Η συζήτηση στη βουλή επί του νομοσχεδίου για τη «διασφάλιση της ποιότητας» στην ανώτατη εκπαίδευση ( για την αξιολόγηση δηλαδή των ΑΕΙ-ΤΕΙ), ανέδειξε πλευρές και πτυχές αποκαλυπτικές των πραγματικών προθέσεων της κυβέρνησης, που επιμελώς αποσιωπούνται ή υποβαθμίζονται και έδωσε την ευκαιρία να αποκαλυφθούν ακόμα μια φορά οι στοχεύσεις και συμπεριφορές των κομμάτων εντός των τειχών του πολιτικού συστήματος.
Παρακολουθείστε μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα.
«Σήμερα δίνεται μια μάχη προκειμένου να διατηρηθεί και να βελτιωθεί το επίπεδο ευημερίας των λαών της νέας Ευρώπης και κατ’ επέκταση και της δικής μας χώρας. Οι ανταγωνιστές της Ευρώπης, η Ιαπωνία και κυρίως οι ΗΠΑ, υπερέχουν σχεδόν σε οτιδήποτε μεταβιομηχανικό, παραδείγματος χάρη σχεδιασμό λογισμικού, ηλεκτρονική τεχνολογία, διαδικτυακό μάρκετινγκ, γενετική μηχανική, τεχνητή ευφυϊα, ανώτατη εκπαίδευση, βιοτεχνολογία, τηλεπικοινωνίες κ.λπ. Αυτοί το αντιλήφθηκαν νωρίτερα…ότι δηλαδή στο μέλλον οι θεσμοί και τα έθνη που θα επιβιώσουν και θα ευημερήσουν εξαρτώνται άμεσα από την προσέλκυση και τη διαχείριση του πνευματικού κεφαλαίου. Η γνώση είναι η δύναμη που διαχέεται παντού, αλλά δεν ισοκατανέμεται, με αποτέλεσμα οι χώρες που σπεύδουν και την κατακτούν να εκτινάσσονται στην κορυφή της ανάπτυξης και άρα της δύναμης, ενώ άλλες τις καθηλώνει στην υπανάπτυξη, με διαρκή τον κίνδυνο να οδηγηθούν στην υποτέλεια. Η Ευρώπη έστω και με καθυστέρηση, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο…αντιλήφθηκε ότι προκειμένου να ανταποκριθεί στο σκληρό ανταγωνισμό απαιτεί ενίσχυση του προϋπολογισμού της για τη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα, ενίσχυση της συνεργασίας των ερευνητικών κέντρων και του παραγωγικού ιστού, καθιέρωση της ερευνητικής κουλτούρας στις επιχειρήσεις και δημιουργία ευκαιριών για τους νέους…Αυτός ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε βρήκε πεδίο εφαρμογής τον Ιούνιο του 1999 στη Μπολόνια, όταν 29 ευρωπαίοι υπουργοί, μεταξύ αυτών και ο τότε έλληνας υπουργός Παιδείας κ. Αρσένης, υπέγραψαν την περίφημη διακήρυξή της».
Τα παραπάνω αποτελούν την απαρχή της ομιλίας της εισηγήτριας της ΝΔ, Μαρίας Κόλλια-Τσαρούχα, κατά τη συζήτηση στη βουλή του νομοσχέδιου για τη «διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση-σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων-παράρτημα διπλώματος». Και αποτελούν τον πυρήνα της διακήρυξης της Μπολόνιας. Εκφράζουν με χαρακτηριστικό τρόπο την αγωνία των ιμπεριαλιστικών κρατών της Ευρώπης (αυτά έβαλαν τη σφραγίδα τους στη Μπολόνια και τις μετέπειτα εξελίξεις και όχι ο φτωχοπρόδρομος, η Ελλάδα, που σαν πρόθυμο σκυλάκι τρέχει ξοπίσω από τα ισχυρά αφεντικά της) να κερδίσουν πόντους στα παγκόσμια πεδία της αγοράς, σε σκληρό ανταγωνισμό κυρίως με τις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό και την Παιδεία και εν προκειμένω την ανώτατη εκπαίδευση, στα πλαίσια της οποίας διεξάγεται και η έρευνα. Οι στόχοι αυτοί του ευρωπαϊκού κεφάλαιου επιβάλλουν και την αδήριτη ανάγκη να υποταχθεί πλήρως η ανώτατη εκπαίδευση στις επιχειρήσεις, τα σχεδιαστικά τους προγράμματα, τους σκοπούς και τις ανάγκες τους. Το πανεπιστήμιο, με την έννοια του κοινωνικού αγαθού πρέπει να εξαφανιστεί (ό,τι εν πάση περιπτώσει έχει απομείνει από αυτό) και να λειτουργεί πίσω από την αγορά και σαν βοηθητικός μοχλός της αγοράς.
Η αγορά, κινούμενη με βάση τη μέγιστη κερδοφορία του κεφάλαιου και τις κοντοπρόθεσμες επί τούτου ανάγκες του, πρέπει να καθορίζει τις επιστημονικές ειδικότητες, τον αριθμό των επιστημόνων, το εύρος και την ποιότητα των γνώσεών τους, την αξία των πτυχίων τους, πρέπει να ορίζει τον προσανατολισμό και το είδος της έρευνας που διεξάγεται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία και στον τομέα αυτό πρέπει να λειτουργούν ως παραρτήματά της. Σ’ ένα τέτοιο τοπίο οι λεγόμενες κοινωνικές επιστήμες δεν τυγχάνουν καμιάς υποστήριξης, ενώ ευνοούνται οι τομείς εκείνοι που φέρνουν άμεσα παραδάκι στους καπιταλιστές.
Η αγορά, κινούμενη με βάση τη μέγιστη κερδοφορία του κεφάλαιου και τις κοντοπρόθεσμες επί τούτου ανάγκες του, πρέπει να καθορίζει τις επιστημονικές ειδικότητες, τον αριθμό των επιστημόνων, το εύρος και την ποιότητα των γνώσεών τους, την αξία των πτυχίων τους, πρέπει να ορίζει τον προσανατολισμό και το είδος της έρευνας που διεξάγεται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία και στον τομέα αυτό πρέπει να λειτουργούν ως παραρτήματά της. Σ’ ένα τέτοιο τοπίο οι λεγόμενες κοινωνικές επιστήμες δεν τυγχάνουν καμιάς υποστήριξης, ενώ ευνοούνται οι τομείς εκείνοι που φέρνουν άμεσα παραδάκι στους καπιταλιστές.
Τέτοια πανεπιστήμια, που θα λειτουργούν σαν επιχειρήσεις και θα αντιμετωπίζουν τις επιχειρήσεις ως πελάτες (ή μήπως το αντίστροφο;) και τους φοιτητές ως εργαλεία και πελάτες ταυτόχρονα, βιάζονται να διαμορφώσουν τα ιμπεριαλιστικά κράτη της Ευρώπης, προκειμένου να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ.
Το που θέλει να οδηγήσει (ή που έχει ήδη οδηγήσει) το κεφάλαιο το πανεπιστήμιο σήμερα, φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι στις ΗΠΑ τα ερευνητικά κέντρα των επιχειρήσεων θεωρούνται πανεπιστήμια.
(Σ.σ. Ανάλογη κίνηση έχει κάνει και στη χώρα μας ο Κόκκαλης, δημιουργώντας μεταπτυχιακό εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις επιχειρήσεις του, που «δυστυχώς» ακόμη η συνταγματική απαγόρευση δεν του επιτρέπει να το μετασχηματίσει σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο).
Ενα τέτοιο πανεπιστήμιο, μια τέτοια γνώση δεν ωφελεί σε τίποτε την εργαζόμενη κοινωνία, την ανθρωπότητα γενικότερα.
Πολύ σωστά, με την αφέλεια της μη επίγνωσης της δύναμης των λόγων της, ή το θράσος εκείνου του εκφραστή των συμφερόντων του κεφάλαιου που θεωρεί ότι σήμερα δεν κινδυνεύει απ’ την οργή των καταπιεσμένων, η εισηγήτρια της ΝΔ, επεσήμανε ότι η γνώση δεν ισοκατανέμεται και ότι αποτελεί όπλο στα χέρια κάποιων χωρών να εκτιναχθούν στην κορυφή της δύναμης (άρα και της παγκόσμιας κυριαρχίας).
Πολύ σωστά, με την αφέλεια της μη επίγνωσης της δύναμης των λόγων της, ή το θράσος εκείνου του εκφραστή των συμφερόντων του κεφάλαιου που θεωρεί ότι σήμερα δεν κινδυνεύει απ’ την οργή των καταπιεσμένων, η εισηγήτρια της ΝΔ, επεσήμανε ότι η γνώση δεν ισοκατανέμεται και ότι αποτελεί όπλο στα χέρια κάποιων χωρών να εκτιναχθούν στην κορυφή της δύναμης (άρα και της παγκόσμιας κυριαρχίας).
Είναι τυχαίο ότι στην Αμερική, των τόσων επιστημονικών επιτευγμάτων, το 50% του πληθυσμού είναι αναλφάβητο; Είναι τυχαίο ότι 2 εκατομμύρια πολίτες της είναι στις φυλακές, ότι τα φαινόμενα της εγκληματικότητας, των γκέτο, των ρατσιστικών επιθέσεων δίνουν και παίρνουν; Οτι η αμερικάνικη κοινωνία, στην πλειοψηφία της είναι υποδουλωμένη στο φόβο, ότι άγεται και φέρεται από την απόλυτα ελεγχόμενη «ενημέρωση» και προπαγάνδα, ότι στηρίζει ακόμη και σήμερα εγκληματίες όπως ο Μπους;
Αν μη τι άλλο η γνώση απελευθερώνει, κι όμως σ’ αυτή την πολυδιαφημισμένη Αμερική, με τα επιτεύγματά της στον τομέα των επιστημών και της τεχνολογίας, η εργαζόμενη κοινωνία κρατιέται στο σκοτάδι, στο φόβο και την αμάθεια.
Κι αυτό γιατί η γνώση στον καπιταλισμό δεν χρησιμοποιείται για την απελευθέρωση της κοινωνίας, αλλά για την υποδούλωσή της. Αποτελεί όπλο στα χέρια του κεφάλαιου για τη μεγιστοποίηση των κερδών του με την αύξηση της εκμετάλλευσης στην ίδια του τη χώρα και με την καταλήστευση των άλλων χωρών. Απ’ όλο τον κόσμο «μυαλά» αγοράζει το αμερικάνικο κεφάλαιο για να ενισχύσει τα αποτελέσματα της γνώσης που παράγουν για δικό του όφελος κι όμως δεν αποδίδει τίποτε απ’ το προϊόν τούτης της γνώσης και της έρευνας στους λαούς που καταληστεύει. Τα 2/3 των κατοίκων του πλανήτη υποφέρουν από αρρώστιες, λειψυδρία, πείνα κι όμως τα φώτα της γνώσης και των επιτευγμάτων της δεν προσφέρονται σ’ αυτούς. Αντίθετα καλούνται να τα αγοράσουν περιορισμένα και πανάκριβα.
Εκατομμύρια προϊόντα-δηλητήρια διακινούνται στους καταναλωτές ανά την υφήλιο, παρότι υπάρχει σήμερα η γνώση και η δυνατότητα να ελεγχθούν, γιατί έτσι επιτάσσει η ανάγκη του κεφάλαιου για μέγιστο κέρδος.
Συνεπώς, ας μην παραμυθιαζόμαστε από τα μεγάλα και τρανταχτά περί «κοινωνίας της γνώσης» και δε συμμαζεύεται. Για ποια γνώση, σε όφελος τίνος, πάντα να διερωτόμαστε.
Ως τώρα υπήρξε αποκάλυψη μόνο του Λ. Απέκη, προέδρου της ΠΟΣΔΕΠ, ότι στο κείμενο για τη «διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση» της ΕΕ και του Ευρωκοινοβούλιου, αναφέρεται ότι η άδεια χορήγησης τίτλων σπουδών από τα Τμήματα, όπως και η χρηματοδότησή τους πρέπει να εξαρτώνται από την εξωτερική αξιολόγηση.
Τώρα ομολογείται ανοιχτά, εν είδη εκβιασμού , από την εισηγήτρια της ΝΔ στη βουλή του νομοσχέδιου για την αξιολόγηση.
«Το 2010 κανένα πτυχίο δεν θα αναγνωρίζεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ούτε και θα έχει αντίκρισμα στην αγορά εργασίας αν δεν έχει προηγηθεί αξιολόγηση του ιδρύματος που το εκδίδει. Η απόφαση αυτή είναι δεδομένη» είπε ορθά-κοφτά η Μαρία Κόλλια- Τσαρούχα.
Και έτσι έπεσαν οι μάσκες ως προς τη διαχείριση του προϊόντος της αξιολόγησης. Τουλάχιστον ως προς το ένα του μέρος. Διότι τα αξιολογηθέντα ιδρύματα θα προσδιορίζουν με τη σειρά τους και την «αξία» των πτυχίων που παρέχουν, που θα κρίνεται βεβαίως πάντα από το «αντίκρισμα στην αγορά εργασίας».
Το δεύτερο σκέλος, της χρηματοδότησης, κρατιέται ακόμη επιμελώς καμουφλαρισμένο. Γιατί βγάζει μάτι, ιδιαίτερα σήμερα που η κρατική χρηματοδότηση είναι πενιχρότατη και βαίνει μειούμενη.
Ωστόσο στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το νομοσχέδιο, επισημαίνεται ότι «η αξιολόγηση…μπορεί να οδηγήσει σε ικανοποιητικά αποτελέσματα εφόσον συνδυαστεί με άλλα εξίσου σημαντικά μέσα διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας…όπως πχ αξιολόγηση της διοικητικής και οργανωτικής υποδομής των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός με στόχο την ανάδειξη μιας αυτοτελούς και ανταγωνιστικής φυσιογνωμίας και την αντίστοιχη αναδιανομή των διαθέσιμων πόρων, αξιοποίηση των υφιστάμενων δυνατοτήτων και πόρων από τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης».
Με δυο λόγια, τα πανεπιστήμια θα αξιολογούνται με βάση το πώς μόνα τους -με ελαχιστοποίηση της κρατικής χρηματοδότησης- πορεύονται. Κοστολογώντας τα πάντα, λειτουργώντας σαν επιχειρήσεις, αποτιμώντας τα όλα σε χρήμα, υποχρεώνοντας όλο και πιο πολύ τους φοιτητές-πελάτες να συμμετέχουν σ’ αυτή τη λειτουργία, αγοράζοντας γνώσεις και υπηρεσίες, πραγματοποιώντας την έρευνα που επιτάσσουν οι επιχειρήσεις, ώστε να λειτουργούν «αυτόνομα» και «αυτοτελώς». Και φυσικά ανταγωνιστικά (η «ανταγωνιστική φυσιογνωμία» επιβραβεύεται σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση), κρατώντας για πάρτη τους, επτασφράγιστο μυστικό, τα όποια επιτεύγματα της έρευνάς τους, τα οποία θα πουλούν στη συνέχεια, σαν εμπόρευμα στους ενδιαφερόμενους (αλήθεια πού πάει η πανεπιστημιακή Παιδεία-κοινωνικό αγαθό;).
Το δε κράτος θα παρεμβαίνει αναδιανέμοντας τη χρηματοδότηση προς όφελος των «άξιων». «Αυτά τα κάνουμε για να δούμε πού θα δώσουμε τα λεφτά», είπαν ειλικρινέστατα και αφοπλιστικά στην Επιτροπή της βουλής βουλευτές και από τα δυο κόμματα εξουσίας. Για αύξηση ούτε λόγος, διότι αυτή «είναι άσχετη με την αξιολόγηση», όπως μας διεμήνυσε η εισηγήτρια της ΝΔ, αλλά και η υπουργός Παιδείας επανειλημμένα.
Δηλαδή αν τα ιδρύματα δεν έχουν να πληρώσουν το ρεύμα, αν δεν έχουν τις υποδομές και στοιβάζονται οι φοιτητές, αν δεν έχουν εργαστήρια και βιβλιοθήκες, αν λειτουργούν με συμβασιούχους κ.λπ είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.
Το ανέφερε η ομιλήτρια του ¨Κ¨ΚΕ στη βουλή. Αποκαλύπτει τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η αξιολόγηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Το παράδειγμα είναι από την αξιολόγηση που έκανε, με δική του πρωτοβουλία, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το 2001.
Η έκθεση των αξιολογητών αναφέρει ότι το ίδρυμα παρουσιάζει αξιοσημείωτη εξάρτηση από εξωτερική χρηματοδότηση -εννοεί την κρατική. Ως αντιστάθμισμα δε προτείνει την ενίσχυση της ελκυστικότητας του ιδρύματος προς το ιδιωτικό κεφάλαιο, μέσα από την επέκταση της προαγωγής και της τόνωσης των επιχειρήσεων και των βιομηχανιών της περιοχής.
Χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα σ’ αυτό τον τομέα, επισημαίνουν οι αξιολογητές.
Χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα σ’ αυτό τον τομέα, επισημαίνουν οι αξιολογητές.
Επίσης αναφέρουν ότι παρότι γνωρίζουν ότι η εισαγωγή διδάκτρων έχει απορριφθεί από το νομοθέτη, ωστόσο εκτιμούν ότι ακόμη κι ένα συμβολικό ποσό θα συνέβαλε στην επίλυση του προβλήματος των ανενεργών φοιτητών. Ετσι υποδεικνύουν τη δημιουργία μεσιτικού γραφείου στο πανεπιστήμια για την αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της φοιτητικής στέγης και τέλος συστήνουν, όταν τελειώσουν οι πηγές χρηματοδότησης από την ΕΕ και τις δράσεις που αναπτύχθηκαν, να αναλάβει τη διαχείριση η ανώνυμη εταιρία διαχείρισης και αξιοποίησης της περιουσίας του πανεπιστήμιου.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η έκθεση των αξιολογητών για το Πανεπιστήμιο της Πάτρας το 1999 κ.λπ. Τα σχόλια περιττά…
Την ειλικρινέστερη δήλωση όλων έκανε ο Βύρων Πολύδωρας, μιλώντας στη βουλή για την αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ.
«Το νομοσχέδιο είναι η ήπια προσαρμογή. Γιατί είναι η ήπια προσαρμογή; Είναι συνειδητά ήπια προσαρμογή. Γιατί πρώτη φορά εφαρμοζόμενο σε μια κοινότητα που δεν είναι μαθημένη στη βαθμολόγηση-αξιολόγηση -και πρέπει να είναι-, έχει έναν πειραματικό χαρακτήρα. Και να σας πω και κάτι ακόμη. Λέει, παραδείγματος χάρη, ο υπουργός ότι δεν είναι κατηγοριοποίηση, δεν είναι σύγκριση. Εχετε λάθος, όμως, κύριε υπουργέ. Δεν υπάρχει αξιολόγηση, χωρίς εσωτερική σύγκριση. Αυτό είναι κανόνας της λογικής πάλι».
Δηλαδή, πάρτε τώρα μια «λάιτ» αξιολόγηση, στα χαρτιά βεβαίως, γιατί στην πράξη θα διαμορφώσει καταστάσεις, πάνω στις οποίες θα πατήσει το επόμενο νομοθέτημα με πιο καθαρές και σκληρές ρυθμίσεις. Να συνηθίσετε στην ιδέα και τα άλλα θα έρθουν σιγά-σιγά. Σημασία έχει τι θα γεννήσει αυτή η αξιολόγηση στην πράξη. «Εν τοις πράγμασι», όπως επεσήμανε, πιάνοντας την ατάκα και ο βουλευτής της ΝΔ Φίλιππος Τσαλίδης και συνέχισε απτόητος ο Βύρων Πολύδωρας: «εν τοις πράγμασι, εν τη κοινωνική και ακαδημαϊκή εμπειρία και καταλήγει σε ένα συμπέρασμα».
Η κυβέρνηση αρνήθηκε να ενσωματώσει στο νομοσχέδιό της τις παρατηρήσεις του Επιστημονικού Συμβούλιου της βουλής, οι οποίες σε κάποια σημεία (όπως πχ στην παράγραφο 4 του άρθρου 1) θέτουν ζήτημα και παράβασης της συνταγματικότητας.
Λίγο-πολύ, ο υφυπουργός Παιδείας Ταλιαδούρος, έβγαλε αδιάβαστο το Επιστημονικό Συμβούλιο.
Αμέσως οι Πασόκοι προσέτρεξαν να εμφανιστούν ως υπερασπιστές της συνταγματικής τάξης και του Επιστημονικού Συμβούλιου, ξεχνώντας ότι την ίδια αλαζονική συμπεριφορά επεδείκνυαν και αυτοί όταν ήταν κυβέρνηση.
Η ΝΔ κτίζει τώρα πάνω στα γερά θεμέλια που έβαλε το ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα έξι τελευταία χρόνια. Οι κυβερνήσεις του πρωτοέβαλαν, δια χειρός Αρσένη, την υπογραφή τους κάτω απ’ την κακόφημη διακήρυξη της Μπολόνιας, αυτές επιβεβαίωσαν στη συνέχεια τις συμφωνίες στην Πράγα και το Βερολίνο.
Επί ΠΑΣΟΚ μια σειρά νομοθετήματα (ΠΔ 165, ΠΔ 385, νόμος για το ΔΟΑΤΑΠ, «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ) προετοίμασαν το έδαφος για την υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών σε κατάρτιση τριετούς διάρκειας, για την απαξίωση των πτυχίων. Τότε διαμορφώθηκε και το πρώτο νομοσχέδιο για την αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ, το οποίο σε ελάχιστα διέφερε από αυτό της ΝΔ -και πάντως όχι στα ουσιαστικά του σημεία- και επεξεργάστηκε δεόντως η «κοινή γνώμη» για να αποδεχτεί τις καινούργιες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις. Δια του τωρινού αρχηγού του πρωτοδιατυπώθηκε ευθαρσώς η πρόταση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Τώρα, λοιπόν, που εκ του ασφαλούς, ως αντιπολίτευση, παριστάνει τον επικριτή της ΝΔ στη βουλή, κατηγορώντας την ότι με το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση απλώς κάνει καταγραφή των προβλημάτων -χωρίς βεβαίως κουτοπόνηρα σκεπτόμενο, να περιγράφει ευθέως τη δική του αντίληψη για τη χρησιμότητα του προϊόντος της αξιολόγησης και αρνούμενο τελικά να το ψηφίσει- μόνο ειρωνικά σχόλια και οργή προκαλεί. Παριστάνει τη στρουθοκάμηλο, αλλά το κόλπο δεν πιάνει.
Από τα πρακτικά της βουλής συνάγεται ότι ο Συνασπισμός ούτε ψήφισε, αλλά ούτε καταψήφισε το νομοσχέδιο. Συνεπώς, μάλλον απείχε της ψηφοφορίας. Και αυτό, γιατί όπως έγινε καθαρό από τις τοποθετήσεις του εισηγητή του (Δραγασάκης) «απορρίπτει τη λογική των απόλυτων αδιεξόδων». Γιατί μπορεί να απορρίπτει τη συγκεκριμένη αξιολόγηση που προωθεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, όμως θεωρεί ότι μέσα στον καπιταλισμό «αντί της αρχής του ανταγωνισμού στο χώρο των πανεπιστημίων» μπορούν να οικοδομηθούν «και θεσμικά και ως αντίληψη και ως πρακτική προϋποθέσεις που να μπορεί να ανθεί η άμιλλα, η συνεργασία και η υλοποίηση κοινών σχεδίων».
Κάτω, λοιπόν, από μια άλλη λογική, «όπου έχει μεγάλη θέση η έννοια της ευθύνης, της υπευθυνότητας, του ήθους, της ηθικής, του σχεδιασμού, της συνεργασίας» ο ΣΥΝ μπορεί «να συζητήσει για συστήματα εκδημοκρατισμού της Παιδείας, συστήματα δημόσιας λογοδοσίας του εκπαιδευτικού συστήματος, συστήματα εσωτερικού αυτοελέγχου, αλλά και εξωτερικού κοινωνικού ελέγχου πάνω στην Παιδεία».
Δηλαδή μέσα σ’ ένα αγριανθρωπικό σύστημα, που αλέθει σαν κρεατομηχανή τις ανάγκες και τη ζωή του ανθρώπου, προτάσσοντας το κέρδος του κεφάλαιου, ξαφνικά μπορούμε να μιλάμε για ήθος, ηθική και ευγενή άμιλλα στο εποικοδόμημα ή σ’ ένα μέρος αυτού και τότε σ’ αυτό το αγγελικά διαμορφωμένο πλαίσιο μπορούμε να μιλάμε και για αξιολόγηση.
Οι γνωστές παπαρίες για τις «σοσιαλιστικές νησίδες». Αλλά είπαμε, ο ΣΥΝ είναι «υπεύθυνη» δύναμη, που με τις προτάσεις της επιχειρεί να φτιασιδώσει το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού, παραπλανώντας την εργατική τάξη και τη νεολαία.
Γιούλα Γκεσούλη