Ασφαλώς, δε βρισκόμαστε στο πρώτο εξάμηνο του 2015, όταν ο Μπαρουφάκης προκαλούσε δημοσιογραφικό σάλο στις Βρυξέλλες και κάθε συνάντηση του Τσίπρα με τη Μέρκελ, τον Ολάντ, τον Γιούνκερ, ακόμα και τον διακοσμητικό Σουλτς είχε χαρακτήρα «ειδησεογραφικού γεγονότος». Ο Τσίπρας μπορεί να συναντιέται, πλέον, χωρίς ταρατατζούμ, με τους ιμπεριαλιστές ηγέτες. Και από τον ευρωπαϊκό Τύπο δεν αντιμετωπίζεται ως «ταραξίας» ή ως «μαύρο πρόβατο», ούτε ως «κακός μαθητής» που παραλείπει «να κάνει τα μαθήματά του». Αντίθετα, αντιμετωπίζεται σαν ένας υπεύθυνος πολιτικός, που κατάφερε να κερδίσει απανωτές εκλογικές μάχες και να καθαρίσει το κόμμα του από τους «ριζοσπάστες», αν και ακόμα αντιμετωπίζει προβλήματα με κάποιους υπουργούς του που -σε αντίθεση με τον ίδιο- εξακολουθούν να μην «ενστερνίζονται» το «πρόγραμμα» και να βάζουν προσκόμματα στην υλοποίηση των «μεταρρυθμίσεων».
Γι' αυτό και δεν υπάρχουν πια δηλητηριώδη σχόλια και επιθετικός τόνος στα δημοσιεύματα που αφορούν τη διεθνή δραστηριότητα του Τσίπρα και των υπουργών του. Ακόμα κι όταν παρουσιάζονται σημεία «τριβής», η παρουσίασή τους είναι χαμηλότονη, χωρίς εκείνα τα παλιά περί «τεμπέληδων Ελλήνων», που θέλουν «να τους πληρώνει ο ευρωπαίος φορολογούμενος». Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι στις ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες είναι διατεθειμένοι να ικανοποιήσουν τις ανάγκες κάθε προπαγανδιστικής εκστρατείας που σχεδιάζει ο Τσίπρας.
Αυτό συνέβη και με την προπαγάνδα για το χρέος, την οποία ο ίδιος ο Τσίπρας θέλησε να κορυφώσει με ένα δικό του ταξίδι στις Βρυξέλλες, όπου συναντήθηκε με τον πάντα διαθέσιμο Σουλτς (αυτός παίζει το ρόλο που στη χώρα μας παίζει ο πρόεδρος Πάκης), με τον «έξω καρδιά» Γιούνκερ και με τους Ολάντ και Μέρκελ στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της ΕΕ. Οι δυο τελευταίοι δεν είχαν κανένα λόγο να του αρνηθούν μια συνάντηση, όμως το μόνο που βγήκε από τις δύο συναντήσεις ήταν κάποιες φωτογραφίες. Δηλώσεις δεν έγιναν ούτε από τη Μέρκελ ούτε από τον Ολάντ. Υπήρξαν, όμως, διαρροές στο γερμανικό Τύπο, που σε θαυμαστή ομοφωνία (απόδειξη του ότι έγινε οργανωμένη διαρροή) έγραψε πως ο Τσίπρας «έφαγε πόρτα» από τη Μέρκελ.
Δε χρειαζόμασταν, όμως, το γερμανικό Τύπο για να καταλάβουμε ότι πράγματι ο Τσίπρας «έφαγε πόρτα». Αν συνέβαινε κάτι διαφορετικό, τότε η Μέρκελ θα άφηνε κάποιον «φιλελληνικό» υπαινιγμό στις δηλώσεις της ή θα ανέθετε στον εκπρόσωπό της να πει κάτι σχετικό. 'Η θ' άφηνε η κυβερνητική προπαγάνδα κάποιον υπαινιγμό. Ο ίδιος ο Τσίπρας, όμως, υπήρξε εξαιρετικά προσεκτικός, στην εκτεταμένη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις Βρυξέλλες στους έλληνες δημοσιογράφους. «Η συζήτηση έγινε σε ένα πάρα πολύ καλό κλίμα» ήταν το μόνο σχόλιό του για τη συνάντηση με την Μέρκελ.
Αμα κανείς διαβάσει προσεκτικά τις δηλώσεις Τσίπρα, όμως, θα διαπιστώσει πως η κυβέρνηση κλείνει την προπαγανδιστική εκστρατεία και προσαρμόζεται στα πραγματικά συμφωνημένα στο Eurogroup του προηγούμενου Μάη. «Εθεσα την ανάγκη να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα σε ό,τι αφορά το ελληνικό πρόγραμμα από όλες τις πλευρές» είπε ο Τσίπρας. «Πιστεύω ότι οι συνομιλητές μου κατανόησαν αυτή την ανάγκη, πιστεύω ότι κανείς δεν επιθυμεί νέες αναταράξεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα τη στιγμή που όλοι αναγνωρίζουν το ρόλο της Ελλάδας ως πόλου σταθερότητας σε μια εύθραυστη περιοχή και τον ειδικό ρόλο που παίζει στο προσφυγικό, στην προσφυγική κρίση» συνέχισε. Στο «διά ταύτα», όμως, περιορίστηκε σε αοριστολογίες: «Πιστεύω, λοιπόν, ότι είναι εφικτό μέχρι το Eurogroup του Δεκέμβρη, να έχουμε θετικές εξελίξεις και θετικές αποφάσεις, ώστε η νέα χρονιά να ξεκινήσει είτε με την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, είτε πολύ σύντομα στη νέα χρονιά, στις αρχές της νέας χρονιάς, η Ελλάδα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης». Αυτό, όμως, είναι κάτι άλλο από την «απομείωση του χρέους», για την οποία μιλούσε ως τώρα ή, έστω, από τη «συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων» που αναφέρονται στην απόφαση του Eurogroup στις 24 Μάη.
Απαντώντας στις πρώτες ερωτήσεις, ο Τσίπρας υπήρξε αρχικά γενικόλογος: «Στο Eurogroup του Μαΐου, οι αποφάσεις που παρθήκανε σε σχέση με το ζήτημα του χρέους ήταν εξαιρετικά θετικές. Ηταν σε απολύτως θετικό πλαίσιο». Αμέσως μετά, όμως, το ξεφούρνισε: «Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, των αποφάσεων του Eurogroup του Μαΐου είναι απολύτως εφικτό να βρεθεί η δυνατότητα της συγκεκριμενοποίησης εκείνων των βραχυπρόθεσμων μέτρων που θα καταστήσουν εφικτό ένα σχέδιο βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος»!
Μα για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα κανένας δεν έχει αντίρρηση. Ο διευθύνων σύμβουλος του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ μάλιστα, έχει αποκαλύψει ότι ήδη οι υπηρεσίες του συζητούν με τον ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους) με αντικείμενο τη μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά. Οπως έχει πει, μάλιστα (και το έχουμε γράψει προ εβδομάδων), αυτό «δε θα είναι δωρεάν». Οπως εξήγησε ο γερμανός τεχνοκράτης, «όσο πιο πολύ σταθεροποιούμε τις μελλοντικές πληρωμές τόσο υψηλότερο θα είναι το κόστος αρχικά. Δεν είναι δωρεάν. Αν διασφαλίσουμε ότι τα επιτόκια κλειδώνουν για μεγαλύτερο διάστημα, αυτό σημαίνει ότι το επιτοκιακό κόστος θα ανέβει τα πρώτα χρόνια. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να συζητήσουμε με τον ελληνικό Οργανισμό για τη Διαχείριση του Δημοσίου Χρέους και τις άλλες δικαιούχους χώρες για να δούμε ποιες είναι οι προτιμήσεις τους».
Μιλώντας επομένως για «συγκεκριμενοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων», ο Τσίπρας κηρύσσει το τέλος της προπαγάνδας περί «καθορισμού από τώρα των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα εφαρμοστούν μετά το 2018, ώστε οι υποψήφιοι επενδυτές να έχουν από τώρα μια εικόνα σταθερότητας και να έρθουν να επενδύσουν χωρίς να φοβούνται ότι υπάρχει ρίσκο». Η νέα «μεγάλη ιδέα» είναι πλέον η συμμετοχή στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ, που θα επιτρέψει στον ελληνικό καπιταλισμό να μειώσει το κόστος του τραπεζικού δανεισμού.
Θα εντάξει η ΕΚΤ την Ελλάδα στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης»; Ο Ντράγκι αρνείται και να το συζητήσει δημόσια αυτή τη στιγμή. Ζητά να κλείσει πρώτα η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Μνημόνιου και να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο «πρόγραμμα», με ένα συμβολικό έστω ποσό δανεισμού. Είναι φανερό ότι η απόφαση δε θα παρθεί σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση. Το παζάρι θα γίνει στις ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες.
Δεν τα αγνοεί όλ' αυτά ο Τσίπρας. Ομως, πρέπει να έχει ένα προπαγανδιστικό αποκούμπι. Μέτρα ανακούφισης της σκληρής λιτότητας δεν μπορεί να πάρει. Αντίθετα, το κεφάλαιο απαιτεί και η κυβέρνησή του θα πάρει νέα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα. Αν δε δείξει ότι δήθεν δίνει σκληρό αγώνα για το χρέος, σε λίγο δε θα μπορεί καν να μιλήσει. Μ' αυτή την προπαγάνδα προσφέρει και μια υπηρεσία στο σύστημα. Εμφανίζει το χρέος ως μια πραγματική οφειλή του ελληνικού λαού στους ιμπεριαλιστές δανειστές, που μόνο το ρυθμό αποπληρωμής του πρέπει να διαπραγματευθούμε. Περισσότερα γι' αυτό, όμως, στη σελίδα 7.