Μια ιατρική σχολή, στην ουσία, έκλεισε φέτος το υπουργείο Παιδείας, με την ανακοίνωση των θέσεων εισακτέων στα τριτοβάθμια ιδρύματα.
Το 17% περίπου των θέσεων της Ιατρικής, το 14% των θέσεων της Νομικής, το 15% περίπου των σχολών αιχμής του Πολυτεχνείου (Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανολόγων Μηχανικών) ψαλιδίστηκαν.
Την κίνηση του υπουργείου Παιδείας χειροκροτούν οι πρυτάνεις και οι επαγγελματικοί σύλλογοι, όσοι δηλαδή σκέφτονται με συντεχνιακά κριτήρια και συμφέροντα.
Αντίθετα αποδοκιμάζουν όλοι εκείνοι, που τα παιδιά τους δίνουν σκληρή μάχη για μια θέση στο Πανεπιστήμιο.
Οι πρώτοι δρουν με γνώμονα τις συγκεκριμένες ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς, που στη φάση που διανύουμε έχει περιορίσει σε ασφυκτικά όρια το υψηλά καταρτισμένο στελεχικό δυναμικό και έχει κηρύξει σε διωγμό τις «κοινωνικές δαπάνες» (μέρος των οποίων αποτελούν και οι δαπάνες για την Παιδεία).
Οι δεύτεροι, αν και σε κάποια άλλη στιγμή μπορεί να εμφανίζονται υπέρμαχοι της απόλυτης σύνδεσης της Παιδείας με την καπιταλιστική παραγωγή και την αγορά εργασίας, τώρα, αυθόρμητα, επειδή υπερασπίζονται το δικαίωμα των παιδιών τους στη μόρφωση, συγκρούονται μ’ αυτή την καθαρά ωφελιμιστική για το σύστημα άποψη.
Το παράδειγμα αυτό των ανθρώπων της εργαζόμενης κοινωνίας, που περιστασιακά έστω και αυθόρμητα (όταν απομακρύνονται από τις ιδέες που φορτικά προσπαθεί να τους διοχετεύσει μ’ όλους τους τρόπους το καπιταλιστικό σύστημα) έρχονται στον πυρήνα του προβλήματος, αναζητώντας το απόλυτο δικαίωμα των παιδιών τους στη μόρφωση, που αυτή τη στιγμή το θεωρούν αδιαπραγμάτευτο, αναδεικνύει και την ουσία και φέρνει στον αφρό την ταξική σκοπιά απ’ την οποία πρέπει κανείς ν’ αντιμετωπίζει τα πράγματα.
Το σύστημα έχει συμφέρον να χτυπήσει ανελέητα το δικαίωμα στη μόρφωση, πρώτον γιατί ο μορφωμένος άνθρωπος κοστίζει για να μορφωθεί και δεύτερον γιατί έχει απαιτήσεις. Και τούτο το τελευταίο είναι ιδιαίτερα επιζήμιο στους καιρούς, που καταβάλλεται προσπάθεια να ξεπατωθεί κάθε κατάκτηση και κάθε έννοια «κοινωνικού κράτους» και ιδανικό αποτελεί ο απασχολήσιμος.
Αντίθετα, η εργαζόμενη κοινωνία έχει συμφέρον να μορφώσει τη νεολαία της, όχι μόνο γιατί μέσω της μόρφωσης μπορεί να πετύχει (;) κάποια καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση, αλλά και γιατί έτσι αποσπά απ’ το κεφάλαιο ένα από τα ισχυρά όπλα του. Η αμορφωσιά του λαού ήταν πάντα όπλο για την εκμετάλλευση, καταλήστευση και καταδυνάστευσή του.
Η κατάχτηση της συσσωρευμένης γνώσης και του πολιτισμού της ανθρωπότητας (έστω και αυτών των ελάχιστων ψηγμάτων που προσφέρει το σχολείο στον καπιταλισμό), η καλλιέργεια των ιδιαίτερων κλίσεων και χαρισμάτων, ανοίγει το μυαλό των ανθρώπων, πλάθει την προσωπικότητά τους.
Και τούτο το δικαίωμά τους πρέπει να είναι αναπαλλοτρίωτο, ακόμη κι αν αύριο γίνουν ηλεκτρολόγοι αυτοκινήτων ή υδραυλικοί. Ο καπιταλισμός όμως έχει το δικαίωμα αυτό γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι και επιδιώκει ο ηλεκτρολόγος να ξέρει μόνο ίσα-ίσα να πιάνει το κατσαβίδι και να διαβάζει ένα σχεδιάκι και όχι να γνωρίζει φυσική, ιστορία και κοινωνιολογία. (Εδώ υπεισέρχεται αναπόφευκτα και η ιστορία των «επαγγελματικών δικαιωμάτων» και της σύνδεσής τους με το πτυχίο. Και οι υποστηρικτές αυτής της διάστασης -της σύνδεσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων με το πτυχίο- χωρίς άλλο ταυτίζονται με το καπιταλιστικό κράτος και τις στενές απαιτήσεις της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας και συγκρούονται με το αναφαίρετο δικαίωμα στη μόρφωση, που κατά τα άλλα υπερασπίζονται στα λόγια).
Διεκδικώντας το δικαίωμα στη μόρφωση, η εργαζόμενη κοινωνία έρχεται σε σύγκρουση με τους άπειρους ταξικούς φραγμούς που της θέτει η αστική κοινωνία και αντιλαμβάνεται τα στενά όρια του καπιταλισμού, που δεν μπορούν να χωρέσουν τέτοια «ανθρωποκεντρικά» αιτήματα. Ξεκαθαρίζει έτσι η ομίχλη απ’ το τοπίο και οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται ότι για να κάνουν πράξη τα όνειρα τα δικά τους και των παιδιών τους, πρέπει να εξαλειφτούν τα δεσμά της εκμετάλλευσης. Προκύπτει δηλαδή η αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού.
Συνεπώς, όπως και να δει κανείς το ζήτημα, από τον αγώνα για να μείνει αναπαλλοτρίωτο το δικαίωμα στη μόρφωση, μόνο κέρδος έχει η εργαζόμενη κοινωνία και η νεολαία της.
Μα καλά, θα αναρωτηθούν κάποιοι. Τι τους θέλουμε τόσους γιατρούς, τόσους δασκάλους κ.λπ.;
Μα τα νοσοκομεία, η δημόσια υγεία έχει ανάγκη από πολλούς και καλούς γιατρούς. Τα σχολειά, τα Πανεπιστήμια έχουν ανάγκη από πολλούς και καλούς δασκάλους. Καθημερινή είναι η εμπειρία μας από τις πολύωρες αναμονές στους διαδρόμους των Νοσοκομείων, όπως καθημερινή είναι και η εμπειρία μας με τις πληθωρικές τάξεις στα μεγάλα αστικά κέντρα, με την εγκατάλειψη των παιδιών με μαθησιακά προβλήματα ή των παιδιών από διάφορες κοινωνικές ομάδες (τσιγγάνοι, παλιννοστούντες, μετανάστες κ.λπ.) στην τύχη τους, με την υπολειτουργία Πανεπιστημίων και ΤΕΙ λόγω έλλειψης προσωπικού κ.λπ.
Πλούτος υπάρχει άφθονος και να ενισχυθούν γενναία οι «κοινωνικές δαπάνες» και να σπουδάσουν όλα τα παιδιά και να μας ταϊσει όλους.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτός είναι συγκεντρωμένος στα χέρια κάποιων ολίγων, που ζουν σαν παράσιτα σε βάρος μας, που απομυζούν τον ιδρώτα και το αίμα μας. Κι εμείς εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή και πολεμική μας. Είναι η ουσία!
Γιούλα Γκεσούλη








