ΑΣΦΑΛΤΟΣ ΠΑΝΤΟΥ είναι ο τίτλος της ταινίας μικρού μήκους που πρωταγωνιστούν μαθητές της Ε΄και ΣΤ΄Τάξης των Δημοτικών Σχολείων Κορινθίας Σολομού και 1ου Ζευγολατιού.
Τίτλος, απόλυτα παραστατικός και συνάμα εξαιρετικά δυνατός στην απλότητά του. Ασφαλτοστρωμένες καταθλιπτικές αυλές σχολείων, τσιμεντουπόλεις (το μέλλον, όπως χαρακτηριστικά λέει θλιμμένα ένα παιδί).
Απέραντο τσιμέντο σκεπάζει ασφυκτικά το χώμα, τα αγριολούλουδα, πνίγει τη φύση και τη χαρά της ζωής στο σφιχταγκάλιασμα μαζί της. Μοναδική παραφωνία ο ανεμόμυλος στα όρια της αυλής και το παγκάκι-γωνιά για να ξαποστάσεις, όπου όμως απαγορεύεται να πλησιάσεις.
Απέραντο τσιμέντο, με τη μεταφορική έννοια, βαραίνει καταθλιπτικά και τη ζωή του σχολείου, εκεί όπου νεαρές ψυχές διψούν για ανάσες ελευθερίας. Διψούν για μόρφωση που δεν θά ΄ναι κούφια, δεν θά ’ναι βασανισμός και μιζέρια. Διψούν για παιχνίδι, για ξεγνοιασιά, για συντροφικότητα μακριά από το ρατσιστικό δηλητήριο της συντηρητικής κοινωνίας των «νοικοκυρέων». Με τα μάτια της παιδικής τους αθωότητας γίνονται όλοι φίλοι, ξένοι και ντόπιοι, γίνονται μια αγκαλιά μέσα στη γαλήνη μιας πανέμορφης εξοχής, που ημερεύει τον άνθρωπο και λένε καληνύχτες με αγάπη (καληνύχτα Τζίμη, καληνύχτα Περικλή).
Μάθηση-μέθεξη-χαρά της ζωής-ψήλωμα του μυαλού πρέπει νάναι έννοιες αλληλένδετες. Κι΄όμως άσφαλτος καταπλακώνει και το σχολείο. Τα λιγοστά μέσα, η μίζερη και άθλια υλικοτεχνική υποδομή, η βαρετή μονότονη, χωρίς «ψυχή» διδασκαλία, οι δάσκαλοι που λείπουν και αυτοί που γίνονται γυρολόγοι από τόπο σε τόπο για να επιβιώσουν (αναπληρωτές, ωρομίσθιοι) πριν προλάβουν να χτίσουν με τους μικρούς μαθητές μια παιδαγωγική σχέση σεβασμού, εκτίμησης, αναγνώρισης και αγάπης. Αυτή είναι η ζοφερή πραγματικότητα που δίνεται ανάγλυφα στην ταινία και βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα της στα μεγαλεπήβολα όλο φούμαρα σχέδια του υπουργείου Παιδείας για «ψηφιακές τάξεις» και δε συμμαζεύεται.
Τα παιδιά ασφυκτιούν. «Δεν μπορώ άλλο» φωνάζουν. Επαναστατούν, θέλουν να κάνουν επιτέλους το σύστημα, τους μεγάλους να τους ακούσουν, να πάρουν στα σοβαρά τις αγωνίες και τα θέλω τους, θέλουν να τους δώσουν ένα μάθημα «μπας και αλλάξει κάτι». Παίρνουν των οματιών τους, αναζητούν ανάσες ελευθερίας σε ένα αθώο σκασιαρχείο κάπου στην εξοχή.
Θλιβερή κατάληξη, το κάρφωμα από έναν «νοικοκύρη», που μισεί κάθε αμφισβήτηση και αμφισβητία και είναι ευτυχισμένος με την «τάξη και ασφάλεια».
Αναγκαστική, λοιπόν, επιστροφή στην τσιμενταρισμένη ζωή. Και εδώ κολλάει και ο υπότιτλος της ταινίας «Θες εργάτη;». Για εργάτες μας θέλουν, με λιγοστές γνώσεις, υπάκουους και υποταγμένους που θα ζούμε και θα δουλεύουμε για τα αφεντικά.
Με πείσμα και αποφασισιστικότητα, όμως, ακούγεται η παιδική φωνή στον επίλογο: «Θα συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε ένα καλύτερο σχολείο και θα παλέψουμε!».
Χαρακτηριστικές πινελιές:
- Ο μαθητής συμβουλεύεται το ρολόι του για να απαντήσει σε ποια τάξη βρίσκεται αυτήν τη στιγμή ο μοναδικός προτζέκτορας του σχολείου.
- Η ταχυγλωσσία του δάσκαλου που εξιστορεί την παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
- Ο δάσκαλος-φερέφωνο της «κοσμογονίας» τάχα στην εκπαίδευση, που διατυμπανίζει το υπουργείο Παιδείας. Πομπώδες ύφος, επιμορφώσεις, μετεκπαιδεύσεις, αραδιασμένα πτυχία σε αντιδιαστολή με το στοχευμένο «σαρδάμ» της μαθήτριας: «Δηλαδή είστε εκπαιδευμένος για να μας αγαπάτε και να μας οδηγήσετε στη μάθηση διά μέσου όλων αυτών των παραμορφώσεων…εεε επιμορφώσεων».
- Ο ρατσιστής δάσκαλος (το αστικό σχολείο είναι μηχανισμός της κυρίαρχης ιδεολογίας) με τη λίστα των ονομάτων των μαθητών δίπλα στα οποία αναγράφεται «Αλβανός», «Τσιγγάνος», «Ελληνας». Διαλεγμένα και τα ελληνικά ονόματα (Ανωτερόπουλος, Βαρώνου, Ευπατρίδη) παραπέμπουν στις εθνικιστικές αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα της «ανωτερότητας».
- Το απορημένο βλέμμα της εργάτριας-σχολικής καθαρίστριας που μπαίνοντας στην άδεια τάξη διαβάζει στον πίνακα τη λέξη «ΑΡΚΕΤΑ». Αιχμή ότι η νεολαία έδρασε σαν το φυτίλι για να ξυπνήσει την εργατική τάξη, που πρέπει να μπει μπροστάρισσα και να ανατρέψει το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα.
- Τα τρεχαλητά στην εξοχή με ποδήλατα και πατίνια, τα γέλια, τα ξεφαντώματα, το σκαρφάλωμα στα δέντρα, η γλυκιά νύχτα στο αγροτόσπιτο.
- Ο συνοφρυωμένος «νοικοκύρης»-χαφιές που θεωρεί αυτονόητη την πράξη να καταγγείλει τα παιδιά για να τα ξαναμαντρώσουν και ο αστυφύλακας που θεωρεί χρέος του να κάνει νουθεσίες.
- Οι ανησυχίες του Διευθυντή του σχολείου και των γονιών που δεν μπορούν να νιώσουν την ανυπότακτη ψυχή.
Μπράβο στα παιδιά, και τον συντονιστή της ταινίας, καθηγητή των Αγγλικών Σταύρο Παναγιώτου.
Δείτε την ταινία:
Γιούλα Γκεσούλη