Κείμενο-τελεσίγραφο στις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των ΟΛΜΕ-ΔΟΕ απέστειλε το υπουργείο Παιδείας, ζητώντας τους εντός εννέα ημερών (η προθεσμία εξέπνευσε στις 10 του Δεκέμβρη) να διατυπώσουν τις θέσεις τους για την «Αναβάθμιση της Διοίκησης της Εκπαίδευσης». Το κείμενο είναι σκοπίμως γενικόλογο και αόριστο για να κρυφτεί επιμελώς η επιδίωξη του υπουργείου Παιδείας να μπει η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην πρέσα.
Παρολαυτά, όμως, η αλήθεια αποκαλύπτεται γυμνή, ειδικά όταν συνδέσει κανείς το κείμενο με τις δηλώσεις της υπουργού Παιδείας για το «νέο σχολείο» και τα όσα ήδη έχουν γίνει νόμος του κράτους με το πολυνομοσχέδιο της Διαμαντοπούλου και τη γκρίζα καθημερινότητα στη λειτουργία των σχολείων, με τα χιλιάδες κενά, τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων και τμημάτων, τα πολυπληθή τμήματα μαθητών, τις εργασιακές σχέσεις-λάστιχο των εκπαιδευτικών, τους απλήρωτους εργάτες-εκπαιδευτικούς γαλέρας, τη δραστική μείωση των κονδυλίων που διατίθενται στις σχολικές επιτροπές, την ουσιαστική κατάργηση των Τμημάτων Αθλητικής Διευκόλυνσης (ΤΑΔ-ΕΤΑΔ), κ.λπ.
Το κείμενο του υπουργείου Παιδείας διατείνεται ότι «η αναδιοργάνωση, ο εξορθολογισμός, η αναβάθμιση του συστήματος οργάνωσης και διοί-κησης της εκπαίδευσης» πρέπει να βασίζεται «στις αποτελεσματικές αρχές της αποκέντρωσης, της υπευθυνότητας, της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της ποιότητας και της οικονομικότητας». Εφευρίσκεται, λοιπόν, και πάλι το κόλπο της «αποκέντρωσης», ώστε οι υποχρεώσεις του κράτους απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία (όπως είναι η υποχρέωση της παροχής δημόσιας δωρεάν Παιδείας), να φορτώνονται στους καταχρεωμένους δήμους και αυτοί με τη σειρά τους να τις φορτώνουν στους δημότες τους με την επιβολή νέων «ανταποδοτικών τελών».
Το υπουργείο θεωρεί ως βασική αρχή και επιδίωξη του νέου μοντέλου διοίκησης της εκπαίδευσης την «αποκέντρωση αρμοδιοτήτων» για την «ενίσχυση του ρόλου των περιφερειακών δομών διοίκησης της εκπαίδευσης στη λήψη και υλοποίηση σημαντικών αποφάσεων». Οι Περιφερειακοί Διευθυντές, λοιπόν, αρπάζουν τη ρομφαία της «αξιολόγησης-αυτοαξιολόγησης» και βάζουν στην κλίνη του Προκρούστη την εκπαίδευση για να κόψουν ό,τι θεωρούν αναίτια και ασύμφορη δαπάνη. Πετσοκόβουν τμήματα, συγχωνεύουν και καταργούν σχολικές μονάδες. Η «κοινωνική λογοδοσία» και η «αυτονομία των σχολικών μονάδων» γίνονται το όχημα για να μειωθεί η κρατική χρηματοδότηση και να κατηγοριοποιηθούν οι σχολικές μονάδες, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές.
Αναβαθμίζεται επίσης και ο αυταρχικός ρόλος του διευ-θυντή της σχολικής μονάδας και υποβαθμίζεται ο ρόλος του συλλόγου διδασκόντων (αυτό, προφανώς, εννοεί το κείμενο όταν μιλάει για «άρση επικαλύψεων αρμοδιοτήτων διευθυντή-συλλόγου διδασκόντων»). Ενώ μέσα από τη στρογγυλεμένη διατύπωση του «εξορθολογισμού του ωραρίου των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» προαναγγέλλεται η αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών, για να ταιριάζει γάντι με τις συνολικότερες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, τα ωράρια, τη συνολική διαχείριση του χρόνου εργασίας, την εντατικοποίηση των μικρών μαθητών και τα ρέστα.
Γιούλα Γκεσούλη