Το νομοσχέδιο της Διαμαντοπούλου συνάντησε την αντίδραση της Συνόδου των Πρυτάνεων, η οποία εξέδωσε δελτίο Τύπου, κατηγορώντας το υπουργείο Παιδείας για «εμπάθεια απέναντι στην ακαδημαϊκή κοινότητα», για προσπάθεια απαξίωσης και εμπαιγμού των Πανεπιστημίων και για διαρκή επίθεση ενάντια στο Πανεπιστήμιο. Οι πρυτάνεις δηλώνουν πως ιδιαίτερα η αλλοίωση της φύσης των σπουδών μέσω των ταχύρυθμων προγραμμάτων κατάρτισης (μονοετή, 2/ετή, 3/ετή) μεταλυκειακού χαρακτήρα στο Πανεπιστήμιο, η έμφαση στα τριετή προγράμματα σπουδών που οδηγεί σε ταυτόχρονη υποβάθμιση της ικανότητας άσκησης του επαγγέλματος και βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, η επαπειλούμενη κατάργηση/συγχώνευση Πανεπιστημίων χωρίς κανένα στρατηγικό σχεδιασμό, η μεταβίβαση σε ανεξάρτητη αρχή της υποχρέωσης της πολιτείας για τη χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων, η εισαγωγή διδάκτρων σε προπτυχιακό επίπεδο, είναι επιζήμιες για τα Πανεπιστήμια και την κοινωνία. Η Σύνοδος κατηγορεί την κυβέρνηση ότι παραβιάζει την αυτοτέλεια των Ιδρυμάτων (με τη δημιουργία π.χ. του παντοδύναμου Συμβούλιου διοίκησης) και μετατρέπει το Πανεπιστήμιο σε Εταιρία, μετακυλώντας το κόστος λειτουργίας του στην ελληνική οικογένεια. Τέλος, «καλεί την πανεπιστημιακή κοινότητα και την ελληνική νεολαία να υπερασπιστεί το δημόσιο αγαθό της Παιδείας» και δηλώνει ότι «καμία μεταρρύθμιση στην Ανώτατη Εκπαίδευση δεν είναι εφικτή, χωρίς τη συμμετοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας».
Προς το παρόν, είναι θετικό ότι οι Πρυτάνεις δεν αποδέχονται το προσχέδιο νόμου της Διαμαντοπούλου. Ομως, αναφορές στο δελτίο Τύπου που καταδεικνύουν θετική ανταπόκριση σ’ έναν άλλο διάλογο με σημεία που περιέχονται στις προτάσεις που έκαναν στις συνόδους του Ρεθύμνου και του Λαυρίου και προσεγγίζουν αυτές του προσχέδιου νόμου επί της αρχής (π.χ. αποδοχή αξιολόγησης, αναδιοργάνωση διοίκησης, ανάπτυξη και οικονομική διαχείριση), όπως κυρίως και οι χλιαρές επί του πρακτέου πρωτοβουλίες που ανακοίνωσαν ότι αναλαμβάνουν («συντεταγμένη εκστρατεία ενημέρωσης της κοινής γνώμης, των πολιτικών κομμάτων, των θεσμικών οργάνων της Βουλής»), καθώς και η έκκληση στην υπουργό να μην προχωρήσει μονομερώς στην κατάθεση του νομοσχέδιου, καταδεικνύουν ότι εμφιλοχωρεί πνεύμα ηττοπάθειας. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να περιμένει κανείς διάθεση πολεμικού κλίματος και σύγκρουσης από το πανεπιστημιακό κατεστημένο, όταν γύρω κατεδαφίζονται τα πάντα.
Από τη μεριά τους τα ΤΕΙ δεν πήραν προς το παρόν καμιά απόφαση και η Σύνοδος των Προέδρων τους επιφυλάχθηκε να απαντήσει στην έκτακτη Σύνοδο της Πέμπτης 7/7 (το σχόλιο γράφεται Τετάρτη βράδυ), αφού δεν είχε στα χέρια της το τελικό σχέδιο νόμου. Παρόλ’ αυτά ο πρόεδρος της ΟΣΕΠ-ΤΕΙ, Τσάκνης, μίλησε στα ΜΜΕ για θετικές ρυθμίσεις, βγάζοντας στην επιφάνεια όλα τα εκπαιδευτικά και επιστημονικά κόμπλεξ της συντεχνίας των ΤΕΙ έναντι των Πανεπιστημίων (προφανώς ικανοποιήθηκε από την καθιέρωση των τριετών προπτυχιακών σπουδών, που «ανωτατοποιούν» τα ΤΕΙ, αδιαφορώντας για την υποβάθμιση των Πανεπιστημίων σε μεταλυκειακές σπουδές κατάρτισης).
Η εξωνημένη ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ ψελλίζει κάποιες αντιδράσεις σχετικές με τη διοίκηση που επιβάλλει το νομοσχέδιο, ενώ αναγκάζεται να δηλώσει τελικά, λόγω της αγριότητας των σαρωτικών αλλαγών και της εναντίωσης ακόμη και της Συνόδου των Πρυτάνεων ότι «η εσπευσμένη ψήφιση του νέου νόμου μέσα σε λίγες βδομάδες, αφενός δεν θα βοηθήσει στη συνδιαμόρφωση των αναγκαίων αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο και αφετέρου θα συναντήσει τη σφοδρή αντίδραση ολόκληρης της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η πρόσφατη αλλά και η γενικότερη εμπειρία έχει αποδείξει ότι ένας νόμος εφαρμόζεται στα Πανεπιστήμια όταν έχει τη συναίνεση και αποδοχή της πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας, την οποία το προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν έχει εξασφαλίσει ούτε κατ’ ελάχιστον». Και εκλιπαρεί την κυβέρνηση να δώσει προθεσμία τουλάχιστον 3 μηνών για τη μελέτη του νομοσχέδιου και διατύπωση άποψης.
Ταυτόχρονα, το ένα μετά το άλλο τα Πανεπιστήμια καλούν σε συνεδρίαση τις Συγκλήτους τους, οι οποίες απορρίπτουν το προσχέδιο νόμου. (π.χ. βλέπε ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου του ΑΠΘ).
Η Διαμαντοπούλου, επιδιώκοντας να δημιουργήσει κλίμα συναίνεσης, και να κερδίσει κάποιους πόντους στο επικοινωνιακό παιχνίδι, συναντήθηκε με τον αρχηγό της ΝΔ Σαμαρά. Μετά τη συνάντηση, η υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι «υπάρχει σημαντικός αριθμός θεμάτων στα οποία συγκλίνουμε και εκτιμώ ότι με τη συζήτηση μπορεί να γίνει ακόμα μεγαλύτερος». Ο Σαμαράς, όμως, δεν έκανε καμιά δήλωση, μη θέλοντας από τη μία να φανεί επιθετικός για αντιπολιτευτικούς έστω λόγους και να χαλάσει το κλίμα συναίνεσης, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει επί της ουσίας (ο νόμος Γιαννάκου έβαλε σημαντικό λιθαράκι στις σαρωτικές αλλαγές που φέρνει τώρα η Διαμαντοπούλου), και από την άλλη να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στη Διαμαντοπούλου να αλωνίζει. Γι’ αυτό έβαλε τον Αρού-λη, υπεύθυνο του τομέα πολιτικής ευθύνης της ΝΔ για την Παιδεία να κάνει μια χαλαρή δήλωση. Ο Σπηλιωτόπουλος κάλεσε το υπουργείο Παιδείας να «συνυπολογίσει» ζητήματα, που τέθηκαν κατά τη συνάντηση Σαμαρά-Διαμαντοπούλου, όπως αυτά του τρόπου διοίκησης των Πανεπιστημίων, σημειώνοντας ότι «αυτά τα οποία προτείνονται με το Σχέδιο Νόμου καταστρατηγούν – κατά τη δική μας εκτίμηση – τη διοικητική αυτοτέλεια και αυτονομία των Πανεπιστημίων, όπως κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα». Να «συνυπολογίσει» επίσης «ζητήματα που αφορούν στον τρόπο λειτουργίας των Πανεπιστημίων, με δίπολα που, πολλές φορές, δημιουργούν σύγχυση αρμοδιοτήτων, ζητήματα σχετικά με τα τρία έτη σπουδών, με δεδομένο ότι στην Ευρώπη σήμερα επανεξετάζεται το όλο ζήτημα που αφορά στους τετραετείς κύκλους σπουδών, όπως ήδη ισχύει στην Ελλάδα, ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα συγγράμματα και, κυρίως, ζητήματα σχετικά με την κατάργηση του θεσμού των λεκτόρων , που εμείς πιστεύουμε, ότι προσφέρει αρκετά σημαντικά στα Πανεπιστήμια». Δίνοντας τον τόνο της συναίνεσης από την πλευρά της ΝΔ, ο Σπηλιωτόπουλος κάλεσε την κυβέρνηση να κάνει αποδεκτό το αίτημα να δώσει το χρόνο για μελέτη του προσχέδιου νόμου «έτσι ώστε να προχωρήσουμε όσο το δυνατόν ενωμένοι σε μία μακροπρόθεσμη στρατηγική για την Παιδεία και στο χώρο των Πανεπιστημίων»!
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι η υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστήμιου επαφίεται στον πατριωτισμό των φοιτητών (το αναγεννημένο ρωμαλέο, μαζικό, συγκρουσιακό φοιτητικό κίνημα είναι και η μοναδική δύναμη που μπορεί να πετάξει το νόμο στα σκουπίδια, ακόμη κι αν έχει ψηφιστεί). Αλλωστε, ο Σεπτέμβρης είναι κοντά!