Από καιρό τώρα η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει εξαγγείλει και έχει φροντίσει να θεσμοθετήσει τα διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης κάτω από την ομπρέλα των ΑΕΙ, επιδιώκοντας να φορέσει ένα ιλουστρασιόν περιτύλιγμα σε μια φθηνή λύση για το κεφάλαιο, που θα προσφέρει ως διέξοδο στα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ώστε να μη συνωστίζονται στις πόρτες των Πανεπιστημίων, δημιουργώντας πονοκεφάλους και ανασφάλειες στη διαιώνιση του εκμεταλλευτικού συστήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Παιδείας απέστειλε στους πρυτάνεις την Εκθεση – Μελέτη που εκπονήθηκε από μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Σ.Ε.Κ.Α.Α.Δ.), για τον σχεδιασμό και τη μέθοδο υλοποίησης των προγραμμάτων «Κέντρων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης» (Κ.Ε.Ε.) και των διετών προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στα Α.Ε.Ι..
Η Εκθεση επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας. Προτείνεται ο σχεδιασμός τριών κατηγοριών διετών προγραμμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τον Αναπτυξιακό Νόμο (4399/2016) και το «Ολιστικό Σχέδιο Ανάπτυξης»:
[Διευκρινίζουμε ότι όλοι οι «αναπτυξιακοί νόμοι» διαχρονικά αβαντάρουν το κεφάλαιο, προσφέροντάς του γην και ύδωρ με ενισχύσεις, φοροαπαλλαγές, «ελκυστικές» ρυθμίσεις για επενδύσεις, ήτοι ασυδοσία του κεφαλαίου με καταπάτηση κάθε προστασίας του περιβάλλοντος, των τυχόν ανασχέσεων που επιβάλλει το Σύνταγμα και καταβαράθρωση των εργασιακών σχέσεων. Το δε περίφημο «Ολιστικό Σχέδιο Ανάπτυξης» είναι έκθεση ιδεών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που «συνέταξαν» οι ίδιοι (έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται) και αποτελεί δείγμα τέλειου εξευτελισμού και συνειδητού ενστερνισμού της μνημονιακής πολιτικής. Σε αυτό επαινείται ο «εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός μεταρρυθμίσεων, χωρίς προηγούμενο εύρος», η «δυναμική» των οποίων «έφθασε στον υψηλότερο ρυθμό της από το 2015 και μετά και συμπληρώθηκε από ένα ισχυρό ιστορικό δημοσιονομικών αποτελεσμάτων τα τελευταία τρία χρόνια». Κοντολογίς, αποτελεί το μνημονιακό credo της συγκυβέρνησης και μια βαθιά και σταθερή υπόσχεση στους ιμπεριαλιστές δανειστές ότι θα μείνει προσηλωμένη σ’ αυτήν την πολιτική, που οδήγησε την εργαζόμενη κοινωνία σε απίστευτη φτωχοποίηση και απόγνωση].
• Κατηγορία Ι: Προγράμματα «γενικού σκοπού», με στόχευση ποικίλες ειδικότητες στις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.
• Κατηγορία ΙΙ: Τοπο-ειδικά προγράμματα, με έμφαση στην πρωτογενή παραγωγή.
• Κατηγορία ΙΙΙ: Προγράμματα εστιασμένα στις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία, με προοπτική τον εκσυγχρονισμό των δημοσίων υπηρεσιών, την υποστήριξη του εκπαιδευτικού-ερευνητικού οικοσυστήματος, τις μελλοντικές επενδύσεις στην πράσινη-γαλάζια ανάπτυξη και την παραγωγή προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Συνιστάται στα Ιδρύματα να επιλέξουν «ένα λιτό και ισορροπημένο ‘’μείγμα’’ προγραμμάτων» και τα Κ.Ε.Ε. να επικεντρωθούν στο άμεσο μέλλον στα προγράμματα της κατηγορίας ΙΙ και ΙΙΙ, ώστε επιτέλους να δούμε την «πράσινη-γαλάζια ανάπτυξη».
Γίνεται αναφορά στην «οικονομική δυσπραγία» των ΑΕΙ, την οποία η Εκθεση θεωρεί «δεδομένη». Γι’ αυτό συνιστάται στα Πανεπιστήμια, η οργάνωση των προγραμμάτων «να λάβει υπ’ όψιν τη σχετική διαθεσιμότητα του προσωπικού τους» και «να αξιοποιηθούν ευφυώς οι διαθέσιμες υποδομές, ώστε να γίνει εφικτή η υλοποίηση του νέου θεσμού χωρίς σημαντικό πρόσθετο κόστος».
Δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας θεωρείται «απαραίτητο η ίδρυση Κέντρων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια να εναρμονιστεί απόλυτα με τον στρατηγικό τους σχεδιασμό» και τα ΑΕΙ «να συνδράμουν προσφέροντας δημοσιονομικώς».
Προκειμένου τα ΑΕΙ να υλοποιήσουν αυτόν το θεσμό, πρέπει, κατά το λαϊκώς λεγόμενο να βγουν στη γύρα, «αναζητώντας επιπλέον χρηματοδότηση, όπως ενδεικτικά βοήθεια από κοινωφελείς οργανισμούς, ώστε να καταστεί εφικτή η στήριξη της νέας πρωτοβουλίας με ελάχιστο επιπλέον κόστος» (αλήθεια, οι κοινωφελείς οργανισμοί με τι ανταλλάγματα θα προσφέρουν χρηματοδότηση;). Δε φθάνει όμως αυτό. «Κρίνεται σημαντικό να εμπλακούν το συντομότερο δυνατόν στη διαδικασία συγκρότησης και λειτουργίας των διετών προγραμμάτων οι κοινωνικοί εταίροι, για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους. Σε αυτόν τον τομέα, καταλυτικός θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της τοπικής/περιφερειακής αυτοδιοίκησης».
Εμπλοκή, λοιπόν, των καπιταλιστών, των επιχειρηματικών ομίλων, των τοπικών παραγόντων στην επιλογή και διαμόρφωση των διετών προγραμμάτων, στο περιεχόμενο σπουδών τους, προς ίδιον όφελος, με αντάλλαγμα τη χρηματοδότησή τους.
Τα διετή προγράμματα θα χρησιμεύσουν εκτός των άλλων και για καμουφλάρισμα της μεγάλης ανεργίας των νέων (παραδοσιακά, όλα τα προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης χρησιμοποιούνταν από το σύστημα και τις κυβερνήσεις γι’ αυτόν το σκοπό). Η Εκθεση δε δημοσιεύει τυχαία στοιχεία για την ανεργία των νέων: «Στην Ελλάδα, το ποσοστό των νέων 15-24 ετών που δεν εργάζεται και δεν βρίσκεται σε πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης (κατηγορία NEETS) αγγίζει το 15,3% (EUROSTAT, 20174 . Μάλιστα, για την ηλικιακή ομάδα 20-24 ετών, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 22%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην τρίτη θέση μετά την Ιταλία και την Κύπρο, με τα υψηλότερα ποσοστά NEETS στην Ευρώπη». Οι συριζαίοι, λοιπόν, θα αποκτήσουν ακόμη ένα μηχανισμό δημαγωγίας και προπαγάνδας περί μείωσης της ανεργίας με τα διετή προγράμματα εκπαίδευσης-κατάρτισης.
Το ελάχιστο κόστος επιτυγχάνεται με διδάσκοντες από τα ίδια τα ιδρύματα, στους οποίους δίνονται μόνον «ουδέτερα κίνητρα» (π.χ., επιπλέον κινητικότητα) και με προσωπικό με ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
Η φοίτηση στους εκπαιδευόμενους παρέχεται δωρεάν. Η επιλογή τους γίνεται με βάση τον βαθμό του απολυτηρίου από τα ΕΠΑ.Λ., «αλλά και με επιπλέον κριτήρια». Τα «επιπλέον κριτήρια» δεν αναφέρονται, όμως είναι σίγουρο ότι θα βάζουν νέα πρόσθετα εμπόδια στη φοίτηση των παιδιών των λαϊκών οικογενειών.
Τέλος, σημειώνουμε μια σημαντική παράμετρο, που αποτελεί κατεύθυνση της κακόφημης Διακήρυξης της Μπολόνια, που προβλέπει συλλογή πιστωτικών μονάδων από κάθε είδους δομές και εκτός τυπικής εκπαίδευσης, σεμινάρια και τα ρέστα. Η Εκθεση επισημαίνει ότι «σε ό,τι αφορά την πρόσβαση των αποφοίτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα ήταν χρήσιμο να αξιοποιηθεί η γαλλική εμπειρία. Ενα σύστημα πιστωτικών μονάδων, σε συνδυασμό με ειδικά κατ’ επιλογήν μαθήματα, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό αξιολογικής, αλλά και διευκολυνόμενης, πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μαζί με την αυτόματη πιστοποίηση και τον αναβαθμισμένο χαρακτήρα τους, το μέτρο αυτό θα καθιστούσε ιδιαιτέρως δημοφιλή τα διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης στα Α.Ε.Ι.».
Οι συριζαίοι δε διστάζουν. Προκειμένου να καταστήσουν δημοφιλή τα διετή προγράμματα στα μάτια της νεολαίας της εργατικής τάξης, μπαχαλοποιούν και τις πανεπιστημιακές σπουδές.