Γράφαμε τον Φλεβάρη του 2024 πως η γερμανική οικονομία βρισκόταν σε υφεσιακή τροχιά, παραθέτοντας κάποιους βασικούς οικονομικούς δείκτες που το αποδείκνυαν. Παραθέταμε σε εκείνο το σημείο και τη βαθυστόχαστη δήλωση του γερμανού υπουργού οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) πως «η Γερμανία δεν είναι άρρωστη. Είναι απλά κουρασμένη (σ.σ από τις πολλές διεθνείς κρίσεις). Χρειάζεται απλά ένα φλυτζάνι δυνατού καφέ, που σημαίνει δομικές μεταρρυθμίσεις». Θα σημειώσουμε πως ούτε… κουβάς δυνατού καφέ δε ήταν τελικά αρκετός.
Σύμφωνα με στοιχεία από τη Eurostat και το Ομοσπονδιακό Γραφείο Στατιστικής (Destatis), το γερμανικό ΑΕΠ (χωρίς την επίδραση του πληθωρισμού) παρουσίασε μείωση 0,1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Και θα συνεχίσει να έχει τουλάχιστον μη θετικό πρόσημο και για το τρίτο τρίμηνο του 2024, σύμφωνα με τη Bundesbank, εμπίπτοντας έτσι στον τεχνικό ορισμό της ύφεσης (μείωση ΑΕΠ για δυο διαδοχικά τρίμηνα). H γερμανική κεντρική τράπεζα εκτιμά πως αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην «επιφυλακτικότητα» των Γερμανών να καταναλώσουν. Οι χρονοσειρές του ΑΕΠ φαίνονται αναλυτικά στον παρακάτω Πίνακα.
Ενα όμως από τα βασικά προβλήματα της γερμανικής οικονομίας εντοπίζεται (όπως είχαμε σημειώσει και στο προηγούμενο άρθρο) στη σφαίρα της παραγωγής. Η παραγωγή (σε πραγματικές τιμές) ως σύνολο μειώθηκε κατά 2,4% τον Ιούλη του 2024 σε μηνιαίο επίπεδο και κατά 2,7% σε τριμηνιαίο. Αν συγκριθεί με τον Ιούλη του 2023, η μείωση φτάνει το 5,3%, ενώ αν αφαιρεθούν οι τομείς των κατασκευών και της ενέργειας φτάνει το 6,1%!
Ενδιαφέρον για τη συνολικότερη εικόνα της γερμανικής βιομηχανίας παρουσιάζει και ο δείκτης HCOB Germany Manufacturing PMI (της Hamburg CommercialBank). Επιγραμματικά, ο συγκεκριμένος δείκτης προκύπτει από απαντήσεις των αρμόδιων εταιρικών στελεχών σε ερωτηματολόγια με μια γκάμα θεμάτων (που σταθμίζονται για να παραχθεί ο δείκτης), όπως οι νέες παραγγελίες, το προϊόν, η εργασία, οι χρόνοι παράδοσης των προμηθευτών και τα αποθέματα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον από τα κοράκια του χρηματιστικού κεφαλαίου για να εκτιμήσουν αν ένας συγκεκριμένος κλάδος έχει θετικές προοπτικές ή συρρικνώνεται, αφού αντικατοπτρίζει τις απόψεις και τις προσδοκίες των ίδιων των εταιριών του κλάδου. Ενα αποτέλεσμα άνω του 50 δείχνει θετικές προοπτικές, ενώ κάτω από 50 ύφεση.
Τα δεδομένα φαίνονται στον παραπάνω Πίνακα. Τον Σεπτέμβρη, ο δείκτης ήταν στο 40.6 που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση τους τελευταίους 12 μήνες. Χωρίς να παραθέσουμε περισσότερα αριθμητικά στοιχεία, η ουσία συνοψίζεται σε αυτά που σχολίασε επί του δείκτη ο Chief Economist της τράπεζας του Αμβούργου, Cyrus de la Rubia: Τα συγκεκριμένα νούμερα πυροδοτούν περαιτέρω τη διαμάχη για την αποβιομηχάνιση. Με τις παραγγελίες να «στεγνώνουν» σε ανησυχητικό βαθμό είναι δύσκολο να φανταστούμε οποιαδήποτε μορφή ανάκαμψης να συμβαίνει σύντομα. Αυτό που είναι ιδιαιτέρως προβληματικό, κοιτώντας 30 χρόνια πίσω, είναι η πτώση των παραγγελιών από το εξωτερικό – δεν έχει προηγούμενο. Το αποδίδουμε στο «κινέζικο σοκ». Πολλές εταιρίες, ειδικά στην αυτοκινητοβιομηχανία και στον μηχανολογικό κλάδο, δεν έχουν βρει πειστικές απαντήσεις στη ξαφνική ένταση του ανταγωνισμού».
Και συνεχίζει: «Για παραπάνω από ενάμιση χρόνο οι εταιρίες εξαντλούν τα αποθέματά τους. Κανονικά θα περίμενες να αρχίζουν να αποθεματοποιούν σε κάποιο σημείο αλλά, αντίθετα, τον Σεπτέμβρη εξάντλησαν τα αποθέματά τους ακόμα περισσότερο. Αυτό καταδεικνύει πόσο πεσιμιστές είναι οι βιομήχανοι»!
Και τώρα, με αυτά τα δεδομένα ως φόντο, μπορούμε να κατανοήσουμε την ανακοίνωση της Volkswagen για κλείσιμο εργοστασίων. Σύμφωνα με τη Deutche Welle, η Volkswagen αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη της βιομηχανίας (120.000 εργαζόμενοι στη Γερμανία και 680.000 παγκοσμίως). Πριν από ένα χρόνο, ανακοίνωσε περικοπές της τάξης των 10 δισ. ευρώ μέχρι το 2026, ενώ σύμφωνα με τη Handelsblatt θα χρειαστεί να περικόψει ακόμα 4 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο των περικοπών είναι και η ακύρωση της συμφωνίας μεταξύ της Volkswagen και του IG Metall, του συνδικάτου των μεταλλεργατών, που έγινε το 1994 και διασφάλιζε ότι δε θα υπάρξουν απολύσεις μέχρι το 2029.
Το γιατί έφτασε σε αυτό το σημείο επιχείρησε να εξηγήσει ο CEO του γερμανικού κολοσσού
Thomas Schäfer, λέγοντας πως η κατάσταση είναι εξαιρετικά έντονη και δεν είναι απλά θέμα μείωσης κόστους. Συνέχισε λέγοντας πως η ευρωπαϊκή αγορά αυτοκινήτου είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική και η Γερμανία έχει μείνει πίσω.
Δυστυχώς δε βρήκαμε νεότερη δήλωση του γερμανού υπουργού Οικονομικών ούτε για την πορεία και την αποβιομηχάνιση της Γερμανίας ούτε για το «κινέζικο σοκ».