Να ενισχύσει την προσπάθεια του συστήματος στη χάραξη της αντιδραστικής εκπαιδευτικής πολιτικής, αλλά και στη διαφύλαξη αυτών που ήδη έχει πετύχει στον τομέα αυτό, έσπευσε και πάλι ο Πολυζωγόπουλος με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), εκφράζοντας σχετική Γνώμη.
Σ’ αυτήν υπογραμμίζονται μεταξύ άλλων:
– Η ανάγκη ουσιαστικής αξιολόγησης των Ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, των διδασκόντων και των διδασκομένων, ενώ σημειώνεται ότι αυτή αποτελεί και προτεραιότητα στην κατεύθυνση της υλοποίησης του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης.
– Η ενθάρρυνση της κινητικότητας, η σύνδεση με την παραγωγή και την υγιή επιχειρηματικότητα και τις τοπικές κοινωνίες.
– Η χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών από τον προϋπολογισμό των Ιδρυμάτων, με αύξηση της ευελιξίας της μεταφοράς πόρων μεταξύ των κωδικών και παράλληλη αξιοποίηση των δωρεών-χορηγιών.
– Η ενίσχυση προγραμμάτων στήριξης (υποτροφίες) φοιτητών που προέρχονται από φτωχότερα κοινωνικά στρώματα (και όχι, βεβαίως, η γενναία κρατική χρηματοδότηση των ΑΕΙ και η ουσιαστική εφαρμογή της δωρεάν Παιδείας για όλους).
– Η καλύτερη διακυβέρνηση των ΑΕΙ, με σύζευξη του εγγενώς δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης παιδείας και της έρευνας με ευέλικτες μορφές χρηματοδότησης.
– Η θέσπιση ειδικών κινήτρων για την επιβράβευση των ΑΕΙ που αναπτύσσουν πρωτοβουλίες και πρωτοπορούν (π.χ. ειδική επιχορήγηση).
– Η συστηματική εφαρμογή του πανεπιστημιακού ασύλου (αφού πρώτα επισημαίνονται οι «δυσλειτουργίες», όπως η μη λειτουργία του αρμόδιου πανεπιστημιακού οργάνου και το γεγονός ότι το άσυλο έχει χρησιμοποιηθεί ως μηχανισμός ανοχής και συγκάλυψης μιας σειράς αυτόφωρων κακουργημάτων και ως μέσο εκφοβισμού της ακαδημαϊκής κοινότητας και αυθαίρετης παρεμπόδισης πανεπιστημιακών λειτουργιών).
Η ΟΚΕ θεωρεί πρόκληση, στην οποία πρέπει να ανταποκριθεί η ελληνική κυβέρνηση, τη διαδικασία της Μπολόνια, τη Στρατηγική της Λισαβόνας και την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση, ώστε να επιτευχθεί ο Κοινός Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η αντίθεσή της σ’ όλα αυτά συνίσταται στο γεγονός ότι στις νομοθετικές ρυθμίσεις έχουν διαπιστωθεί «ελλείψεις» και «αστοχίες». Μάλιστα, τα τσιράκια του συστήματος, συνιστούν να περιοριστεί η «δαιμονοποίηση» των κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών και, για ξεκάρφωμα, η «κατάχρηση» κατά την εφαρμογή τους.
Αλλά και για τον κατάπτυστο νόμο-πλαίσιο της Γιαννάκου, η ΟΚΕ, έχει να πει καλά λόγια: ενίσχυσε, λέει, ορισμένα στοιχεία αυτονομίας και διαφάνειας στα ΑΕΙ, αν και υπάρχουν κάποιες επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματικότητά του.
Η Γνώμη επεκτείνεται και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Το Ενιαίο Λύκειο αντιμετωπίζεται ως μακρινή προοπτική, ενώ επαναλαμβάνονται οι γνωστές παπάρες του ΠΑΣΟΚ περί δυνατότητας του καθηγητή και του τοπικού συλλόγου να διαμορφώνει ένα μέρος της ύλης, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τα ενδιαφέροντα της περιοχής.
Στο ζουμί, που αφορά στην αξιολόγηση, τοποθετείται, φυσικά, αναφανδόν υπέρ της αξιολόγησης εκπαιδευτικών, μαθητών. Προτείνει, μάλιστα, χρηματική επιβράβευση των εκπαιδευτικών, που θα αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες ή αυτών που οι μαθητές τους θα σημειώνουν ιδιαίτερες επιδόσεις στις πανελλήνιες εξετάσεις, σε μαθητικούς διαγωνισμούς, κ.λ.π.
Ως προς το εξεταστικό σύστημα για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, χωρίς να καταλήγει σε μια συγκεκριμένη πρόταση, εντούτοις περιγράφει συστήματα που βασίζονται σε εξετάσεις πανελλήνιου χαρακτήρα και στο «σφίξιμο» του Λυκείου, του οποίου ο βαθμός απολυτηρίου θα συνυπολογίζεται για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο.