλήθηκαν, βεβαίως, κάτω από τους αγώνες του εκπαιδευτικού κινήματος (σ’ αυτό το καθεστώς, ο διευθυντής εισηγείται για όλα τα θέματα της σχολικής μονάδας στο σύλλογο διδασκόντων, στον οποίο και ο ίδιος συμμετέχει με δικαίωμα ψήφου και ο σύλλογος αποφασίζει κατά πλειοψηφία).
Από την άλλη, η κατάσταση αυτή δημιουργούσε ψευδαισθήσεις για το ρόλο του σχολείου στον καπιταλισμό, αφού -όπως προείπαμε- η υπαλληλική νοοτροπία και η οσφυοκαμψία απέναντι στην εξουσία και τη θέση του διευθυντή πάντοτε ήταν παρούσα, ενώ κατόρθωνε (στα σχολεία που είχαν ισχυρή παρουσία αγωνιστές εκπαιδευτικοί) να αποκρούσει μόνο επιμέρους πλευρές της συστημικής παρέμβασης -κρατικής ή ιδιωτικής- (π.χ. αξιολόγηση από σχολικούς συμβούλους, επιβολή «ευέλικτης ζώνης», είσοδος επιχειρήσεων στα σχολεία μέσω εκπόνησης «προγραμμάτων», παραβίαση διδακτικού ωραρίου), αφήνοντας ανέγγιχτο τον πυρήνα του περιεχομένου, της δομής και της λειτουργίας του σχολείου, που στο κάτω-κάτω ήταν έξω από κάθε αρμοδιότητα του συλλόγου διδασκόντων.
Τώρα, όμως, τέλειωσαν τα ψέματα. Ο σύλλογος διδασκόντων απλά προτείνει και η απόφαση περιέρχεται στο διευθυντή. Γίνεται καθαρό ότι το κράτος θέτει «το εθνικό πλαίσιο αναλυτικού προγράμματος» και καλείται ο σύλλογος διδασκόντων να «αξιοποιήσει τις χρονικές δυνατότητες» που διατίθενται στη σχολική μονάδα. Επίσης προτείνει στο διευθυντή εκπαιδευτικά προγράμματα και καινοτόμες δράσεις, «επιλέγει» (sic) το διδακτικό και εποπτικό υλικό (πρόκειται για κοροϊδία, όταν τα σχολεία έχουν ανεπαρκέστατη υλικοτεχνική υποδομή, ενώ οι γονείς σπρώχνονται να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να διατηρηθεί ένα επίπεδο στην εκπαιδευτική διαδικασία), προτείνει μορφές και είδη ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης και έχει την ευθύνη, μετά από διαβούλευση με όλη τη σχολική κοινότητα, για τη συμπλήρωση του «κανονισμού λειτουργίας σχολικής μονάδας».
Στην ιεραρχική δομή, αυξημένο ρόλο έχει και ο υποδιευθυντής, ο οποίος είναι και πρόεδρος της τριμελούς «Επιτροπής Σχολικής Διαχείρισης» (τα άλλα δυο μέλη είναι ένας εκπρόσωπος του συλλόγου διδασκόντων και ένας εκπρόσωπος του συλλόγου γονέων), η οποία έχει την ευθύνη των οικονομικών θεμάτων (καταργούνται οι παλιές σχολικές επιτροπές).
Κοντολογίς, περιγράφεται ένα άκρως συγκεντρωτικό και αυταρχικό σύστημα διοίκησης, που στόχο έχει να φιμώσει κάθε φωνή αντίστασης, είτε μαθητών είτε εκπαιδευτικών. Η πλάκα είναι ότι το υπουργείο Παιδείας ισχυρίζεται ότι προχωρά στην αναδιάρθρωση του μοντέλου διοίκησης του σχολείου, επειδή το υπάρχον είναι «συγκεντρωτικό και πολύπλοκο»!
Σύμφωνα επίσης με όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, πλάι στους 13 περιφερειακούς διευθυντές εκπαίδευσης θα τοποθετηθούν άλλοι 13 «περιφερειάρχες», που θα ηγηθούν ενός νέου θεσμού, των Γραφείων Στήριξης Εκπαιδευτικού Εργου. Τούτοι θα είναι σχολικοί σύμβουλοι και θα επιλέγονται με απόφαση του υπουργού, μετά από εισήγηση των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης. Δηλαδή, θα διορίζονται απ’ τους διορισμένους! Μεταξύ των αρμοδιοτήτων τους θα είναι και η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και η σύναψη «προγραμματικών συμφωνιών» με τις αιρετές περιφέρειες. Θα συμβουλεύουν δηλαδή τα σχολεία να κάνουν χρήση των δυνατοτήτων που παρέχουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα και οι «τοπικές κοινωνίες» για την πλήρη υποταγή του δημόσιου σχολείου στην αγορά.
Γιούλα Γκεσούλη