Με φανερό εκνευρισμό μιλούσε προχθές μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες η υπουργός Παιδείας.
Η αξιολόγηση θα εφαρμοστεί σε όλη την εκπαίδευση, αρέσει δεν αρέσει σε κάποιους, δήλωνε.
Το ίδιο αυταρχικό ύφος αποπνέει και η ομιλία της με θέμα τις προτεραιότητες του υπουργείου Παιδείας την
«Προγραμματική περίοδο 2007-2013 για την εκπαίδευση».
Φαίνεται πως οι συνεχείς αρνήσεις των Συγκλήτων των Πανεπιστημίων να εφαρμόσουν την αξιολόγηση των Ιδρυμάτων και να συγκροτήσουν τα αρμόδια όργανα, που επιτάσσει ο νόμος για τη «Διασφάλιση της ποιότητας» (αρνήσεις που δηλώνονται έπειτα από ανάλογες αποφάσεις των συνελεύσεων των Τμημάτων), καθώς και η αρνητική στάση που διατηρεί απέναντι στην αξιολόγηση η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, έχουν σπάσει τα νεύρα της Μ. Γιαννάκου.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ θεωρούσε πως ο δρόμος θα ήταν πλέον ανοιχτός, μιας και ψήφισε, η αλήθεια είναι χωρίς δυναμικές αντιδράσεις, το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο – συνέχεια των «νόμων Αρσένη».
Ομως η πραγματικότητα αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετη και δύσκολη.
Ειδικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου η κυβέρνηση έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις απέναντι στα μεγάλα αφεντικά της ΕΕ, τις οποίες πρέπει να πραγματώσει μέσα σε ασφυκτικά χρονικά όρια (σε σχέση με το μέγεθος των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων). Ολοι θυμόμαστε τον επιτακτικό τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος ο Καραμανλής έβαλε το ζήτημα της υλοποίησης των κατευθύνσεων της Μπολόνια (τρεις κύκλοι σπουδών κ.λπ.) κατά τη συζήτηση στη βουλή για την Παιδεία.
«Η Ελλάδα έχει γίνει δακτυλοδεικτούμενη στον ευρωπαϊκό χώρο για την άρνηση των ιδρυμάτων της να εφαρμόσουν την αξιολόγηση και την αδυναμία των πολιτικών της να την επιβάλουν», δήλωσε η υπουργός Παιδείας, εκφράζοντας τον εκνευρισμό της και την αγανάκτησή της, που παρεμποδίζεται από «ορισμένες μειοψηφίες» να επιδείξει χειροπιαστό έργο στους ευρωπαίους πάτρωνες.
Και συνέχισε, υψώνοντας απειλητικό τον πέλεκυ: «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση η σημερινή κυβέρνηση και μέχρι τη λήξη της θητείας της να κάνει πίσω σε προγραμματικές δεσμεύσεις επειδή δεν αρέσουν, ή ορισμένοι δεν βολεύονται. Αυτό είναι ρητή απόφαση, οι εφαρμογές της απόφασης αυτής θα γίνουν κόντρα σε όποιες αντιδράσεις, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν την παρούσα κυβέρνηση».
Το χάσιμο της ψυχραιμίας από την υπουργό ποσώς βέβαια ενδιαφέρει. Εκείνο που έχει σημασία είναι η απήχηση που θα έχουν τούτα τα απειλητικά λόγια μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Εκεί, άλλωστε, στοχεύει και η Μ. Γιαννάκου, που παρακάτω δηλώνει ότι τον επόμενο χρόνο θα προχωρήσει σε νέες αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (νόμος πλαίσιο).
Οι αναφορές σε «επιεικώς παράλογες θεωρίες» ότι «η εκπαίδευση μπορεί να είναι εκτός κοινωνικής πραγματικότητας», «ότι τα κοινωνικά της αποτελέσματα δεν μετρούνται» και η επαναλαμβανόμενη στοχοπροσήλωση στο τετράπτυχο ανάπτυξη-ανταγωνιστικότητα-εκπαίδευση-απασχόληση, φανερώνουν τον διακαή πόθο και τη διαρκή προσπάθεια της κυβέρνησης (και του συστήματος συνολικά) να καθυποτάξει την εκπαίδευση στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας και να περιορίσει την απεύθυνσή της μόνο σε μια προνομιούχα ελίτ. Αλλωστε, δείγμα γραφής, αποτελεί κατά την ίδια την υπουργό, η βάση εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που «θα δώσει τη δυνατότητα σε όλους να αντιληφθούν ότι μέσω αυτού -του μέτρου- μπορούν να αλλάξουν πολλά στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Ο εκσυγχρονισμός των αναλυτικών προγραμμάτων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είναι για τη Μ. Γιαννάκου ο επόμενος στόχος.
Το τι είδους εκσυγχρονισμός προωθείται, μπορούμε να το αντιληφθούμε, αν θυμηθούμε τις τελευταίες αιφνιδιαστικές εντολές (αποφασίζομεν και διατάσσομεν) για καθολική εφαρμογή σε Δημοτικά και Νηπιαγωγεία της περίφημης «Ευέλικτης Ζώνης». Οπου, διατηρώντας αναλλοίωτα τα κλειστά αναλυτικά προγράμματα, τον μερικό και αποσπασματικό χαρακτήρα της προσφερόμενης γνώσης, το πνίξιμο των ατομικών κλίσεων και χαρισμάτων των μαθητών, την αποστήθιση, το δασκαλοκεντρισμό, τον ανταγωνισμό και τον ατομισμό, την υποχρηματοδότηση της Παιδείας, την άθλια υλικοτεχνική υποδομή, επιχειρείται η «αναμόρφωση» και «αναζωογόνηση» του σχολείου, μέσα από περιορισμένες χρονικές ζώνες, κατά τις οποίες η τάξη λειτουργεί «ομαδοσυνεργατικά», στα πλαίσια της «διαθεματικής προσέγγισης» πάνω σ’ ένα επιλεγμένο θέμα και η απαλλαγή του κράτους απ’ την υποχρέωσή του να χρηματοδοτεί την Παιδεία, μέσω της εκχώρησης προγραμμάτων και δραστηριοτήτων σε παντός είδους ιδιώτες.
Η μαζική αντίδραση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας στις παραπάνω ενέργειες του υπουργείου Παιδείας, ήταν ένα ακόμη αναπάντεχο χαστούκι για τη Μ. Γιαννάκου, που είδε ότι και εδώ -παρά το κάθισμα του κινήματος- ο λόγος της δεν περνά ασυζητητί.
Η υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε επίσης ότι ο επόμενος στόχος θα είναι και η δημιουργία του Επαγγελματικού Λυκείου «που θα έχει την ίδια αξία με το Ενιαίο Λύκειο».
Πέρα από το γεγονός της ομολογουμένης χρεοκοπίας των ΤΕΕ (του περίφημου δεύτερου πυλώνα της «μεταρρύθμισης Αρσένη»), η κυβέρνηση στην ουσία κρατά την ίδια ρότα με την προκάτοχό της. Διατηρεί τους δυο τύπους Λυκείων, ρίχνοντας στον δεύτερο -τον Επαγγελματικό- τα αποπαίδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που κατά κανόνα είναι παιδιά των φτωχολαϊκών στρωμάτων, μολονότι προσπαθεί να τον λουστράρει (σε σχέση με τα ΤΕΕ) και να τον «αναβαθμίσει».
Γκεσούλη Γιούλα