28 Οκτώβρη του 2010, είχε κι ο Γιωργάκης Παπανδρέου την ανάγκη να πει το δικό του «όχι». Εμφανίστηκε, λοιπόν, στη δημοσιογραφική κουστωδία που τον ακολουθούσε στις Βρυξέλλες και δήλωσε ότι ήταν αυτός που δεν δέχτηκε ούτε καν να συζητηθεί η γερμανική πρόταση για τροποποίηση της συνθήκης έτσι που να προβλέπεται και στέρηση ψήφου από τα κράτη-μέλη. Κανείς από την κουστωδία δεν μπήκε στον κόπο να του θυμίσει, ότι μπαίνοντας στο χώρο της συνόδου και απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ είχε δηλώσει πως τέτοιο θέμα δεν υπάρχει στην ατζέντα. Πέραν της δήλωσης Γιούνκερ, ήταν ήδη γνωστό πως η Μέρκελ είχε αποσύρει αυτή την πρόταση από τη μέρα που συνήψε με τον Σαρκοζί τη συμφωνία της Ντοβίλ. Είπαμε, όμως, ο Γιωργάκης είχε ανάγκη από ένα «όχι» σ’ ένα φανταστικό εχθρό και η δημοσιογραφική κουστωδία του επέτρεψε να παίξει το σόου του. Αντίθετα, σύμπας ο ευρωπαϊκός Τύπος δεν αξιώθηκε ν’ αφιερώσει ούτε μια γραμμή στο γενναίο «όχι» του έλληνα πρωθυπουργού.
Αφήνοντας το φτηνιάρικο σόου του Παπανδρέου, ας επικεντρωθούμε στην ουσία. Λίγες μέρες πριν τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, ο γερμανογαλλικός άξονας επανέκαμψε στα ευρωπαϊκά πράγματα. Μέρκελ και Σαρκοζί συναντήθηκαν στη Ντοβίλ, έκλεισαν τη συμφωνία και μετά πήγαν στη σύνοδο κορυφής και την παρουσίασαν στους υπόλοιπους. Εν ψυχρώ και χωρίς να σηκώνουν κουβέντα. Με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, είχαν αποφασίσει και τη δημιουργία του μηχανισμού «στήριξης» για την Ελλάδα. Μέρκελ και Σαρκοζί το συζήτησαν σ’ ένα γραφείο, μακριά από το χώρο της συνόδου. Μετά, έστειλαν τον Ρομπάι να φωνάξει τον Παπανδρέου που περίμενε στον προθάλαμο, του ανακοίνωσαν τη συμφωνία τους κι ύστερα είπαν στον Ρομπάι να πάει να ενημερώσει και τους υπόλοιπους, οι οποίοι περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει πρώτα το γερμανο-γαλλικό παζάρι για ν’ αρχίσει η σύνοδος κορυφής.
Αυτή τη φορά η ηγεμονική συμπεριφορά της Γερμανίας ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Συνάπτοντας συμφωνία με τη Γαλλία, η Γερμανία έκοψε κάθε συζήτηση ανάμεσα στους «27». Τους προσέφερε μόνο τη χαρά μιας «νίκης» που η Γερμανία από την αρχή είχε σκηνοθετήσει. Η Μέρκελ άφησε μέχρι την τελευταία στιγμή στο τραπέζι την πρόταση για στέρηση του δικαιώματος ψήφου, για να την αποσύρει στο τέλος, προσποιούμενη ότι επιδεικνύει δημοκρατικό-κοινοτικό πνεύμα. Για να υιοθετηθεί αυτή η πρόταση θα απαιτούνταν μια ριζική αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, για την οποία θα απαιτούνταν αρκετά χρόνια, καθώς θα έπρεπε να περάσει σε άλλες χώρες από τα κοινοβούλια και σε άλλες από δημοψηφίσματα. Ενώ τώρα συμφωνήθηκε μια σχετικά περιορισμένη τροποποίηση, η οποία θα περάσει με διαδικασίες εξπρές μόνο από τα κοινοβούλια, χωρίς τη διαδικασία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης.
Τα αγκάθια, βέβαια, δεν έχουν αφαιρεθεί όλα και δεν αποκλείεται μέχρι το Μάρτη να υπάρξουν και άλλες εμπλοκές, αρχής γενομένης από τη σύνοδο κορυφής του Δεκέμβρη, στην οποία αναμένεται να συζητηθούν οι λεπτομέρειες που θα επεξεργαστεί η task force του Ρομπάι. Ομως, η Γερμανία έκανε το πρώτο βήμα, έχοντας στο πλευρό της τη Γαλλία κι αυτό είναι σημαντικό για την κυβέρνηση Μέρκελ.
Τι θα προβλέπει η αναθεωρημένη συνθήκη; Οτι μετά το 2013, που λήγει η ισχύς του σημερινού μηχανισμού «στήριξης», όσες χώρες έχουν υπερβολικά ελλείμματα και αδυνατούν να τα χρηματοδοτήσουν με δανεισμό από τις «αγορές», θα μπορούν να υπολογίζουν στη στήριξη της ΕΕ, μόνο αφού υποστούν τη διαδικασία μιας ελεγχόμενης αναδιάρθρωσης του χρέους, που θα περιλαμβάνει και «κούρεμα» των απαιτήσεων των πιστωτών, και αφού, βεβαίως, δεχτούν να εκχωρήσουν την οικονομική τους πολιτική στις Βρυξέλλες, δηλαδή στο Βερολίνο. Μετά απ’ αυτόν τον όρο, δεν θα είχε πραγματικά καμιά σημασία να επιδιώξει η Γερμανία και την αφαίρεση της ψήφου, η οποία θα λειτουργούσε περισσότερο στο συμβολικό επίπεδο (κράτος περιορισμένης κυριαρχίας), παρά στο ουσιαστικό. Το ουσιαστικό εξυπηρετείται ήδη και με τη συγκεκριμένη αναθεώρηση της Συνθήκης, στην οποία συμφώνησαν Μέρκελ και Σαρκοζί. Οι Γερμανοί απαίτησαν όλα τα παραπάνω να υλοποιηθούν με αναθεώρηση της Συνθήκης, για να μην υπάρχει δυνατότητα από τους πιστωτές ν’ αμφισβητήσουν το «κούρεμα» των απαιτήσεών τους.
«Δεν θα επιτρέψουμε να επιβαρύνει μόνο τους φορολογούμενους το κόστος μιας μελλοντικής κρίσης. Είναι δικαιολογημένη η επιθυμία να δούμε όχι μόνο τους φορολογούμενους στο αγκίστρι, αλλά και τους ιδιώτες επενδυτές», δήλωσε η Μέρκελ. «Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα είναι κεντρικό στοιχείο του μηχανισμού. Θα ήθελα να υπενθυμίσω σε εκείνους που εξακολουθούν να έχουν προβλήματα με έναν τέτοιο μηχανισμό επίλυσης κρίσεων ότι η νομισματική ένωση δεν σχεδιάστηκε σαν μοντέλο για τον πλουτισμό των κερδοσκόπων», επανήλθε μετά από μερικές μέρες ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Β. Σόιμπλε. Δυο συντηρητικοί ηγέτες εμφανίζονται σαν πολέμιοι των κερδοσκόπων του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου!
Δεν είδαμε, όμως, τους κερδοσκόπους να αποθαρρύνονται. Αντίθετα, επετέθηκαν με ακόμη μεγαλύτερο κέφι στα ομόλογα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία), ξεκινώντας ένα νέο ράλι. Κάτι για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ, ο οποίος εμφανίστηκε αντίθετος στη γερμανογαλλική συμφωνία.
Πριν δούμε την ουσία της αντίθεσης του Τρισέ με τους Μέρκελ-Σαρκοζί, πρέπει να δούμε τι θα σημάνει για τις χώρες σαν την Ελλάδα αυτή η αναθεώρηση της συνθήκης. Η «αγορά», δηλαδή αυτοί που χειρίζονται τις τοποθετήσεις του χρηματιστικού κεφάλαιου, θα ενσωματώσουν –μόνιμα πλέον– στην τιμολόγηση των ελληνικών ομολόγων τον κίνδυνο αναδιάρθρωσης του χρέους. Τον κίνδυνο, δηλαδή, τα συγκεκριμένα ομόλογα στη λήξη τους να είναι «κουρεμένα» σ’ ένα ποσοστό από 20% μέχρι 50%. Αρα, τα επιτόκια θα διαμορφω- θούν σε ψηλά επίπεδα και όταν το ελληνικό κράτος δοκιμάσει να βγει στην αγορά θα του είναι αδύνατο να δανειστεί, οπότε θα καταλήξει στο γερμανο-γαλλικό μηχανισμό «στήριξης», ο οποίος βέβαια θα δώσει δάνεια με υψηλό επιτόκιο, όπως άλλωστε έγινε και στην περίπτωση του Μνημόνιου. Δάνεια που θα αντληθούν από τις ευρωπαϊκές τράπεζες και όχι από τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία θα είναι ελεγχόμενη από το γερμανογαλλικό άξονα, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο θα θέσει την «αγορά» υπό έλεγχο. Ο Τρισέ μιλάει για λογαριασμό των τραπεζιτών, οι κυβερνήσεις, όμως, είναι υποχρεωμένες να μιλούν και να ενεργούν για λογαριασμό όλων των μερίδων του κεφάλαιου. Στον ατομικιστικό ανταγωνισμό των χωριστών καπιταλιστικών ομίλων, που οδηγεί το σύστημα στην καταστροφή, πρέπει να αντιτάξουν την ενότητα ολόκληρης της αστικής τάξης για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η Γερμανία, με σύμμαχο και τη Γαλλία πλέον, πρέπει να υπερασπιστεί το ευρώ, γιατί ο παγκόσμιος νομισματικός πόλεμος μόλις έχει ξεκινήσει. Λίγες μέρες μετά την απόφαση των Βρυξελλών, η αμερικάνικη Fed ανακοίνωσε την απόφασή της να αγοράσει ως τον επόμενο Ιούνιο κρατικά ομόλογα αξίας 850 δσ. δολάρια. Πώς θα αντιμετώπιζαν οι ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης τον κίνδυνο μιας γοργής και ανεξέλεγκτης ανόδου του ευρώ, με καταστροφικές συνέπειες για τη βιομηχανία και τις εξαγωγές τους, παρεκτός από την ενίσχυση του φόβου των χρεοκοπιών στην περιφέρεια της ευρωζώνης; Οι πιο αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης θυσιάζονται στην προσπάθεια να παραμείνει το ευρώ χαμηλά σε σχέση με το δολάριο. Και βέβαια, το προλεταριάτο, όχι μόνο σ’ αυτές τις χώρες αλλά σ’ όλη την ΕΕ, θυσιάζεται στο βωμό του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.