Είναι κοινό μυστικό ότι η κυβέρνηση (τυπικά ο ΟΔΔΗΧ, στην πραγματικότητα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης) ετοιμάζεται να εκδώσει πενταετές ομόλογο, κρίνοντας ότι η συγκυρία της σχετικής υποχώρησης του επιτοκίου γι' αυτό το ομόλογο σε ποσοστά κάτω από 3% είναι ευνοϊκή για να κάνει την πρώτη μετά από καιρό «έξοδο στις αγορές», που την περιμένει πώς και πώς για να την εντάξει στη φαρέτρα με τα προπαγανδιστικά της όπλα.
Δε χρειάζεται να πούμε τι πρόκειται να γίνει μόλις επιχειρηθεί και ολοκληρωθεί η έκδοση αυτού του ομολόγου. Ο Τσακαλώτος θα ξεσαλώσει, με το γνωστό εξυπνακίστικο υφάκι του, ενώ θα μιλήσει και ο ίδιος ο Τσίπρας. Τα αντίθετα θα κάνει η αντιπολίτευση, ο Τύπος της οποίας έχει ήδη «ανθιστεί» τη δουλειά και στρώνει το έδαφος με αναφορές στις χαμηλές αξιολογήσεις των γνωστών οίκων, που δεν πείθονται για την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας, λόγω του μεγάλου όγκου των «κόκκινων δανείων» κτλ.
Πέρα, όμως, από την εργαλειοποίηση του δανεισμού για λόγους προπαγάνδας, υπάρχει η πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το τρίτο τρίμηνο του 2018, αποκαλύπτει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε, φτάνοντας τα 334,98 δισ., και ως ποσοστό του ΑΕΠ το 182,2% (το υψηλότερο στην ΕΕ). Στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2017 το δημόσιο χρέος ήταν 313,495 δισ. ευρώ. Δηλαδή, μέσα σ' ένα χρόνο αυξήθηκε κατά 21,5 δισ. ευρώ περίπου!
Αν μιλήσεις στον Τσακαλώτο γι' αυτή την αύξηση, θα σου πει ότι… δεν είναι αύξηση, αλλά είναι το «μαξιλάρι ρευστότητας» που οι δανειστές διέταξαν να δημιουργηθεί (με δανεικά), προκειμένου ν' αντιμετωπιστεί για καμιά διετία (έτσι λένε) η δυσκολία δανεισμού από τα κοράκια των «αγορών». Υποτίθεται, όμως, ότι τόσα χρόνια ο ελληνικός λαός υποβάλλεται σε εφιαλτική λιτότητα για να μειωθεί το χρέος, μέσω των περιβόητων «πρωτογενών πλεονασμάτων» (των ματωμένων πλεονασμάτων, όπως τα αποκαλούσε ο Τσίπρας πριν γίνει πρωθυπουργός). Πώς λοιπόν συμβαίνει να αυξάνεται το χρέος που θα μειωνόταν;
Η απάντηση είναι απλή. Με τα περιβόητα «πρωτογενή πλεονάσματα» πληρώνονται οι ετήσιοι τόκοι που εισπράττουν οι διεθνείς τοκογλύφοι. Δημιουργούνται όμως και νέα ελλείμματα, τα οποία καλύπτονται επίσης με δανεισμό. Γι' αυτό και το χρέος αυξάνεται. Τα δε παλαιά χρέη ξεπληρώνονται με καινούργια. Τα τελευταία χρόνια ο δανεισμός γινόταν από τον EFSF/ESM (εν μέρει και από το ΔΝΤ), ενώ από τώρα και μετά φιλοδοξούν το «γύρισμα» των ομολόγων (δηλαδή η αποπληρωμή των παλιών χρεών με σύναψη καινούργιων) να γίνεται από τις «αγορές». Ανεξάρτητα από την πηγή του δανεισμού, όμως, εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι το χρέος δεν μειώνεται, αλλά απλώς ανακυκλώνεται και παραμένει στα ίδια δυσθεώρητα επίπεδα.
Και σ' αυτό το ακλόνητο επιχείρημα έχουν απάντηση οι συριζαίοι: σημασία δεν έχει το ύψος του χρέους, αλλά η ρύθμισή του, ώστε η χώρα να μπορεί να το αποπληρώνει. Τι πρωτότυπο επιχείρημα! Ο Βενιζέλος το έλεγε καλύτερα. Σημασία έχει, έλεγε, όχι το ύψος του χρέους αλλά το χρέος σε όρους παρούσας αξίας. Πόσο πληρώνουμε κάθε χρόνο για την εξυπηρέτησή του, δηλαδή. Οι συριζαίοι οικονομολόγοι (Τσακαλώτος και σία) έβγαιναν τότε από τα ρούχα τους και έλεγαν πως αν δε διαγραφεί το μεγαλύτερο μέρος του χρέους (πάνω από 70%) και αν η αποπληρωμή του υπόλοιπου δε συνδεθεί με ρήτρα ανάπτυξης, δεν πρόκειται η χώρα να σηκώσει κεφάλι. Ο δε Τσίπρας επαναλάμβανε σαν παπαγαλάκι έναν όρο που είχε εφεύρει ο Μπαρουφάκης και έκανε επικοινωνιακό «γκελ»: δουλοπαροικία χρέους.
Για να μη σας μπλέκουμε με περίπλοκα οικονομικά σχήματα, θα θυμίσουμε ότι βάσει της συμφωνίας που έγινε στο Eurogroup τον Ιούνη του 2017, το ελληνικό κράτος θα πρέπει μέχρι το 2030 να πληρώνει για την εξυπηρέτηση του χρέους ένα ποσό που δε θα ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ. Μετά το 2030, το ποσοστό θα ανέβει στο 20%. Δηλαδή, κάθε πέντεέξι χρόνια ένα ολόκληρο ΑΕΠ θα πηγαίνει για την αποπληρωμή του χρέους! Καλύτερη επένδυση δε θα μπορούσαν να κάνουν οι ραντιέρηδες που έχουν τοποθετήσει κεφάλαια στο ελληνικό χρέος.