Από την επιβολή του πρώτου Μνημονίου, το Μάη του 2010, είχαμε επισημάνει ότι το δημόσιο χρέος χρησιμοποιείται ως όχημα προκειμένου να κινεζοποιηθεί η σκληρά εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη ελληνική κοινωνία. Είχαμε επισημάνει, μέσω της ανάλυσης των διατάξεών του, ότι έχει βαθύ ταξικό προσανατολισμό που αποσκοπεί στην αύξηση των κερδών του κεφαλαίου. Στην ίδια γραμμή, δηλαδή στην εισαγωγή ρυθμίσεων υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, κινήθηκε και η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου με το τρίτο Μνημόνιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επέκταση των προκλητικών φοροαπαλλαγών του εφοπλιστικού κεφαλαίου (έχουν κωδικοποιηθεί στους νόμους 27 και 29 του 1975) και στους ιδιοκτήτες καραβιών που χρησιμοποιούν τη σημαία κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).
Οπως γράψαμε την προηγούμενη εβδομάδα, η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου μαζί με τους τροϊκανούς μείωσαν ήδη κατά 2% τις κύριες και κατά 6% τις επικουρικές συντάξεις, προκειμένου να αποπληρωθεί υποτίθεται μέρος του δημόσιου χρέους, ενώ τον Οκτώβρη θα γίνουν και άλλες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις, προκειμένου, εκτός των άλλων, να περικοπούν από τους συνταξιούχους και άλλα 2,32 δισ. ευρώ. Αντίθετα, όχι μόνο άφησαν στο απυρόβλητο τις προκλητικές φοροαπαλλαγές στο ντόπιο και ξένο εφοπλιστικό κεφάλαιο, που τα καράβια του φέρουν την ελληνική σημαία, αλλά και εισήγαγαν στο Μνημόνιο-3 διατάξεις με τις οποίες επεκτείνουν αυτόν τον φορολογικό παράδεισο και στους εφοπλιστές που στα καράβια τους έχουν υψώσει τις σημαίες των κρατών της ΕΕ και του ΕΟΧ.
Ετσι, τα έσοδα από τη φορολογία του εφοπλιστικού κεφαλαίου όχι μόνο δεν αυξάνονται, αλλά αντίθετα μειώνονται, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά τη θέση μας ότι οι «θεσμοί» των δανειστών και όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις έχουν βάλει στο στόχαστρο την εργατική τάξη, την αγροτιά (συνολικά και όχι μόνο τη φτωχή) και τους εργαζόμενους των πόλεων, ενώ όχι μόνο αφήνουν στο απυρόβλητο τα ανώτατα κέρδη των καπιταλιστών, αλλά με τις ρυθμίσεις των Μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων δίνουν τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να τα αυξήσει.
Με την υποπαράγραφο Δ4 του τελευταίου μνημονιακού νόμου εισάγονται οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εφοπλιστές που στα καράβια τους έχουν σηκώσει σημαία των κρατών της ΕΕ και του ΕΟΧ και όχι ελληνική. Προφανώς, πρωτίστως η γερμανική και η γαλλική κυβέρνηση ενδιαφέρονται να κυριαρχήσουν και σ’ αυτόν τον τομέα και γι’ αυτό επέβαλαν τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις, που με τις προκλητικές φοροαπαλλαγές στο εφοπλιστικό κεφάλαιο θα διευρύνουν την τεράστια απώλεια φορολογικών εσόδων. Φυσικά, αυτός δεν είναι ο μοναδικός τομέας της καπιταλιστικής παραγωγής στον οποίο θέλουν να κυριαρχήσουν. Αρκεί να θυμηθούμε μόνο το ξεπούλημα «μπιρ παρά» των 14 περιφερειακών αεροδρομίων σε μεγάλη κρατική γερμανική καπιταλιστική επιχείρηση.
Στην Αιτιολογική Εκθεση του νόμου 4336, με τον οποίο επικυρώθηκε το Μνημόνιο-3 και ψηφίστηκαν μια σειρά προαπαιτούμενα, όπως αυτό για τις φοροαπαλλαγές στο εφοπλιστικό κεφάλαιο, αναφέρονται τα εξής:
«Υποπαράγραφος Δ4: Ρυθμίσεις ν. 27/1975, ν. 29/1975 και 4111/2013
1. Με το ισχύον φορολογικό καθεστώς περί φορολογίας πλοίων στη χώρα μας και ανεξάρτητα από τους κόρους ολικής χωρητικότητας, τα επαγγελματικά πλοία αναψυχής και ημερόπλοια, τα επιβατικά και οχηματαγωγά πλοία, επιβατικά ή φορτηγά και τα λοιπά πλοία θαλασσίων ενδομεταφορών καθώς και πλοία με ολική χωρητικότητα μέχρι 500 κόρων που εκτελούν διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές με σημαία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, πλην της ελληνικής, φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος και όχι με τις ειδικές διατάξεις του ν. 27/1975 περί φορολογίας πλοίων με ελληνική σημαία.
Για το λόγο αυτό, η ΕΕ εγκαλεί τη χώρα μας για παραβίαση των διατάξεων […] με φυσικό αποτέλεσμα οι ημεδαποί φορολογούμενοι (ιδιώτες και οντότητες) οι οποίοι εκμεταλλεύονται πλοία με ελληνική σημαία να απολαμβάνουν συγκεκριμένες φοροαπαλλαγές, ενώ αντιθέτως οι φορολογούμενοι που επιλέγουν να εκμεταλλεύονται πλοία στην Ελλάδα με σημαία των υπολοίπων κρατών μελών της ΕΕ και ΕΟΧ να μην απολαμβάνουν τις φοροαπαλλαγές αυτές» (οι εμφάσεις δικές μας).
Με απροκάλυπτο κυνισμό η συγκυβέρνηση και οι «θεσμοί» ομολογούν ότι με τις συγκεκριμένες διατάξεις, που επιβλήθηκαν ως προαπαιτούμενο, επεκτείνουν τις φοροαπαλλαγές που απολαμβάνει το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο στην Ελλάδα, υψώνοντας στα καράβια του την ελληνική σημαία, και στο εφοπλιστικό κεφάλαιο που φέρει άλλες σημαίες, φτάνει αυτές να είναι σημαίες κρατών-μελών της ΕΕ ή του ΕΟΧ. Δηλαδή, κύριο μέλημά τους είναι να αξιοποιήσει το γερμανικό και γαλλικό εφοπλιστικό κεφάλαιο τις σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές ώστε να αποκομίσει υπερκέρδη. Τους είναι αδιάφορη η γοργή αύξηση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, που προκαλείται και με αυτές τις ρυθμίσεις. Αποκαλύπτεται έτσι, ότι οι λεγόμενοι «θεσμοί» και τα ντόπια τσιράκια τους (κυβερνητικά και αντιπολιτευόμενα κόμματα) ενδιαφέρονται για τα κέρδη των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κολοσσών και για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων από μεριάς ελληνικού κράτους και όχι για τη συρρίκνωση του δημόσιου χρέους.
Ο Καρλ Μαρξ, στον πρώτο τόμο του σημαντικού του έργου «Το Κεφάλαιο» αναφερόμενος στην πολιτική που ασκούσε τον 18ο αιώνα το ολλανδικό κεφάλαιο στις χώρες-αποικίες του, είχε επισημάνει ότι ήδη από τότε το δημόσιο χρέος αποτελούσε πηγή αποκόμισης τεράστιων κερδών από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Ο Μαρξ είχε τονίσει, ότι το κεφάλαιο θα αξιοποιεί συνεχώς το δημόσιο χρέος, μαζί με τη φορολογική πολιτική, προκειμένου να βγάζει τεράστια κέρδη. Επισήμανε ακόμη, ότι τα υψηλά δημόσια χρέη θα συνυπάρχουν με το καπιταλιστικό σύστημα, ότι δηλαδή το δημόσιο χρέος δεν είναι ένα συγκυριακό πρόβλημα κάποιων καπιταλιστικών κρατών, που μπορεί να λυθεί αν ασκηθεί σωστή δημοσιονομική πολιτική.
Για να επεκτείνουν τον φορολογικό παράδεισο για το εφοπλιστικό κεφάλαιο, πέρα από τα καράβια που φέρουν την ελληνική σημαία, και στα καράβια που φέρουν τη γερμανική, τη γαλλική, την ιταλική και άλλες σημαίες της ΕΕ και του ΕΟΧ και όχι για να βοηθήσουν στην αύξηση των δημόσιων εσόδων, «θεσμοί» και συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου εισήγαγαν το άρθρο 26α στο νόμο 27/1975. Με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 26α, τα καράβια που περιγράφονται σ’ αυτές και δε φέρουν ελληνική σημαία, αλλά σημαία κρατών μελών της ΕΕ και του ΕΟΧ, υπόκεινται σε φόρο χωρητικότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 27/1975. Δηλαδή ενέταξαν και αυτά τα καράβια στο αποικιοκρατικό-προνομιακό φορολογικό καθεστώς του νόμου 27/1975.
Με την παράγραφο 4 του άρθρου 26α του νόμου 27/1975, επεκτείνεται και στο ευρωπαϊκό εφοπλιστικό κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, χωρίς να έχει σηκώσει ελληνική σημαία στα πλοία του, αυτό που ήδη ίσχυε για το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο με ελληνική σημαία (παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου 27/1975): «Με την καταβολή του φόρου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εξαντλείται κάθε υποχρέωση των πλοιοκτητών ή των πλοιοκτητριών εταιρειών των πλοίων του παρόντος άρθρου από το φόρο εισοδήματος, επί των εισοδημάτων που αποκτώνται από τη δραστηριότητα αυτή. Η ίδια απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος ισχύει για τους μετόχους ή εταίρους των ως άνω εταιρειών, μέχρι και φυσικού προσώπου για το εισόδημα που αποκτούν με την μορφή διανομής καθαρών κερδών ή μερισμάτων».
Αυτή δεν είναι η μοναδική διάταξη του νόμου 27/1975 που ίσχυε για το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο και επεκτείνεται και στο ευρωπαϊκό. Θα δούμε παρακάτω και άλλες, αφού πρώτα αναφερθούμε στις υπόλοιπες διατάξεις της Υποπαραγράφου Δ4.
Η παράγραφος 2α της Υποπαραγράφου Δ4 προβλέπει: «Τα ποσά του φόρου που οφείλονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 6 του νόμου 27/1975, προσαυξάνονται για τα έτη 2016 έως 2020 κατά ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) ετησίως». Από την πρόχειρη και όχι εμπεριστατωμένη ανάγνωση της διάταξης αυτής δημιουργείται η εσφαλμένη αίσθηση ότι εισάγεται πρόσθετος φόρος. Η πραγματικότητα είναι αντίθετη.
Ο φόρος αυτός εισήχθη από το 1976, μια χρονιά μετά την ισχύ του νόμου 27/1975: «Τα κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος άρθρου οριζόμενα ποσά φόρων ανά κόρον ολικής χωρητικότητας προσαυξάνονται από του επομένου της ισχύος του παρόντος νόμου έτους, (σ.σ. δηλαδή από το 1976) κατά ποσοστό 4% ετησίως». Οι ίδιοι οι «θεσμοί» και η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, που συνέταξαν την εισηγητική έκθεση του νόμου 4336/2015, ομολογούν ότι ο φόρος αυτός εισήχθη το 1976: «Επομένως, η ανωτέρω ρύθμιση δεν γίνεται για πρώτη φορά, αλλά επαναλαμβανόμενη διάταξη που γίνεται με τον ίδιο τρόπο κάθε πενταετία από το έτος 1976 και μετά, αρχικά με αποφάσεις Υπουργών που κυρώνονται με νόμο και από την πενταετία 1996-2000 με διατάξεις νόμου».
Με πρόχειρη ανάγνωση και της παρ. 2β της Υποπαραγράφου Δ4 δημιουργείται η αίσθηση ότι εισάγεται νέος φόρος. Η πραγματικότητα είναι ότι και αυτός ο φόρος εισήχθη, όπως και ο προηγούμενος, το 1975, με την παρ. 4 του άρθρου 4 του νόμου 29/1975, και εξακολουθεί να αυξάνεται κατά 4% ετησίως, πράγμα που επίσης ομολογεί η εισηγητική έκθεση του νέου μνημονιακού νόμου.
Ακόμη, με την παρ. 3 της Υποπαραγράφου Δ4 τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρου 43 του νόμου 4111/2013 προς όφελος αλλοδαπών εταιριών που έχουν γραφεία ή υποκαταστήματα στην Ελλάδα. Οι εταιρίες αυτές ασχολούνται αποκλειστικά με ναύλωση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοροπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων ή ασφαλίσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία και ήταν υποχρεωμένες για το εισαγόμενο συνάλλαγμα σε δολάρια που μετατρεπόταν σε ευρώ να πληρώνουν τέλος 20.000 δολάρια για τις πρώτες 200.000 (δηλαδή 10%) και 16.000 για τις επόμενες 200.000 δολάρια, σύνολο 36.000 δολάρια το χρόνο. Πλέον, με τη νέα διάταξη θα πληρώσουν 18.000 δολάρια για την περίοδο 2012-2015 και 26.000 δολάρια για την περίοδο 2016-2020.
Τέλος, οι εταιρίες -ελληνικές ή ξένες- που έχουν εγκαταστήσει γραφεία ή υποκαταστήματα με βάση το νόμο 27/1975 και ασχολούνται με τη διαχείριση ή εκμετάλλευση πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία απαλλάσσονται αυτού του τέλους.
Το συμπέρασμα είναι ότι με τις ρυθμίσεις-προαπαιτούμενα του Μνημονίου-3 έχουμε πρόσθετη αιμορραγία δημοσίων εσόδων χάρη στις προκλητικές φοροαπαλλαγές του εφοπλιστικού κεφαλαίου, ελληνικού ή ευρωπαϊκού.
Θα κλείσουμε θυμίζοντας μερικές από τις επιπλέον φοροαπαλλαγές που απολαμβάνει το εφοπλιστικό κεφάλαιο, σύμφωνα με το νόμο 27/1975.
♦ Παράγραφος 2 του άρθρου 2: Ως εισόδημα απαλλασσόμενο νοείται και η τυχόν υπεραξία η πραγματοποιούμενη εκ της εκποιήσεως πλοίου, εισπράξεως αποζημιώσεως ή εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας.
♦ Παράγραφος 3 του άρθρου 2: Εις ην περίπτωσιν ημεδαπή ή αλλοδαπή εταιρία πλοιοκτήτρια πλοίων υπό ελληνική σημαία, ασκεί πλην της εκμεταλλεύσεως του πλοίου και άλλας επιχειρήσεις απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος ποσόν των καθαρών κερδών και μερισμάτων, ίσον προς την σχέσιν την υφισταμένην μεταξύ των εκ του πλοίου κτηθέντων ακαθαρίστων εσόδων και του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων της τοιαύτης εταιρείας. (Την παράγραφο αυτή αξιοποιούν καπιταλιστές που εκτός από το στόλο τους εκμεταλλεύονται διυλιστήρια, Μέσα Μαζικής Παραπληροφόρησης ή άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις).
♦ Αρθρο 5: Μείωση φόρου και εισφοράς λόγω αργίας πλοίου. Παράγραφος 1. Εν περιπτώσει πλήρως αποδεδειγμένης αργίας του πλοίου λόγω επισκευών, ελλείψεως εργασίας ή οιασδήποτε άλλης αιτίας ο φόρος και η κατά το άρθρο 10 του παρόντος νόμου εισφορά μειούται αναλόγως προς τας ημέρας αργίας.
♦ Αρθρο 7: Απαλλαγαί – Μείωσις φόρου. 1. Επί των περί ων το άρθρο 6 του παρόντος νόμου πλοίων της πρώτης κατηγορίας αναγνωρίζονται οι κατωτέρω απαλλαγαί και μειώσεις επί των κατά τις διατάξεις των άρθρων τούτων οφειλόμενου φόρου: β) Πλοία δρομολογούμενα εις τακτικάς γραμμάς μεταξύ ελληνικών και ξένων λιμένων ή μόνο μεταξύ ξένων λιμένων ως και κρουαζερόπλοια καταβάλλουν τον φόρον μειωμένον κατά 50%.
Αυτές οι φοροαπαλλαγές, που δεν είναι οι μοναδικές, προκαλούν μεγάλες απώλειες δημοσίων εσόδων. Κι όμως, ούτε που τις ακούμπησε η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, που δήλωνε ότι εισάγει στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης στο «δύσκολο» Μνημόνιό της. Ούτε εισηγήθηκαν κάτι διαφορετικό οι «θεσμοί», που οι εκπρόσωποί τους (Σόιμπλε, Γιούνκερ κ.ά.) αγανακτούσαν δήθεν επειδή στην Ελλάδα δεν πληρώνουν φόρους οι πλούσιοι. Ολοι μαζί, ιμπεριαλιστές δανειστές, Τσιπροκαμμένοι και λοιπές μνημονιακές δυνάμεις, έστρεψαν τα πυρά τους στους συνταξιούχους που παίρνουν το ΕΚΑΣ, ένα ισχνό βοήθημα που θεσμοθετήθηκε το 1996 από την κυβέρνηση Σημίτη, προκειμένου να χρυσώσει το χάπι των μεγάλων απωλειών των συνταξιούχων που παίρνουν σύνταξη μεγαλύτερη από την κατώτερη και των αγροτών. Είναι τόσο αγύρτες, που στο νόμο 4336/2015 ψήφισαν διάταξη με την οποία πάνε να επιβάλουν στο δημόσιο και σύνταξη κάτω από την κατώτερη, που είναι μόνο 330 ευρώ.